Τα τολμηρά φυτά
που ανθίζουν μιαν άνοιξη μοναχά στο βουνό κι ο ήλιος τα καίει
αυτά χαράζω πεισματωμένη στο οικόσημό μου
μ' όλο που εσύ
ντροπαλή σαν κυκλάμινο
θ' ανθίζεις πάλι τον άλλο χρόνο και τον παράλλο
στη σκιά των δέντρων
Το ποίημα αυτό, το πρώτο όπου έπεσε το βλέμμα μου ανοίγοντας τυχαία το ένα και μοναδικό βιβλίο που κυκλοφόρησε σε εκδοτικό οίκο –μαζί με το διασκεδαστικό, σουρεάλ φωτορομάντζο «Οι δύο αδελφές»– όσο ζούσε η Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου, ένα έξοχο αμάλγαμα πεζογραφήματος, ποίησης και παραμυθιού υπό τον τίτλο «Του λιναριού τα πάθη - Ο Μέγας Μυρμηγκοφάγος» (εκδ. Άγρα), μοιάζει σαν να «φωτογραφίζει» τρόπον τινά και την ίδια.
Ευφυέστατη, πνευματώδης, κοινωνική, πολυτάλαντη, φύση καλλιτεχνική –έπαιζε επίσης πιάνο (συνέθετε, τραγουδούσε), ζωγράφιζε, μέχρι χειροτεχνήματα έφτιαχνε– αλλά και εκπάγλου γοητείας, καθώς έχουν να λένε όσοι τη γνώρισαν, δυστύχησε στα 32 της χρόνια να εκδηλωθεί «ξαφνικά και με σαρωτική, θα έλεγα, δύναμη, η εσωτερική της ευπάθεια• αυτή που θα χαρακτήριζε η ίδια με την "οξύτονη τετρασύλλαβη λέξη", όπως γράφει στο ποίημα "Εύνοια"» θυμάται η Νανά, αδελφή της Νίκης-Ρεβέκκας.
Εγώ, πάλι, κριτικός δεν είμαι, μπορώ όμως να πω με βεβαιότητα ότι τόσο η αισθαντική γραφή της όσο και η γενικότερη «συνάντησή» μου με τη Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου και τον κόσμο της μου άγγιξαν την ψυχή με την αδυσώπητη απαλότητα της μύτης μιας βελόνας.
Ήταν η ίδια ευπάθεια που την οδήγησε την Πρωτομαγιά του 2000, Δευτέρα του Πάσχα, να ανέβει στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού της πίσω αυλής του πατρικού της και να πέσει στο κενό. Το προ διμήνου τιμητικό αφιέρωμα στη μνήμη της ξανάφερε στην επικαιρότητα την ιδιαίτερη όσο και δραματική περίπτωση μιας δημιουργού ολιγογράφου μεν, αλλά εξαιρετικά εμπνευσμένης και μεστής, η οποία, αν παρέμενε εν ζωή, θα μας είχε, πιστεύω, εκπλήξει ακόμα περισσότερο κι ας την είχε την αλλόκοτη «ριξιά» από μικρή.
«Εγώ, μόλις γεννήθηκα, θα 'πρεπε κατευθείαν να απογειωθώ, ν' αναληφθώ στους ουρανούς κι άσ' τους να με ψάχνουν. Μα, ήταν μακριά ο αρχάγγελος που με φυλούσε» έγραφε.
Το συγγραφικό και καλλιτεχνικό τάλαντο της Νίκης είχε αρχίσει να ξετυλίγεται ήδη στο δημοτικό, με τα πρώτα γραπτά και σχέδια ζωγραφικής της να δημοσιεύονται στη «Διάπλαση των Παίδων». Ήδη διαφαινόταν σε αυτά το ονειρικό, μη ρεαλιστικό, αλλά ταυτόχρονα βαθιά υπαρξιακό στοιχείο που θα χαρακτήριζε τη μετέπειτα δουλειά της, καθώς μου λέει ο διευθυντής των εκδόσεων Άγρα Σταύρος Πετσόπουλος, που προγραμματίζει μελλοντικά να εκδώσει τα κείμενά της στη «Διάπλαση» και ό,τι άλλο τυχόν αδημοσίευτο υλικό ανακαλύψουν με τη Νανά σε ημερολόγια και σημειώσεις της συγγραφέως.
