Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο

Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
0

Η πρώτη μου γνωριμία μαζί του έγινε λίγα χρόνια πριν, όταν φίλος μού έφερε τον Ήλιο με Δόντια. «Άλλος ένας επίδοξος συγγραφέας; Βαριέμαι...», του έκανα. «Ο Μακριδάκης είναι περίπτωση, διάβασέ τον!», επέμενε. Άνοιξα μάλλον άκεφα την πρώτη σελίδα και... αυτό ήταν. Το βιβλίο έφυγε απνευστί, ενθουσιάζοντας εμένα, τον «άπιστο Θωμά», με την περίτεχνη, αλλά καθόλου δήθεν γλώσσα, το ύφος, τη λεξιπλαστική ικανότητα, την ευρηματικότητα και τις πυκνές ιδέες που πραγματευόταν. Αναζητώντας την υπόλοιπη βιβλιογραφία του, αλλά και περισσότερα στοιχεία γι' αυτόν, συνέχισα να εντυπωσιάζομαι όχι μόνο από τις λογοτεχνικές του επιδόσεις, αλλά και από τις αντίστοιχες είτε παρεμβατικές στον δημόσιο λόγο, είτε ακτιβιστικές, βασισμένες πάντα στην κοσμοθεωρία του περί «Φυσικού Ανθρώπου» που όχι μόνο πρότεινε, αλλά και ζούσε – ναι, τα είχα ξανακούσει αυτά και εν πολλοίς τα ασπαζόμουν, όμως εδώ δεν επρόκειτο για άλλη μια «φλύαρη» ουτοπία αλλά για εφαρμοσμένη ευτοπία! Από τότε επιθυμούσα σφόδρα να του κάνω μια συνέντευξη-πορτρέτο –οι συναντήσεις με τέτοιους ξεχωριστούς ανθρώπους είναι εξάλλου ένας από τους κύριους λόγους που εξακολουθώ να αγαπώ τη δουλειά μου–, όμως στο πρώτο e-mail δεν απάντησε, οπότε σκέφτηκα ότι με «σνόμπαρε». Τρία χρόνια μετά και έχοντας συναντηθεί πριν στην αθηναϊκή παρουσίαση του τελευταίου του –συναρπαστικού όσο και σημαδιακού– μυθιστορήματος Όλα για Καλό, οπότε και με προσκάλεσε στον τόπο του, αποκαλύφθηκε ότι το e-mail είχε παραπέσει ή, όπως καταλήξαμε, απλώς δεν είχε έρθει το «πλήρωμα του χρόνου», που για εκείνον κατέφθασε φέτος: αφενός κλείνει έναν προσωπικό και δημιουργικό κύκλο εικοσαετίας, αφετέρου πέρασε μια δύσκολη χρονιά που τον έκανε να αναθεωρήσει πολλά. Όμως, δεν βαριέσαι, «όλα γίνονται πάντα για καλό» και το καλό, άμα το υπηρετείς πιστά, βρίσκει, λένε, τον τρόπο να σε ανταμείβει.

Μας περιμένει στο αεροδρόμιο με το παλιό, χιλιοταλαιπωρημένο, αλλά ακόμα αξιόπιστο Suzuki Samurai που αφήνει πάντα ξεκλείδωτο, και τη Ράκα, μια τσαχπίνα ημίαιμη που τον συντροφεύει από τον Δεκέμβριο: «Έχοντας χάσει πέρσι τον Μάρτη ένα γκριφόν, με το οποίο ήμασταν αχώριστοι τα τελευταία δεκατρία χρόνια, έλεγα "δεν ξαναπαίρνω σκυλί...". Τη Ράκα, που τη βάφτισα έτσι από μια οικογένεια προσφύγων από την ομώνυμη πόλη της Συρίας που φιλοξενούσα και γνωριστήκαμε τη μέρα που την υιοθέτησα, μου τη «φορτώσανε» αρχικά με το... ζόρι, που λένε! Μαθητές γνωστής μου καθηγήτριας τη βρήκανε παρατημένη, κυνηγημένη και σχεδόν κουτσή κάτω στην πόλη και ψάχνανε καταφύγιο. Την πήγαμε σε κτηνίατρο, τη γιάναμε, της πήραμε και φάρμακα και είπα "εντάξει, θα την κρατήσω ώσπου να αναρρώσει". Όπως βλέπετε, όμως, ήρθε για να μείνει!».

Ήρθαν οι ΜΚΟ, αυτό το άλλοθι ενός συστήματος που το ίδιο, με τους πολέμους του, τις καθιστά αναγκαίες, και μετατρέψανε την αλληλεγγύη σε έμμισθη υπόθεση... Μικρές ή μεγάλες, όλες αυτές οι οργανώσεις έχουν την ίδια λογική, της κερδοφόρας επένδυσης στη δυστυχία.

