"Frantz", το ασπρόμαυρο ποίημα του Φρανσουά Οζόν για το δράμα των ηττημένων

"Frantz", το ασπρόμαυρο ποίημα του Φρανσουά Οζόν για το δράμα των ηττημένων Facebook Twitter
«Ο κύριος κανόνας του Χίτσκοκ είναι να κρατηθεί το ενδιαφέρον του θεατή, να βυθιστεί στην προσμονή και τις επιθυμίες που γεννιούνται από την ταινία» λέει ο Γάλλος σκηνοθέτης, ο οποίος, όπως και ο Βρετανός μετρ, ενθαρρύνει το κοινό να αγκαλιάσει την ηδονοβλεπτική του πλευρά.
1

Σταθερά και παραγωγικά, ο Φρανσουά Οζόν έχει χτίσει μια καριέρα σημαντικού μεγέθους που ξεκίνησε με πρόκληση (το «Sitcom» και το «Amants Criminels»), πέρασε από χαμηλόφωνα σχόλια στις ανθρώπινες σχέσεις, όπως στο αριστουργηματικό «Sous le sable», διέσχισε είδη, όπως η κωμωδία και το μιούζικαλ, με τις «8 Γυναίκες» και συνεχίζει, με ήρεμη φιλοδοξία, να καταπιάνεται με σοφιστικέ δράματα, διασκευάζοντας μυθιστορήματα, θεατρικά ή και ταινίες, όπως φέτος, στην περίπτωση του ερωτικού δράματος «Frantz», του Ερνστ Λιούμπιτς το παραγνωρισμένο «Broken Lullaby» του 1932, που με τη σειρά του βασιζόταν στον «Άνδρα που σκότωσα» του Μορίς Ροστάν, γιου του Εντμόν Ροστάν, συγγραφέα του περίφημου «Σιρανό ντε Μπερζεράκ».


Όπως μας εξήγησε στη συνάντησή μας στο ξενοδοχείο Excelsior, στο πλαίσιο του πρόσφατου Φεστιβάλ Βενετίας, είχε πρώτα διαβάσει το θεατρικό έργο, μετά από προτροπή ενός φίλου, και μόλις έμαθε πως είχε ήδη γυριστεί σε ταινία, εγκατέλειψε την ιδέα. «Πώς να ξεπεράσω τον Λιούμπιτς;», αναρωτήθηκε, αλλά αφού είδε την ταινία, διαπίστωσε πως διαποτίζεται από μια σχεδόν ειδυλλιακή σχέση ανάμεσα στη Γαλλία και στη Γερμανία, καθώς και από τον ιδεαλισμό του Μεσοπολέμου, μια γεμάτη δεκαετία μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, καθώς κανείς δεν ήταν σε θέση να προβλέψει έναν ακόμη παγκόσμιο πόλεμο που θα διαδεχόταν τον πρώτο, το επονομαζόμενο και «Μεγάλο». Ο Γερμανός σκηνοθέτης δεν είχε απομακρυνθεί από τη θεατρική πηγή, ενώ ο Οζόν δοκίμασε τροποποιήσεις, με σημαντικότερη την αλλαγή πλεύσης στο δεύτερο μέρος, δίνοντας την πρωταγωνιστική σκυτάλη στην Άννα. Στο ξεκίνημα, το βάρος πέφτει στον Αντριάν, έναν νεαρό Γάλλο που έρχεται στο χωριό του Γερμανού φίλου του λίγο μετά το 1918, αποθέτει λουλούδια στον τάφο του, γνωρίζεται με τους γονείς του νεκρού και τους μεταφέρει τις ανέμελες στιγμές που μοιράστηκαν ως σπουδαστές στο Παρίσι, και έρχεται κοντά στην αρραβωνιαστικιά του, μια κοπέλα που χρωστάει ευγνωμοσύνη στους γονείς του αγαπημένου της, τους οποίους και αισθάνεται ως δική της οικογένεια και τιμά με απόλυτη αφοσίωση.