«Είχε από παιδί απόλυτη επίγνωση της εξυπνάδας της, κάτι ήδη φανερό από το γυμνασιακό της ημερολόγιο: "Ποτέ δε σηκώνω το χέρι. Οι καθηγητές μου το ξέρουν πως τα ξέρω, ούτε καν με κοιτάζουν" έγραφε , σίγουρη για τις γνώσεις της, θυμάται η Νανά. «Η Νίκη είναι νίκη και μάλιστα πτερωτή!» έλεγε χαρακτηριστικά η φιλόλογός της στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου.
Αρχικά, δε, ήθελε να σπουδάσει Αρχιτεκτονική: «Φοίτησε στο τότε "Πρακτικό" γυμνάσιο αρρένων – πενήντα τέσσερα αγόρια, τρία μόνο κορίτσια, η Νίκη, η Πηνελόπη και η Αδριανή, αγαπημένες φίλες και πρώτες μαθήτριες. Η Πηνελόπη Συρμακέζη, που παρέμεινε επί σειρά ετών επιστήθια φίλη της Νίκης, έγραφε επίσης. Είχε την ίδια πορεία με την αδελφή μου και αποχώρησε αυτοβούλως λίγα χρόνια πριν από εκείνη» μου λέει.
Τη συλλογή πεζοποιημάτων «Του λιναριού τα πάθη» την είχε αρχικά εκδώσει το 1986 η ίδια η συγγραφέας με δικά της έξοδα. Έκανε μεγάλη αίσθηση στους λογοτεχνικούς κύκλους και ήταν η μεταφράστρια και φίλη της Κική Καψαμπέλη που μίλησε γι' αυτήν στον διευθυντή των εκδόσεων Άγρα. Ο κ. Πετσόπουλος ενθουσιάστηκε με τα γραπτά της, τα βρήκε «απολύτως μοναδικά».
Γνωρίζοντάς την από κοντά εντυπωσιάστηκε, λέει, από την ωραιότητα –«μια Ελληνίδα Κλαούντια Καρντινάλε!»–, την «τρομακτική» της ευφυΐα, την οξυδέρκεια, τα πολλά της διαβάσματα, τη «λοξή» ματιά της στα πράγματα καθώς και από το άφθονο χιούμορ που τη διέκρινε, μαζί με εκείνη τη χαρακτηριστική «σκανταλιά» στο βλέμμα της όταν χαλάρωνε.
«Διάβαζε ό,τι βιβλία της Άγρας της πήγαινα και στην επόμενη συνάντηση μού έκανε πολύ λεπτά σχόλια γι' αυτά – για τον Κλάιστ, τον Πίτερ Παν, Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, τον Χένρι Τζέιμς, τον Εμπειρίκο...». Συμφώνησαν να εκδώσουν και τα άλλα της γραπτά μεταξύ 1986-1992 υπό τον τίτλο «Ο Μέγας Μυρμηγκοφάγος», σε έναν κοινό μικρό τόμο.