Μεγάλη πόλη η Χίος, έχει κάπου 30.000 μόνιμους κατοίκους – 60.000 όλο το νησί. Η μεγάλη ναυτική της παράδοση δημιούργησε, λέει, μια εύρωστη αστική τάξη που ευνόησε τις τέχνες και τα γράμματα και καλλιέργησε ευαισθησίες. «Δεν ξέρω πού αλλού στην επαρχία θα μπορούσα να επιβιώσω μόνο από το γράψιμο, να εκδίδω επί 14 συνεχή χρόνια ένα περιοδικό τοπικού ενδιαφέροντος, όπως το "Πελινναίο", να ζω από τα βιβλία μου πριν καν γίνω γνωστός παραέξω... Όχι ότι δεν υπάρχουν κι εδώ "στραβοί", "ανάποδοι", αναπτυξιολάγνοι, φασιστόμουτρα, έμμισθοι ρουφιάνοι κ.λπ., όμως ευτυχώς δεν ορίζουν αυτοί τον τόπο». Τόπος που τα καλοκαίρια γέμιζε κάποτε τουρίστες, Δυτικούς αλλά και πολλούς Τούρκους – «μια δρασκελιά είναι ο Τσεσμές, φτάνεις και κολυμπώντας, το κάνουν και πρόσφυγες, το κάνανε αντίστροφα και πολλοί Χιώτες πρόσφυγες στην Κατοχή για να γλιτώσουν την πιθανολογούμενη υποχρεωτική επιστράτευση καθώς και την πείνα, που εδώ ήταν χειρότερη απ' ό,τι στην Αθήνα» συνεχίζει. «Καταλήξανε άλλοι Κύπρο, Συρία και Λίβανο, άλλοι Αιθιοπία και Κονγκό. Οι νοικοκυραίοι της πόλης ξεπουλάγανε, προτού φύγουν, το βιος τους στους χωριάτες, τους μόνους που ήξεραν να επιβιώσουν έστω δύσκολα – εκείνοι πάλι δεν ξέρανε τι να κάνουν με τα πιάνα, βάζανε, λέει, μέσα το λοιπό άχυρο και πουλάδες να κλωσάνε, ενώ με τις γραβάτες των αφεντάδων, άχρηστες γι' αυτούς, δένανε τις κατσίκες!».

Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
Βλέποντας, λέει, το 2009 την κρίση να ζυγώνει, αφυπνίστηκε. Με ό,τι οικονομίες είχε αγόρασε αυτά εδώ τα καταλύματα, τα ανακαίνισε και βάλθηκε να ζει με ελάχιστα μεν, πλουσιοπάροχα δε. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Με την έκρηξη του προσφυγικού ο τουρισμός έπεσε αισθητά, όμως οι Χιώτες στην πλειονότητά τους στάθηκαν φιλόξενοι και αλληλέγγυοι – οι λίγοι που δημιούργησαν προβλήματα απομονώθηκαν, «είχαμε και συλλήψεις για τις περσινές επιθέσεις στο κέντρο υποδοχής της Σούδας πλάι στα τείχη της παλιάς πόλης» μας λέει καθώς περνάμε από εκεί διασταυρωνόμενοι με πρόσφυγες –που με τις ανεπαρκείς υποδομές σε Σούδα και ΒΙΑΛ υπερπλήρεις, κατασκηνώνουν πια απέξω, στο ύπαιθρο– και ξένους, κυρίως, εργαζόμενους σε ΜΚΟ. Λίγο παρακεί, στο λιμάνι, αγκυροβολεί η Frontex. «Ήρθαν οι ΜΚΟ, αυτό το άλλοθι ενός συστήματος που το ίδιο με τους πολέμους του τις καθιστά αναγκαίες, και μετατρέψανε την αλληλεγγύη σε έμμισθη υπόθεση. Μικρές ή μεγάλες, όλες αυτές οι οργανώσεις έχουν την ίδια λογική, της κερδοφόρας επένδυσης στη δυστυχία. Έχουν, εντούτοις, εμπειρία και τεχνογνωσία πολύτιμη. Με δεδομένο το μέγεθος της προσφυγιάς και την ανικανότητα της Πολιτείας, η κατάσταση θα είχε ξεφύγει εντελώς... Έπειτα, αυτοί δίνουν πια ζωή εδώ, αυτοί και οι λογής Έλληνες και ξένοι ένστολοι. Αν και μόνο το ελληνικό κράτος δεν κάνει κουμάντο στη Χίο...», μονολογεί.

Βγαίνοντας από την πόλη, κατευθυνόμαστε βορειοδυτικά για Βολισσό, όπου βρίσκεται η μικρή του ευτοπία. Ανηφορίζουμε τα βουνά, έχοντας στα βορινά μας την ύψους 1.297 μ. κορφή του επιβλητικού Πελινναίου, ζωοδότη του νησιού ολάκερου, χάρη στα νερά που κατεβάζει, όπως ακούμε. Από κει εμπνεύστηκε και το ομώνυμο περιοδικό, «απότοκο» του Κέντρου Χιακών Μελετών που είχε ιδρύσει το 1997. Φιλοξενούσε θέματα και ρεπορτάζ για αρχαιολογικά και φυσικά μνημεία, ιστορικά στοιχεία κ.λπ., όμως το καλύτερο, λέει, ήταν οι ιστορίες ανθρώπων που κατέγραφε, αναδεικνύοντας μέσω αυτών τον ιστορικό, φυσικό, γεωλογικό και ανθρώπινο πλούτο του νησιού. Αρχικά έτρεχε μόνος, με χίλιες δυο δυσκολίες. Στην πορεία συνάντησε θερμή ανταπόκριση, βρέθηκαν άξιοι συνεργάτες, γενναιόδωροι χορηγοί, πάνω όμως που η κατάσταση είχε στρώσει, το 'κλεισε! «Αν δεν παθιάζομαι πια με κάτι, το παρατάω. Άφησε, πάντως, εποχή. Μέχρι... σκουπιδολόγο πλήρωνα, να αναδεύει τα σκουπίδια ανά το νησί, αναζητώντας τυχόν πολύτιμα ευρήματα ή πληροφορίες – δεν φαντάζεσαι τι αλιεύεις από τέτοιες πηγές!».