Πολλοί κριτικοί επισήμαναν την αλληγορία για το πρόσφατο Brexit και ο Οζόν παραδέχτηκε πως, ενώ κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας δεν είχε καθόλου στον νου του τις πολιτικές συμπαραδηλώσεις, όντως το «Frantz» μιλάει ευκρινώς για την ξενοφοβία σε μια Ευρώπη που κινείται σε παράδοξες κατευθύνσεις και θυμίζει τόπο σε καιρό πολέμου.


Η υγρασία της σχέσης του Αντριάν με την Άννα περνάει από πολλά στάδια, μέχρι την τελική σκηνή, έτσι ώστε ο θεατής να μην ξέρει τι να υποθέσει: ποια ήταν η πραγματική σχέση των δύο φίλων; Άδολη ή ακόμη και ερωτική; Ποιες είναι οι προθέσεις του Αντριάν απέναντι στην Άννα; Είναι αυθόρμητη η έλευσή του σε έναν ξένο τόπο ή προϊόν τύψεων και δεύτερων σκέψεων; Έχουν δίκιο οι ηττημένοι, οργισμένοι ντόπιοι που τον υποπτεύονται και του φέρονται εχθρικά; Τέλος, πώς θα πορευτεί η Άννα όταν μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για τον χαρακτήρα του Αντριάν και για το τι ακριβώς συνέβη στο μέτωπο; Στο ίδιο φεστιβάλ, την προηγούμενη χρονιά, ο Μπράιαν ντε Πάλμα είχε εκμυστηρευθεί στο ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει για το έργο του ο Νόα Μπάουμπακ πως, ενώ πολλοί σφετερίζονται τον τίτλο του διαδόχου του Άλφρεντ Χίτσκοκ, μόνο αυτός συνέχισε να κάνει ταινίες χιτσκοκικές, ενώ οι υπόλοιποι απλώς φιλμ αλά Χίτσκοκ: «Ε, αφού το λέει ο Ντε Πάλμα, έτσι θα είναι!», απαντά με ελαφρά σκωπτικό ύφος ο Οζόν, ο οποίος έχει πλειστάκις δανειστεί τη χιτσκοκική τεχνική και θεματολογία, όποτε η περίσταση ευνοούσε το σασπένς στις ταινίες του. «Ο κύριος κανόνας του Χίτσκοκ είναι να κρατηθεί το ενδιαφέρον του θεατή, να βυθιστεί στην προσμονή και τις επιθυμίες που γεννιούνται από την ταινία», συνεχίζει ο Γάλλος σκηνοθέτης, ο οποίος, όπως και ο Βρετανός μετρ, ενθαρρύνει το κοινό να αγκαλιάσει την ηδονοβλεπτική του πλευρά. Στο «Frantz» τα διφορούμενα μυστικά ιντριγκάρουν με μεθοδευμένη εξέλιξη και η ταινία ουσιαστικά είναι μια αφηγηματική σπουδή πάνω στις πολλές διαστάσεις του ψέματος, του ερωτικού και, κατ' επέκταση, του πολιτικού. Όταν του λέμε πως η «Λευκή Κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε έρχεται αμέσως στον νου ως παράδειγμα προς σύγκριση, δεν αποφεύγει να σχολιάσει την ύπαρξη κοινών στοιχείων, αν και σπεύδει να διαχωρίσει την πνευματική και εικαστική (λόγω της επιλογής του ασπρόμαυρου έναντι του έγχρωμου) συγγένεια από το ίδιο το θέμα. Ο λόγος που ο Οζόν πίστεψε πως το χρώμα δεν θα εξυπηρετούσε την ιστορία του είναι γιατί η έλλειψή του τού φάνηκε πιο αυθεντική, πιο κοντά στην κινηματογραφική και πραγματική μνήμη, σαν τις παλιές φωτογραφίες ή τις αντίστοιχες ταινίες που βγήκαν από εκείνη την εποχή, αλλά και πιο ταιριαστό στο περιρρέον πένθος. Ωστόσο, όποτε αισθάνθηκε πως το στόρι έφερνε τους χαρακτήρες σε μια ζωτικότερη κατάσταση («όταν το αίμα άρχισε να κυλάει στις φλέβες τους, ακριβώς όπως η ζωή διαδέχεται τον θάνατο»), δεν δίστασε να εμπλουτίσει με χρώμα τις επιλεγμένες σκηνές, φροντίζοντας να αυξήσει τους ήχους που μέχρι τότε παρέμεναν «ταπεινοί», μακριά από τις τέλειες χολιγουντιανές παραγωγές, που επιμένουν να συμπεριφέρονται σε έργα εποχής σαν να είναι σύγχρονες περιπέτειες. Ο Οζόν εξήγησε επίσης πως ζήτησε από τον συνθέτη Φιλίπ Ρομπί να δημιουργήσει ένα σκορ πένθιμο και ελλειπτικό, από τον σκηνογράφο του να μελετήσει το έργο του Γερμανού ζωγράφου του 18ου αιώνα Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, μετανιώνοντας, στιγμιαία όμως, που δεν είχαν χρώμα τα τοπία του, και ταυτόχρονα πήρε την εύλογη απόφαση να γυρίσει σε φιλμ, για να αποφύγει το πρασίνισμα που επιφέρει το ψηφιακό στα φόντα.