«Στην 18λεπτη ταινία της Αυστριακής Μόνικα Τσάνολιν που προβλήθηκε με την ευκαιρία του αφιερώματος στη Ν.-Ρ. Παπαγεωργίου το Νοέμβριο του 2017, γυρισμένη με μικρή μηχανή το 1989, βλέπουμε μια παλιά μονοκατοικία γεμάτη παλιά παράξενα αντικείμενα, αντίκες και παιχνίδια περίεργα που έβρισκε στο Μοναστηράκι μαζί με πλήθος κούκλες, πολύ φορτωμένο, κάπως αγχωτικό και αφύσικο, που θύμιζε σκηνικό ταινίας του Τέρι Γκίλιαμ, αλλά ήταν ο κόσμος της... Της είχε μάλιστα στοιχίσει πολύ όταν, εξαιτίας της ασθένειάς της, αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει και να επιστρέψει στη μητέρα της. Το πιάνο που τόσο αγαπούσε έμεινε πίσω, οι παρτιτούρες που είχε συνθέσει χάθηκαν», καθώς αναφέρει ο κ. Πετσόπουλος.
Νοσηλεύτηκε κάποιες φορές, είδε διάφορους ψυχίατρους , παρ' ότι δεν πολυσυμπαθούσε αυτούς τους «αρχιτέκτονες ψυχών», όπως τους αποκαλούσε. «Ω άνδρες Αθηναίοι, Κορίνθιοι, Ψυχίατροι και άλλοι! Με σακατέψατε» είναι η δραματική προσφώνηση που «κλείνει» την έκδοση των πεζοποιημάτων της στην Άγρα εν είδει επιλόγου.
Η εκ νέου συνύπαρξη για μια δεκαετία σχεδόν με τη μητέρα ήτανε δύσκολη και για τις δυο τους. Ήταν μάλιστα όλη αυτή η χρόνια κατάσταση με τις κρίσεις της Νίκης και τις δύο απόπειρες αυτοκτονίας που είχε κάνει ήδη με φάρμακα που συνέτειναν στον εθελούσιο, σχεδόν, θάνατο της εντελώς καταβεβλημένης πια μάνας τους έναν χρόνο πριν από την αυτοκτονία εκείνης, μου λέει η Νανά.
Υπήρχαν, βέβαια, μέσα σε όλο αυτό το διάστημα και φωτεινά διαλείμματα, οπότε η Νίκη γινόταν ξανά πρόσχαρη, εξωστρεφής και ευδιάθετη, όπως ακριβώς τη θυμόταν μικρότερη η αδερφή της, που έχει να λέει πόσο χαρούμενο κορίτσι ήταν. Σε κείνες τις φάσεις κοινωνικοποιούνταν ξανά, έβγαινε, πήγαινε σινεμά που πολύ το αγαπούσε, θέατρο, βόλτες με φίλους, ο δυστοπικός πεσιμισμός στον οποίο σταδιακά βυθιζόταν ήταν εντούτοις εμφανής σε αρκετά γραπτά της:
«Κόβω και ράβω... να φτιάξω ρούχο να ντυθώ. Γιατί θα 'ρθουνε μέρες κακές και χειρότερες νύχτες, που τα ψαλίδια ολάνοιχτα θα ξαγρυπνούν στα τραπέζια. Θα κλείσουν για πάντα τα μάτια των βελονιών, να μην περνά πια κλωστή. Στο βαθύ σκοτάδι πίσω απ' τον μπουφέ, στον αγύριστο, θα πάει η δακτυλήθρα μου. Αστραφτερές οι καρφίτσες θα ξεσηκώνονται. Κι ο μαγνήτης μου θα 'χει πεθάνει» γράφει στο «Ράψιμο».
«Σε μια δασωμένη εποχή κατοικούν τα κορίτσια που υπήρξα, σε μια περασμένη εξοχή, σε μια πατρίδα στον χρόνο που δεν μπορώ να επιστρέψω. Ένας καιρός ανάποδος με τραβάει στ' ανοικτά. Γερνώ, ξενιτεύομαι» λέει στο ποίημα που ονομάτισε με τις τελευταίες δύο συλλαβές του.