Η άσφαλτος στο άγονο, άγριο ορεινό τοπίο που διασχίζουμε πάει σχεδόν παράλληλα με τον παλιό τουρκικό δρόμο, περιπατητικό μονοπάτι σήμερα, με το 18ο χιλιόμετρό του να το οριοθετεί ένας σωζόμενος οθωμανικός οδοδείκτης. Εξού και το όνομα της περιοχής: 18. Εδώ, στην άκρη του πουθενά, με τους παγωμένους χειμώνες και τα πυρωμένα καλοκαίρια, θέλουν οι Αρχές να στήσουν το νέο διαμετακομιστικό κέντρο, όπου θα τσουβαλιάζονται όσοι πρόσφυγες και μετανάστες κριθούν «μη δικαιούμενοι» άσυλο, όσοι επαναπατρίζονται αλλά και οι παραβατικοί. «Ακόμα και τους λεπρούς, παλιότερα, εδώ τους φρόντιζαν καλύτερα...», λέει, αναφερόμενος στο πρότυπο Λεπροκομείο (ή Λωβοκομείο) Χίου που λειτουργούσε εδώ μέχρι το 1957, ένα πολυτελές, κάποτε, κτίριο-στολίδι, ρημαγμένο δυστυχώς σήμερα, που αναδεικνύει και στο τελευταίο βιβλίο του. «Είναι επιπλέον σαν, προκειμένου να ξεφορτωθείς κάποιον "ανεπιθύμητο", να τον βάζεις όχι απλώς στην ταράτσα αλλά μέσα στο ντεπόζιτο του νερού σου!», σαρκάζει, επισημαίνοντας και τον κίνδυνο ρύπανσης του υδροφόρου ορίζοντα από έναν αμφίβολων υποδομών καταυλισμό σε υψόμετρο 700 μ. Ένας άλλος βαθύς του καημός είναι η μεγάλη πυρκαγιά που κατέκαψε πέρσι τη νότια Χίο, καταστρέφοντας ό,τι απέμεινε από την αντίστοιχη του '12. «Αμφιβάλλω πια αν θα συνέλθει ποτέ το οικοσύστημα του νησιού μας...», λέει συννεφιασμένος.

Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Μ' αυτά και μ' εκείνα, φτάνουμε στην όμορφη Βολισσό στη δυτική ακτογραμμή, 42 χλμ. από την πόλη της Χίου. Εδώ «μονάζει» την τελευταία επταετία, αφότου απαρνήθηκε όχι μόνο την Αθήνα, όπου έζησε φοιτητής –σπούδαζε στο Μαθηματικό στην Πάτρα, σπάνια όμως πατούσε εκεί– και καθηγητής ύστερα σε φροντιστήρια, αλλά και την πρωτεύουσα του νησιού, όπου το πατρικό του (μικρασιατική η οικογενειακή καταγωγή, με χιώτικη ρίζα όμως από τη μητρική πλευρά). Ψηλά, στη γειτονιά του βυζαντινού κάστρου, στέκει το χειμερινό του «γιατάκι» – το θερινό, όπου κατευθυνόμαστε, βρίσκεται στον Ροδώνα, το κατάφυτο επίνειο του χωριού. Εδώ βρίσκεται ο μακριδάκειος φυσικός αγρός «Σπουδαία τα Λάχανα», όπως μας πληροφορεί η ξύλινη επιγραφή πάνω από το πηγάδι. «Λάχανα» με την ομηρική έννοια, που περιλαμβάνει κάθε χορταρικό, διευκρινίζει. Από μακριά μοιάζει αφρόντιστος λόγγος, λίγο όμως να τον περιηγηθείς διαπιστώνεις έκθαμβος πόσους μικρούς θησαυρούς κρύβει, «από εκείνους τους πραγματικούς, τους ανεκτίμητους που δωρεάν μπορεί να μας παρέχει η ζωή και που δεν χάνουν ποτέ σε αξία!». Ακολουθεί, λέει, τις αρχές του Φουκουόκα (1913-2008), την «Επανάσταση του ενός αχύρου» που εκείνος ο βαθιά φιλοσοφημένος Ιάπωνας κήρυξε: φυσική καλλιέργεια με παραδοσιακές ποικιλίες σπόρων, χωρίς οργώματα, φυτοφάρμακα, λιπάσματα, μόνο ένα στοιχειώδες βοτάνισμα. Η φύση, έλεγε, είναι τέλεια καθαυτή, τα προβλήματα ξεκινάνε όταν ο άνθρωπος επεμβαίνει προκειμένου να μεγιστοποιήσει το προσωπικό του όφελος. «Τρέφομαι με ό,τι παράγω και καταφέρνω να έχω συνέχεια ένα κτήμα γεμάτο φαΐ... Ξέρεις πόσοι θα μπορούσαμε να κάνουμε το ίδιο, εξασφαλίζοντας διατροφική αυτάρκεια;».

Πράγματι, τι δεν έχει φυτέψει εδώ: ελιές, ξινόδεντρα, ροδιές, βερικοκιές, μπουρνελιές, κλήματα, αβοκάντο, αγκινάρες, σπαράγγια, ένα σωρό κηπευτικά, μυρωδικά και βοτάνια ανάλογα με την εποχή! Μαστιχόδεντρα μόνο δεν έχει, αυτά φύονται νότια. Το κτήμα είναι μόλις ένα στρέμμα, αλλά χάνεσαι κυριολεκτικά μέσα του. «Ναι, τρώω και ψάρι, το κρέας πάλι σπάνια, μόνο κοτόπουλο χωριάτικο σούπα, άμα φτιάξει η μάνα ή κάνας φίλος γείτονας μπορεί να δοκιμάσω». Υπήρξε, μας λέει, όχι απλώς χορτοφάγος, αλλά αποκλειστικά ωμοφάγος επί τέσσερα χρόνια –«την είχα δει ότι έτσι θα ενσωμάτωνα το δικό μου DNA σε αυτό του αγρού!»–, «νέρωσε» όμως λίγο το κρασί του όταν διαπίστωσε ότι έτσι είχε διατροφικές ελλείψεις. Εξακολουθεί, βέβαια, να τρέφεται κατά βάση με φρούτα και λαχανικά, που τα συνοδεύει συνήθως με αναποφλοίωτο ρύζι, τυρί κατσικίσιο, παξιμάδι ή ζυμωτό ψωμί, ωμό βιολογικό λάδι κι ελιές από τον μικρό του ελαιώνα λίγο παραπάνω, κάνα καλό κρασάκι πότε-πότε. Αποφεύγει αλάτι, ζάχαρη, καφέ, μπαχαρικά –εξόν από τις δικές του καυτερές πιπεριές– όπως και οτιδήποτε επεξεργασμένο, δεν θα αρνηθεί όμως μια «σχολική» τυρόπιτα σφολιάτα ή ένα σπιτικό παγωτό. «Έκανα πρόσφατα και τη μικρή μου τεχνολογική επανάσταση. Έβαλα ποτιστικό με χρονοδιακόπτη!», καμαρώνει.

Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
Μας περιμένει στο αεροδρόμιο με το παλιό, χιλιοταλαιπωρημένο, αλλά ακόμα αξιόπιστο Suzuki Samurai που αφήνει πάντα ξεκλείδωτο, και τη Ράκα, μια τσαχπίνα ημίαιμη που τον συντροφεύει από τον Δεκέμβριο Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Πώς και γιατί έφαγε όμως αυτήν τη φλασιά; Ήτανε, λέει, ένα μαγιάτικο πρωί, στα 27 του χρόνια, όταν, αντικρίζοντας εαυτόν στον καθρέφτη, συνειδητοποίησε ότι όχι, δεν ήταν φτιαγμένος να ζει για να δουλεύει, να δουλεύει δίχως να προλαβαίνει να ζει. Δεν άξιζε. Έβαλε τα κλάματα κι αντί για τη δουλειά, πήγε στην εφορία για διακοπή εργασιών. Αποφάσισε ότι η επιστροφή στη φύση ήταν το μόνο πραγματικό μέλλον κι ας μην είχε ως τότε ιδιαίτερη επαφή μαζί της. Αφού η αρχική του πρόθεση να πάρει καΐκι και να γίνει ψαράς δεν ευοδώθηκε, άρχισε να την ψάχνει με τη φυσική καλλιέργεια. Ανακατεύτηκε με οικολογικές ομάδες, πολιτιστικούς συλλόγους, συμμετείχε σε δράσεις κατά της κακώς νοούμενης ανάπτυξης που πλουτίζει λίγους και για λίγο, χαντακώνοντας τους πολλούς. «Σώσαμε πολλά. Γλιτώσαμε προστατευόμενα μέρη όπως το δέλτα του ποταμού Μαλαγγιώτη εδώ παρακάτω που μπάζωνε ιδιώτης παράνομα, σταματήσαμε άχρηστους δρόμους, την οικοδόμηση μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων σε παραλίες παρθένες, εκθέσαμε υστερόβουλους πολιτικούς και ιδιοτελή οικονομικά συμφέροντα». Ο ίδιος αφενός βρήκε στήριξη, αφετέρου έγινε δακτυλοδεικτούμενος ως ο «κακός» που «δεν μας αφήνει να κάνουμε τη δουλειά μας». Υπήρξαν συκοφαντίες, απειλές, μέχρι οι τοπικές εφημερίδες τον είχαν «επικηρύξει», αλλά ο Γιάννης εκεί, «αγύριστο κεφάλι»!

Άρχισε έπειτα να σκαλίζει επίμονα το παρελθόν του νησιού – οκτώ χρόνια έφαγε στη Βιβλιοθήκη του Κοραή, κάνοντας πρωτογενή έρευνα. «Όργωσε» αμέτρητες φορές το νησί συζητώντας, φωτογραφίζοντας, παρατηρώντας, καταγράφοντας, έκανε από ορειβασία μέχρι σπηλαιοκαταδύσεις. Έτσι προέκυψε το περιοδικό «Πελινναίο» αρχικά, η λογοτεχνία ύστερα, για την οποία είχε, πλέον, άπειρες αφορμές. «Αυτό που κυρίως με απασχολεί στα βιβλία μου είναι ο θάνατος και η φύτρα των ανθρώπων» θα πει. Ήτανε μέχρι τη Β' Γυμνασίου παπαδοπαίδι, γι' αυτό οι τόσες του αναφορές σε παπάδες, καλογέρους και κηδείες: «Ύστερα ξέκοψα από την Εκκλησία... Καμιά φορά σκέφτομαι ότι αυτό που ονομάζουμε Θεός είναι το χάος καθαυτό του πλανητικού και του συμπαντικού μας οικοσυστήματος. Το θείο τούτο στοιχείο το βλέπεις κάποτε στα μάτια ενός σκύλου, στο πώς πίνει νερό ένα πουλί, στις αδύναμες, ευάλωτες στιγμές των πλασμάτων» λέει, δείχνοντάς μας τα χελιδόνια που «όλα μαζί, σαν ένας τεράστιος ανεμιστήρας, κάνουν μεγάλους κύκλους και βουτιές πάνω από το κεφάλι μου κάθε πρωί και απόγευμα... Το χωράφι μου, βλέπεις, είναι το μόνο "ζωντανό" στην περιοχή, αφού δεν οργώνω ούτε "καθαρίζω», σπέρνω δε συνεχώς πολλά είδη σπόρων. Δημιουργείται έτσι, άνοιξη προς καλοκαίρι ειδικά, ένα ζουγκλώδες οικοσύστημα που φυσικά το προτιμούν τα πουλιά. Ο ήχος των φτερών και τα κοφτά τους τιτιβίσματα, καθώς τσιμπούν έντομα κι αγάλλονται, αγαλλιάζουν κι εμένα. Στέκω με το κεφάλι ψηλά και τα χαίρομαι!».

Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Βλέποντας, λέει, το 2009 την κρίση να ζυγώνει, αφυπνίστηκε. Με ό,τι οικονομίες είχε αγόρασε αυτά εδώ τα καταλύματα, τα ανακαίνισε και βάλθηκε να ζει με ελάχιστα μεν, πλουσιοπάροχα δε. «Χειμώνα προς άνοιξη είναι που ησυχάζω κάπως και το ρίχνω στο γράψιμο, στο διάβασμα και στα αγροτικά, τα καλοκαίρια έχω πάντα κόσμο, φίλους, μαθητές... Όχι, δεν διαθέτω τηλεόραση ούτε και ραδιόφωνο πια. Για ενημέρωση μου αρκεί το Διαδίκτυο, για μουσική οι φυσικοί ήχοι. Τέχνες, σινεμά, θέατρο δεν μου λείπουν καν, με γεμίζει απόλυτα η καθημερινότητά μου. Τώρα, για την κρίση καθαυτή, τι να πω! Υπήρξαμε, πράγματι, πολλοί από μας ελαφριοί, ασύδοτοι και φιλοχρήματοι στις καλές μέρες, όμως ο ακόμα πιο ακραίος φιλελευθερισμός της ασφυκτικής λιτότητας για τους πολλούς και του αγοραίου πλουτισμού για τους λίγους συν η ασύδοτη, πλέον, ιδιωτικοποίηση και καταλήστευση των φυσικών πόρων που μας συστήνουν ως αντίδοτο –οι μνημονιακές πολιτικές δηλαδή– είναι όχι θεραπεία, αλλά αρρώστια χειρότερη, ανίατη».

Βολτάροντας την επομένη στην κοντινή παραλία των Μαγεμένων, θαυμάζουμε τους εντυπωσιακούς παλιούς μεταλλικούς ή ξύλινους μάγγανους που διαθέτουν πολλά κτήματα. «Είναι από τα αριστουργήματα της χιώτικης παράδοσης, αυτά και κάποια παλιά κτίρια. Καμιά σχέση με νεοελληνικές κουτσουλιές, σαν αυτή εκεί πάνω» λέει, δείχνοντάς μας μια νεοπλουτίστικη βίλα-«τούρτα» στον απέναντι λόφο. Μας δείχνει έπειτα το καταπατημένο πριν οικόπεδο ενός beach bar που μπάζωνε και το ποτάμι που εκβάλλει εκεί, χώρο που σήμερα, μετά τις κινητοποιήσεις, ελευθερώθηκε και σκέφτονται να αξιοποιούν εναλλακτικά ο δήμος και ο τοπικός πολιτιστικός σύλλογος. Οι δράσεις αυτές στις οποίες συμμετείχε, επισύροντας τη μήνη κάποιων ντόπιων με συμφέροντα, ματαίωσαν κι έναν παράνομο, περιττό παραθαλάσσιο δρόμο. Όχι, δεν ξέρει αν θα επαναλάβει φέτος τα λογοτεχνικά σεμινάρια του περίφημου Απλεπιστημίου που είχε ιδρύσει σε υπαίθριο χώρο, παραχωρημένο από τους προσκόπους: «Αφενός ο χώρος δεν διατίθεται πια και το κτήμα δεν μας χωράει, αφετέρου νιώθω κι εγώ λίγο άδειος. Κλείνω, βλέπεις, φέτος έναν εικοσαετή κύκλο ζωής, ήτανε κιόλας μια πολύ δύσκολη χρονιά η περσινή...».

Ναι, ψήφισα και Τσίπρα, το '12, όχι όμως ξανά, καθώς γρήγορα αντιλήφθηκα τις μπλόφες του. Καθοριστικό σημείο υπήρξε μια ομιλία του στο Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, νομίζω, όπου εκθείαζε ένα χρεοκοπημένο μοντέλο ανάπτυξης. Κατάλαβα τότε ότι δεν υπήρχε ελπίδα, ότι θα ασπαζόταν οτιδήποτε για να επιπλεύσει.