"Frantz", το ασπρόμαυρο ποίημα του Φρανσουά Οζόν για το δράμα των ηττημένων Facebook Twitter
Ο λόγος που ο Οζόν πίστεψε πως το χρώμα δεν θα εξυπηρετούσε την ιστορία του είναι γιατί η έλλειψή του τού φάνηκε πιο αυθεντική, πιο κοντά στην κινηματογραφική και πραγματική μνήμη, σαν τις παλιές φωτογραφίες ή τις αντίστοιχες ταινίες που βγήκαν από εκείνη την εποχή, αλλά και πιο ταιριαστό στο περιρρέον πένθος.


Υποστηρικτής του Αλέν Γκιροντί, του Μπερτράν Μπονελό και του Κριστόφ Ονορέ, «του γαλλικού σινεμά που έχει κάτι να προτείνει», ο Φρανσουά Οζόν ομολόγησε τη συνάφειά του με τη γερμανική κουλτούρα, έχοντας κάνει ταξίδια με τους γονείς του από μικρός κι έχοντας αγαπήσει την τέχνη και τα γράμματα της γειτονικής χώρας. Πολλοί κριτικοί, ήδη από την επομένη της πρεμιέρας της ταινίας στη Βενετία, επισήμαναν την αλληγορία για το πρόσφατο Brexit και ο Οζόν παραδέχτηκε πως, ενώ κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας δεν είχε καθόλου στον νου του τις πολιτικές συμπαραδηλώσεις, όντως το «Frantz» μιλάει ξεκάθαρα για την ξενοφοβία σε μια Ευρώπη που κινείται σε παράδοξες κατευθύνσεις και θυμίζει τόπο σε καιρό πολέμου. Μία από τις αγαπημένες του σκηνές της ταινίας είναι όταν η Άννα βρίσκεται σε ένα καφενείο, ενώ επισκέπτεται τον Αντριάν στο Παρίσι, και, μόλις βλέπουν ένστολους να εισέρχονται, όρθιοι οι Γάλλοι θαμώνες τραγουδούν τη Μασσαλιώτιδα, αγνοώντας την προέλευση της έντρομης κοπέλας – μια ανατριχιαστική έξαρση αυθεντικού, φορτισμένου πατριωτισμού, σε κρίσιμο χρονικό σημείο. Τέλος, τόνισε πως ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο γι' αυτόν ήταν η κανονική χρήση της γλώσσας από τους ηθοποιούς του, τον Πιέρ Νινέ και την Πόλα Μπέερ, θεωρώντας πως οι σύγχρονοι θεατές δεν αποδέχονται εύκολα τα αγγλικά ως υποκατάστατο σε περιπτώσεις μεικτών διαλόγων. Μέσω αυτής της επιλογής πιστεύει πως η ελπίδα, ως αντίστιξη στον ζόφο και στον θάνατο, μεταδίδεται πειστικότερα.