«Μ' αγγίζει ο χρόνος κι ανατριχιάζω, μες στα γεμάτα λεωφορεία με σκουντάνε τα χρόνια. Κυνηγημένη κατεβαίνω στην εξοχή. Κρύψε με, φύση... ένα είδος νύχτας μάς καταπίνει ώρα την ώρα» γράφει στη «Φυγή».
«Τρεις αδελφές ήμασταν, αλλά ειδικά εγώ, η μικρότερη σε ηλικία, και η Νίκη, η μεσαία –έξι χρόνια διαφορά– είχαμε αναπτύξει μια στενή σχέση που, όχι, δεν θα την έλεγα ανταγωνιστική. Αυτό που βγαίνει στο φωτορομάντζο "Οι δύο αδελφές" (σ.σ. ένα στόρι φτιαγμένο από φωτογραφίες οικογενειακές μαζί με άλλες που είχε τραβήξει ο φωτογράφος παππούς τους) είναι ένα αλληγορικό λογοτεχνικό εύρημα. Αντιθέτως, αγαπιόμασταν πολύ – σε κάποια δύσκολη στιγμή της ζωής μου, μάλιστα, ξυπνάω ένα πρωί και βρίσκω ένα ποίημα γραμμένο από εκείνη για μένα, που ξεκινούσε "θα σε βάλω να κατοικήσεις σε λέξεις με θέα τα βουνά"...»
Η Νίκη θα εγκατέλειπε στα 22 της χρόνια οριστικά το πατρικό, ύστερα από ένα επεισόδιο με τον πατέρα της: «Ένα καλοκαιρινό βράδυ του '70, επιστρέφοντας από το Ηρώδειο γύρω στις 11, συγκρούστηκε άσχημα με τον μπαμπά, γιατί είχε αργήσει χωρίς να ειδοποιήσει. Την επομένη κιόλας μάζεψε τα προσωπικά της πράγματα σε μια βαλίτσα κι έφυγε με δική της απόφαση» λέει η Νανά για το δραματικό εκείνο περιστατικό που μόλις τελευταία βρήκε το κουράγιο να αποκαλύψει.
Μαθαίνω ότι στο κοσμικό εστιατόριο που διατηρούσε ο παππούς της στον Αστέρα Βουλιαγμένης τη δεκαετία του '50 τους επισκέπτονταν συχνά, φέρνοντας δώρα, ο ηλικιωμένος, πλέον, πρίγκιπας Γεώργιος και η σύζυγός του ψυχαναλύτρια Μαρία Βοναπάρτη, χάρη στη μυθιστορηματική γνωριμία του πρίγκιπα με τον εκ μητρός Καλύμνιο παππού της στην τσαρική, ακόμα, Αγία Πετρούπολη.
Ότι εκτός από το Ιστορικό-Αρχαιολογικό της Φιλοσοφικής απ' όπου αποφοίτησε είχε επίσης σπουδάσει σκηνοθεσία στου Σταυράκου λίγο προτού ασθενήσει – την ενδιέφερε να κάνει σινεμά. Ότι κάποια στιγμή τής ήρθε διορισμός σε επαρχιακό σχολείο, πήγε, αλλά την τρίτη κιόλας μέρα την έπιασε κρίση και δεν ξαναπάτησε. Ότι ένα διάστημα τη δεκαετία του '80 διατηρούσε κατάστημα στη Σολωμού, στα Εξάρχεια, όπου εμπορευόταν κυρίως αντικείμενα από ξύλο και γυαλί.
Ότι αγαπούσε πολύ τον Νταλί, ίσως μάλιστα ονόμασε τη δεύτερη συλλογή της «Ο Μέγας Μυρμηγκοφάγος» από το ζώο που συνήθιζε κάποτε εκείνος να βγάζει βόλτα στο Παρίσι εν είδει οικόσιτου, καθώς μου λέει η Νανά. Ότι λάτρευε επίσης τη λογοτεχνική γενιά του '30, την ποίηση του Καρούζου, ενώ από τους νεότερους συγγραφείς ξεχώριζε την Κική Δημουλά και τη Μάρω Δούκα.