Ήτανε, πράγματι. Προ μηνών έχασε τον πατέρα του, που παρά τη μάλλον μακρινή τους σχέση τον στενοχώρησε: «Η αλήθεια είναι πως όντας ορφανός, δεν ήξερε πώς να φερθεί στον γιο του. Με απόπαιρνε, αποθάρρυνε τα θέλω μου... Ήταν και ναυτικός, που σημαίνει ότι βλεπόμασταν αραιά. Η σχέση αυτή με διαμόρφωσε, με όλα τα καλά και τα κακά της. Με τη μάνα, τώρα, διατηρώ την κλασική σχέση γιου και Ελληνίδας μάνας!». Πέρσι ήταν επίσης η χρονιά που χώρισε με την κοπέλα του, τη Στάθια, ένα πρόσωπο-καταλύτη στη ζωή του την τελευταία δεκαετία – της έχει κιόλας αφιερώσει πολλά βιβλία του. «Ήταν σκληρό και για τους δυο μας, ίσως όμως έπρεπε να γίνει έτσι...». Λίγο καιρό μετά πέθανε ο Μάρτης, «όχι τόσο από γεράματα, όσο από μαράζι δίχως το ένα του αφεντικό...», ενώ και λογοτεχνικά νιώθει μετέωρος: «Ολοκληρώνοντας το Όλα για Καλό, αισθάνομαι ότι τα έχω πει όλα πια! Ξέρεις, όμως, τι; Αν δω ότι στερεύω από έμπνευση, απλώς θα σταματήσω – έχω άλλα πράγματα που με γεμίζουν. Δεν είμαι ματαιόδοξος, δεν κυνηγάω χίμαιρες, ούτε έχω κάποια ανάγκη για αυτοεπιβεβαίωση. Προέχουν η ψυχική ηρεμία και η πνευματική μου διαύγεια. Εδώ μου προτείνουν εβδομαδιαία στήλη και αρνούμαι, με αγχώνουν οι ευθύνες, οι προθεσμίες κ.λπ. Ναι, τη βαριέμαι και τη Χίο καμιά φορά, όμως προς το παρόν εδώ πορεύομαι. Αν έφευγα ποτέ, θα διάλεγα Πήλιο ή Νομό Χανίων – είναι, φίλε, τρελή ελευθερία η φυσική ζωή, δεν θα άντεχα σε πόλη! Βέβαια, όσο αυτάρκης, ένα ταίρι το χρειάζεσαι. Είναι δύσκολη η μοναξιά, συναισθηματικά και πρακτικά». Όχι πως φαντάζεται τον εαυτό του γαμπρό ή τυπικό οικογενειάρχη, τον τρόμαζε, λέει, πάντα η προοπτική της τεκνοποίησης: «Ίσως δεν βρέθηκε η κατάλληλη γυναίκα – με τη Στάθια δεν θέλαμε απογόνους. Αν, πάλι, βρεθεί, ίσως να μη θέλω πια εγώ!». Έτρεφε, λέει, εντούτοις, ανέκαθεν αισθήματα στοργής και φροντίδας απέναντι στους ηλικιωμένους. «Τα γερόντια που συναναστρεφόμουν εξερευνώντας το νησί δεν τα έβλεπα ως εκμεταλλεύσιμες πηγές, νοιαζόμουν προσωπικά, βοηθούσα, αν χρειαζόταν και μπορούσα. Η αγάπη τέτοιων ανθρώπων αλλά και η μικρή μου συμβολή στη διαμόρφωση συνειδήσεων είναι η ανταμοιβή μου – υπήρξαν άνθρωποι, μαθητές μου κυρίως που χρόνια μετά, σε τυχαίες συναντήσεις μας, μου έλεγαν πόσο με ευγνωμονούν, ακολουθώντας πια τον δικό μου δρόμο... Δεν νιώθω κάποιο είδος γκουρού, αλίμονο, χαίρομαι όμως να δίνω ερεθίσματα ικανά να αλλάζουν συνειδήσεις. Άλλωστε, η πραγματική επανάσταση είναι βασικά αξιακή. Το κυρίαρχο χρηματοοικονομικό σύστημα είναι ένα υδροκέφαλο, αδηφάγο τέρας που φουσκώνει διαρκώς, εκτοπίζοντας ανθρώπους και φυσικούς πόρους, απειλώντας τη βιοποικιλότητα, το κλίμα, εξαντλώντας το οικοσύστημα. Σκέτη παράνοια! Όμως στη Γη ήρθαμε για να συμμετάσχουμε στο θαύμα που συμβαίνει γύρω μας καθημερινά, όχι για να μεγαλώνουμε φούσκες. Χρειάζεται να επιστρέψουμε στον φυσικό εαυτό μας, να συνειδητοποιήσουμε ότι "ναι", υπάρχει ευημερία και δίχως ανάπτυξη. Όχι, δεν είμαι πριμιτιβιστής, ούτε ανώδυνος περιβαλλοντιστής. Πιστεύω, αντίθετα, ότι ακριβώς χάρη στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο μπορούμε σήμερα να διαχειριστούμε ατομικά και συλλογικά τους φυσικούς μας πόρους καλύτερα από ποτέ. Ο ενεργοβόρος γιγαντισμός, ο υπερκαταναλωτισμός, ο ιδιωτεύων ανθρωποκεντρισμός, έχουν τελειώσει. Ο κοινοτισμός, η κοινοκτημοσύνη, η συνδιαχείριση, η συνύπαρξη, η συν-χώρηση, η οικολογική συνείδηση, η επιστροφή στη μικρή κλίμακα, στην ήπια ανάπτυξη, στο ανθρώπινο μέτρο, αυτά είναι το μέλλον, εκεί είναι οι επαναστάσεις, τα πολλά μικρά βήματα που μαζί θα ορίσουν το άλμα».

Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
«Θρέφω και μερικές κοτούλες για τα αυγά τους και είμαι άρχοντας... Ναι, τρώω και ψάρι, το κρέας πάλι σπάνια... μόνο κοτόπουλο χωριάτικο σούπα, άμα φτιάξει η μάνα ή κάνας φίλος γείτονας μπορεί να δοκιμάσω». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Σουρουπώνει και η ησυχία ολόγυρα γίνεται εκκωφαντική. Μόνο οι κουκουβάγιες σπάνε την ανεκτίμητη αυτή σιωπή. Καθώς ο Γιάννης φροντίζει το λιτό, αλλά χορταστικό μας δείπνο, τον παρατηρώ στο σεληνόφως. Στα 47 του χρόνια πια, μοιάζει αρκετά νεότερος, ιδίως αφότου κόντυνε γένια και μαλλιά. Το δέρμα σχεδόν εφηβικό, το βλέμμα καθαρό, διεισδυτικό, ονειροπόλο, φωτεινό ακόμα και στο μισοσκόταδο. Το σώμα εύρωστο και δυναμωμένο φυσικά, καμία σχέση με το προκάτ των γυμναστηρίων. Εκπέμπει ζεστασιά, οικειότητα και μια συγκαταβατική αυστηρότητα. Αποδειπνώντας, τον αφήνουμε να αναπαυθεί, 11 το βράδυ είναι ήδη αργά για εκείνον. Την επομένη έχουμε πορεία: Ανάβατος, Νέα Μονή, Xώρα. Δεν χορταίνουμε εικόνες κι εκείνος δεν προλαβαίνει να χαιρετά κόσμο κάθε κοινωνικής προέλευσης: «Φίρμα είσαι στο νησί», τον πειράζουμε, «μικρός ο τόπος, πού να σε κρύψει!» αντιλέγει. Περνώντας ξανά από την παλιά πόλη και τη Σούδα, θυμάμαι ότι εδώ βρισκόταν η γειτονιά των πορνείων όπου κατέφευγε συχνά ο Κωνσταντής στο Όλα για Καλό. Υπήρχαν πράγματι «σπίτια» κάποτε εδώ; «Όχι, ωστόσο ο Γεώργιος Παπανδρέου, ως γενικός διοικητής της νήσου μεταξύ 1918-9, είχε εκπονήσει μια λεπτομερή μελέτη για την εγκατάσταση οίκων ανοχής. Το σχέδιο ματαιώθηκε, αλλά τα σχετικά έγγραφα ανακάλυψε ο "σκουπιδολόγος" μας του "Πελινναίου", πεταμένα σε κάποιον κάδο. Εδώ, άλλωστε, γεννήθηκε και ο Ανδρέας Παπανδρέου (5/2/1919). Την αναγγελία γέννησης εντόπισα σε φύλλο αρχείου της τοπικής εφημερίδας "Νέα Χίος": "Η κυρία του γενικού διοικητού έτεκεν αισίως άρρεν. Ευχόμεθα εις τους ευτυχείς γονείς καλορίζικο και εις το τέκνον τύχη αγαθή". Πόσο πιάσανε τώρα οι ευχές το γνωρίζουμε όλοι!».