"Frantz", το ασπρόμαυρο ποίημα του Φρανσουά Οζόν για το δράμα των ηττημένων Facebook Twitter
Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο γι' αυτόν ήταν η κανονική χρήση της γλώσσας από τους ηθοποιούς του, τον Πιέρ Νινέ και την Πόλα Μπέερ.
1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

The Review / «Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

Ο Γιάννης Βασιλείου και ο Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος, κριτικός στο Αθηνόραμα, αναλύουν τη νέα ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ, που μόλις κυκλοφόρησε στις αίθουσες και τρομάζει τους Αμερικανούς θεατές.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μην ανοίγεις την πόρτα

Οθόνες / «Μην ανοίγεις την πόρτα»: Το χειροποίητο αλλά καθόλου ερασιτεχνικό θρίλερ των Unboxholics

Η πρώτη τους ταινία είναι λογικό να αποτελεί τη συνισταμένη των επιρροών τους αλλά και τόσο παρήγορο να συνορεύει με ένα λιντσικό σύμπαν ψυχολογικού θρίλερ, αντί να αναπαράγει απότομες τρομάρες και δωρεάν ανατριχίλες. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
The Sympathizer: Όλοι οι πόλεμοι διεξάγονται δύο φορές, μία στο πεδίο της μάχης και μία  στη μνήμη

Daily / The Sympathizer: Όλοι οι πόλεμοι διεξάγονται δύο φορές, μία στο πεδίο της μάχης και μία στη μνήμη

Σατιρικό δράμα και περιπέτεια κατασκοπίας συγχρόνως, η νέα φιλόδοξη σειρά του HBO διαθέτει, ανάμεσα στα άλλα σημαντικά της ατού, τον Παρκ Τσαν-γουκ στη σκηνοθεσία και τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ σε τέσσερις διαφορετικούς ρόλους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Το νέο Χόλιγουντ των 80άρηδων στο Φεστιβάλ Καννών

Pulp Fiction / Το νέο Χόλιγουντ των 80άρηδων στο Φεστιβάλ Καννών

Ο Κόπολα πούλησε τα φημισμένα αμπέλια του και σκάρωσε ένα από τα ακριβότερα στοιχήματα στην ιστορία του σινεμά. Όμως, το Φεστιβάλ Καννών των auteurs και των κινηματογραφιστών αιχμής έχει τόση ανάγκη τους καταξιωμένους δημιουργούς μιας αλλοτινής εποχής;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιώργος Αρβανίτης: «Έλεγα "είμαι καλύτερος" και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Οι Αθηναίοι / Γιώργος Αρβανίτης: «Πείσμωνα για να γίνω ο καλύτερος και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Από μια νιότη γεμάτη αντιξοότητες, ο τροχός για εκείνον γύρισε, η ζωή του στράφηκε στο φως και έγινε βιβλίο. Η Ευρώπη τον ανακάλυψε από τις ταινίες του Αγγελόπουλου, στις ιστορίες του πρωταγωνιστούν ο Φίνος, ο Μαστρογιάνι και ο Κουροσάβα. Ο πολυβραβευμένος διευθυντής φωτογραφίας που ήταν «πάντα την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος» είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Εμφύλιος πόλεμος

Οθόνες / «Εμφύλιος πόλεμος»: Μυθοπλαστική εικασία ή ρεαλιστικό σενάριο;

Με μια φιλμογραφία γεμάτη ζόμπι, κλώνους και αποκυήματα φαντασίας, αυτή είναι η λιγότερο αλληγορική ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ που επιλέγει να μην εξηγήσει τις αιτίες του διχασμού, επιμένει σε μια πολιτική ασάφεια και δεν κατονομάζει τον Τραμπ.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Baby Reindeer: Ποτέ η φράση “sent from my iPhone” δεν έμοιαζε πιο τρομακτική

Daily / Baby Reindeer: Ποτέ η φράση «sent from my iPhone» δεν έμοιαζε πιο τρομακτική

Ισορροπώντας ανάμεσα στο θρίλερ, το κοινωνικό δράμα και τη μαύρη κωμωδία, η αυτοβιογραφική σειρά του Netflix αφηγείται με συνταρακτικό τρόπο μια αληθινή ιστορία κακοποίησης, μαζοχισμού και τραύματος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Γέλιο-κονσέρβα: Ο θάνατος του πιο απόκοσμου και μισητού ήχου στην τηλεόραση