Ότι τα χρόνια της αρρώστιας δεν είχε πια ερωτικές σχέσεις, τα γραπτά της εντούτοις φανερώνουν έναν άνθρωπο που είχε βασανίσει πολύ μέσα του τα του έρωτα και των σχέσεων των δύο φύλων: «Σε θυμάμαι σαν πόλη, σαν να υπήρξε μια χώρα με πρωτεύουσα εσένα... σε θυμάμαι με κήπους κι ανάκτορα, με δικαστήρια και θέατρα, τώρα που πλήττω μες στα μικρά χωριά και το χορτάρι ψηλώνει» γράφει σε ένα της ποίημα.
«Η γυναίκα είναι μια κούκλα που έχει μέσα βαρίδι. Όπως και να τη γυρίσει κανείς, πάντα γυρνά στην αρχική της θέση, ορθή, με τα μάτια ανοικτά. Στην αρχή ο άντρας διασκεδάζει. Μετά όμως κάτι τον εκνευρίζει...» ξεκινά την «Κούκλα με το βαρίδι».
«Η γυναίκα είναι μια ύπαρξη σκοτεινή. Κατοικεί μέσα σ' ένα παλιό βιβλίο με κιτρινισμένες σελίδες όπου δεν υπάρχει τίποτα γραμμένο εκτός απ΄αυτήν... ο άντρας γυρνά ένα ένα τα φύλλα. Κακά προαισθήματα τον κυριεύουν σιγά σιγά. Σαν να έχει μπει σε έναν ακατοίκητο, ερειπωμένο πύργο, όπου ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί... για να ξορκίσει αυτή την κακιά σκέψη, δοκιμάζει να ζωγραφίσει οτιδήποτε στο κιτρινισμένο χαρτί... η ζωγραφιά εξαφανίζεται μέσα στο μαύρο. Ο άντρας τινάζεται τρομαγμένος. Η κάμαρη παίρνει ένα χρώμα βροχής. Ένα τραγούδι μ' ακατανόητα λόγια ακούγεται μέσα απ' το βιβλίο» λέει πάλι στο «Παλαιό Βιβλίο».
Μαθαίνω, τέλος, ότι τα ποιήματά της μόλις εκδόθηκαν στα γαλλικά...
«Οι μικρές αυτές νησίδες λόγου κλείνουν μέσα τους μια αδυσώπητη μοναξιά, μια απέραντη θλίψη που διαχέεται σε μικρούς κυματισμούς, διακριτικά, σχεδόν αθόρυβα, γι' αυτό και πειστικά» έγραψε για το έργο της ο Τάκης Μενδράκος.
«Αλλ' αυτό που αξίζει περισσότερο κι από τις λέξεις, περισσότερο κι από τις φωτοσκιάσεις των σημασιών, είναι ίσως η διάρθρωση του λόγου, η στίξη, η σύνταξη, ο τρόπος που σβήνει το κείμενο, πέφτοντας απότομα, αλλά δίχως ήχο ή βάρος, σ' ένα απροσδιόριστο βάθος, χωρίς να κλείνει, χωρίς να τελειώνει» έγραψε αντίστοιχα ο Ευγένιος Αρανίτσης.
Εγώ, πάλι, κριτικός δεν είμαι, μπορώ όμως να πω με βεβαιότητα ότι τόσο η αισθαντική γραφή της όσο και η γενικότερη «συνάντησή» μου με τη Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου και τον κόσμο της μου άγγιξαν την ψυχή με την αδυσώπητη απαλότητα της μύτης μιας βελόνας.
* Τα πεζοποιήματα της Νίκης-Ρεβέκκας Παπαγεωργίου «Του λιναριού τα πάθη - Ο Μέγας Μυρμηγκοφάγος» και το φωτορομάντζο «Οι δύο αδελφές» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Άγρα.