Οθόνες / Γέλιο-κονσέρβα: Ο θάνατος του πιο απόκοσμου και μισητού ήχου στην τηλεόραση

Το laugh track στις κωμικές σειρές αντιπροσώπευε την ψευδαίσθηση μιας κοινότητας, αλλά τώρα ακόμη κι αυτή η ψευδαίσθηση έχει χάσει τη λάμψη της. Καμία σειρά με γέλιο-κονσέρβα δεν έχει κερδίσει το βραβείο Emmy καλύτερης κωμωδίας εδώ και σχεδόν 20 χρόνια.
THE LIFO TEAM
Σάκης Καρπάς: «O κόσμος θα μας πει να συνεχίσουμε ή θα μας στείλει σπίτι μας»

Οθόνες / Unboxholics: «O κόσμος θα μας πει να συνεχίσουμε ή θα μας στείλει σπίτι μας»

Καθώς το «Μην ανοίγεις την πόρτα», το σκηνοθετικό ντεμπούτο των Unboxholics, ετοιμάζεται να βγει στις αίθουσες, ο Σάκης Καρπάς μας μιλά για το δάσος και άλλα πράγματα που τους τρομάζουν, για αγαπημένες ταινίες και games τρόμου, αλλά και για την άδικη δαιμονοποίηση των gamers.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Γιατί επιστρέφουμε συνεχώς στο σινεμά των 90s;

Pulp Fiction / Γιατί επιστρέφουμε συνεχώς στο σινεμά των '90s;

Είναι η δεκαετία του '90 η καλύτερη όλων στο σινεμά; Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος συζητά με την κριτικό και αρθρογράφο της LiFO Ειρήνη Γιαννάκη για τη δεκαετία που ξεκίνησε με το «Pretty Woman», το «Goodfellas», το «Χορεύοντας με τους λύκους» και το «Μόνος στο σπίτι» και έκλεισε με τα «Μάτια ερμητικά κλειστά», την «Έκτη αίσθηση», το «Matrix» και το «Fight Club».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Ghostwatch»: H ταινία τρόμου που προκάλεσε πανικό στο βρετανικό κοινό

Οθόνες / «Ghostwatch»: Γιατί αυτή η ταινία τρόμου προκάλεσε πανικό στο βρετανικό κοινό το 1992;

H κυκλοφορία του «Late Night with the Devil» στους κινηματογράφους ξαναφέρνει στην επικαιρότητα μια πρωτοποριακή και πέρα για πέρα ανατριχιαστική δημιουργία του BBC, που προκάλεσε πανικό και ακραίες αντιδράσεις στη Βρετανία το 1992, οδηγώντας έναν νεαρό τηλεθεατή στην αυτοκτονία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Πάτρικ Τατόπουλος: Ο designer που σχεδίασε το Μπάτμομπιλ, τον Γκοτζίλα και έναν δονητή για το «Seven»

Οθόνες / Πάτρικ Τατόπουλος: Ο designer που σχεδίασε το Μπάτμομπιλ, τον Γκοτζίλα και έναν δονητή για το «Seven»

Ο διάσημος Ελληνογάλλος σκηνογράφος του Χόλιγουντ μιλά στη LiFO για την τέχνη του, για το «Independence Day», το «Dark City», το «Poor Things» και την «Barbie», και για τότε που ο Φίντσερ του ζήτησε να του σχεδιάσει έναν δονητή.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Back to Black»: Aξίζει η κινηματογραφική βιογραφία της Έιμι Γουάινχαουζ

The Review / «Back to Black»: Είναι η ταινία για την Έιμι Γουάινχαουζ αντάξια του μύθου της;

Ο Γιάννης Βασιλείου και ο Άκης Καπράνος είδαν την ταινία της Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον μέχρι τέλους, επιβίωσαν και βρέθηκαν στο στούντιο της LiFO για να συζητήσουν για την εμπειρία τους και για τα στοιχεία που κάνουν καλή μια κινηματογραφική μουσική βιογραφία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