Στο τεϊοποτείο όπου καταλήγουμε και το οποίο τρέχει ένα ακόμα νέο ζευγάρι Αθηναίων, που, μην έχοντας πια μέλλον στην πρωτεύουσα, προσπαθεί να ορθοποδίσει εκτός, εξομολογείται τα τραβήγματά του με τις Αρχές: «Υπήρξαν εποχές που είχα συνέχεια αστυνομία και ΕΥΠ στο κατόπι μου – με πήγαιναν για εξακρίβωση στοιχείων, παρ' ότι είχα ταυτότητα, μου κάνανε μέχρι σωματική έρευνα, όχι μόνο στη Χίο αλλά και αλλού. Εννοείται πως είχαν ψάξει και το σπίτι μου. Τα έλεγα, μάλιστα, τότε του Καμίνη –Χιώτης κι αυτός–, όταν ακόμα ήταν Συνήγορος του Πολίτη. 'Ζήτα τους επίμονα βεβαίωση προσαγωγής ή κατ' οίκον έρευνας» μου σύστηνε, που φυσικά δεν έδιναν, εφόσον ήταν παράνομοι, αλλιώς θα είχα συλλογή! Αφορμή των βασάνων μου ήταν αφενός οι "ανατρεπτικές", αντιαναπτυξιακές δραστηριότητές μου, σε μια παραμεθόρια μάλιστα περιοχή, αφετέρου η στενή μου παρέα με τον Μουσταφά, έναν Τούρκο μεγαλωμένο στη Χίο, συν, βέβαια, τα συχνά μου ταξίδια στην Πόλη καθώς και στη Σμύρνη ένα διάστημα λόγω του φλογερού μου έρωτα με μια Κούρδισσα εκεί, την Μπεσέ. Όλα αυτά, δε, προτού γίνουν μόδα τα τουρκικά σίριαλ... Και είχα και τους φίλους να με δουλεύουν: "Κανόνισε να έχουμε και πόλεμο εξαιτίας των γαμησιών σου!"».

Λίγο αργότερα μας ξεπροβοδίζει με την υπόσχεση του ξανανταμώματος – «ευπρόσδεκτοι κι εσείς και όσοι άλλοι θέλουν να γνωρίσουν τον τόπο μου!». Νιώθουμε απέραντα γεμάτοι από την εμπειρία τόσο του ταξιδιού όσο και της βραχείας έστω συναναστροφής με έναν στ' αλήθεια αξιοσημείωτο άνθρωπο. Συζητήσαμε, άλλωστε, μέσα σε ένα τριήμερο τα πάντα, από τα προβλήματα του κόσμου μέχρι τα εσώψυχά μας, ανακαλύπτοντας πολλούς κοινούς τόπους. Δεν ξέρω πόσους θα «προσηλύτιζε» το «κατά Μακριδάκην Ευαγγέλιο» ή άλλως «Ο Φυσικός Άνθρωπος», όπως λεγόταν και η συμμετοχή του στις Παραφράσεις Ιερών Κειμένων που ανέβασε τον Απρίλιο η Λυρική, διαπιστώσαμε όμως «ιδίοις όμμασι» πόσο ρεαλιστικά ελκυστικό είναι. Υποψιάζομαι, δε, ότι ο συγγραφέας του γρήγορα θα βρει τον καινούργιο δρόμο που γυρεύει – εν ανάγκη θα τον διανοίξει, «το 'χει». Καθώς απομακρύνεται με το Samurai του, καταλήγω πως χαρακτηρισμοί όπως «οικοκοσμοκαλόγερος» ή «σαμάνος του αγρού και του λόγου» που σκεφτόμουν ακούγονται μάλλον πομπώδεις. Ίσως το «σαμουράι της μεθορίου» του ταιριάζει καλύτερα. Αφενός για το μαχητικό πνεύμα, την αποκοτιά, την ευθύτητα, τον κώδικα τιμής και τον αναχωρητισμό του, αφετέρου για την καλλιγραφική δεινότητα και την εκλεπτυσμένη εκείνη πνευματικότητα που κατά τους προγόνους του Μασανόμπου Φουκουόκα, του «μέντορά» του, όφειλε να διακρίνει τον αληθινό πολεμιστή. Υποκλίνομαι!

Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
H όμορφη Βολισσός βρίσκεται στη δυτική ακτογραμμή, 42 χλμ. από την πόλη της Χίου. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Με δικά του λόγια

Πολιτική: «Δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος με την κλασική έννοια. Κάποιες φορές, νεότερος, ψήφισα ΚΚΕ, από αντίδραση περισσότερο. Το 2001 που μπαίναμε στο ευρώ, πτώχευε η Αργεντινή. Έλεγα σε όλους ότι σύντομα θα έρθει κι εδώ το κακό, εφόσον μια μικρή, καταχρεωμένη χώρα, δίχως παραγωγή, αποκλείεται να άντεχε ένα ισχυρό νόμισμα. Τότε με κορόιδευαν, τώρα τρέχουν και δεν φτάνουν... Τι τα θες, είχαμε γίνει όλοι ισοπεδωμένοι καταναλωτές, όπως εξάλλου μηχανεύεται να κάνει τους ανθρώπους το σύστημα παντού στον κόσμο. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός βρίσκεται στην ορμητικότερη και χυδαιότερη φάση του. Δεν ξέρω πού θα καταλήξει αυτό, στα χωριά εδώ πάντως λένε πως σαν ψοφάει ο γάιδαρος, καυλώνει. Ναι, ψήφισα και Τσίπρα, το '12, όχι όμως ξανά, καθώς γρήγορα αντιλήφθηκα τις μπλόφες του. Καθοριστικό σημείο υπήρξε μια ομιλία του στο Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, νομίζω, όπου εκθείαζε ένα χρεοκοπημένο μοντέλο ανάπτυξης. Κατάλαβα τότε ότι δεν υπήρχε ελπίδα, ότι θα ασπαζόταν οτιδήποτε για να επιπλεύσει. Είχα στείλει ύστερα στον Φίλη, όταν ακόμα διηύθυνε την "Αυγή", ένα άρθρο με τίτλο "Οικουμενική Αριστερά", εκθέτοντας όλη την προβληματική μου. Έγραφα, μεταξύ άλλων, ότι καπιταλισμός και σοσιαλισμός καταστρέφουν εξίσου το οικοσύστημα, ο πρώτος χάριν των λίγων, ο δεύτερος τάχα χάριν των πολλών. Δεν δημοσιεύτηκε ποτέ εκεί, παρά τις υποσχέσεις του. Τα έλεγα όλα αυτά και στη Ζωή Κωνσταντοπούλου που βρέθηκε τότε Χίο και γνωριστήκαμε, αλλά δεν με άκουγε. Πώς τη θυμάμαι; Ως μια ειλικρινή, δυναμική, παθιασμένη γυναίκα, που όμως στην πορεία ξέφυγε. Βρεθήκαμε πάλι, τυχαία, πέρσι σε μια χιώτικη ταβέρνα. Με χαιρέτησε ενθουσιασμένη: "Γιάννη, έλα μαζί μας με την Πλεύση, να κάνουμε την επανάσταση!". "Μα, την κάναμε ήδη με τον Αλέξη, κάτσε να χωνέψουμε πρώτα αυτή και πάμε παρακάτω..." της απάντησα. Σταύρωσε τότε τα χέρια, λέγοντας: "Δεν θα μου φορτώσεις τώρα και τον Αλέξη!". "Βρε Ζωή, μαζί δεν συμπορευόσασταν τόσον καιρό;" αποκρίθηκα. Έληξε εκεί».

Οικολογία: «Τη θεμελιώδη διαφορά μου με τον Μαρξ και την Αριστερά τη συνειδητοποίησα επακριβώς ακούγοντας τις εισηγήσεις κάποιων ανθρώπων σε συνάντηση του κινήματος κατά της ιδιωτικοποίησης του νερού στον Βόλο, όπου συμμετείχα. Η ιδιωτικοποίηση φυσικών στοιχείων είναι, εννοείται, τεράστια ανηθικότητα και ανοησία. Δεν είναι καν το νερό "κοινωνικό αγαθό", δηλαδή ανθρώπινη αποκλειστικά υπόθεση, αλλά αρχέγονο κοινόκτητο αγαθό όλων των πλασμάτων. Το ποτάμι π.χ. που χύνεται στη θάλασσα δεν πάει χαμένο, άρα χρήζει εκμετάλλευσης, συντηρεί αντίθετα τον αέναο, ζωτικής σημασίας αρχέγονο κύκλο που διδασκόμασταν στο σχολείο. Η εποχή του ανθρωποκεντρικού ουμανισμού που μας κληροδότησε ο Διαφωτισμός, με τη φύση στον ρόλο του "εργαλείου", έκανε κι αυτή τον κύκλο της, καταλήγοντας σε έναν φιλοτομαρίστικο ατομικισμό. Ο Διαφωτισμός ήταν σίγουρα ένα απαραίτητο στάδιο εξανθρωπισμού, όπως και η βιομηχανική επανάσταση. Όμως αυτό, όπως εξελίχθηκε, δεν πάει πουθενά πια. Χρειάζεται να καλλιεργήσουμε μια συνείδηση συλλογική, κοινωνική και οικολογική, να αναγνωρίσουμε την ισότιμη διαφορετικότητα όχι μόνο των ανθρώπων αλλά κάθε όντος στον πλανήτη του οποίου δεν είμαστε ιδιοκτήτες αλλά απλοί συγκάτοικοι. Ένα όμορφο τοπίο π.χ. παίρνει αξία από το έδαφος, τα φυτά, τα ζώα και τα πετούμενα που το ορίζουν. Δεν αξιοποιείται ως ντεκόρ για ένα ακόμα κτίσμα. Ας πάψουμε να βλέπουμε τη γη ως ένα αχανές οικόπεδο, φυτεία μονοκαλλιέργειας ή ορυχείο, ας υπερασπίσουμε τους ανθρώπους και τους τόπους μας από τον αναπτυξιακό Αρμαγεδδώνα. Αυτό είναι, πιστεύω, το σύγχρονο πολιτικό πρόταγμα».

Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
Το 2001 που μπαίναμε στο ευρώ, πτώχευε η Αργεντινή. Έλεγα σε όλους ότι σύντομα θα έρθει κι εδώ το κακό, εφόσον μια μικρή, καταχρεωμένη χώρα, δίχως παραγωγή, αποκλείεται να άντεχε ένα ισχυρό νόμισμα. Τότε με κορόιδευαν, τώρα τρέχουν και δεν φτάνουν... Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Λογοτεχνία: «Προτιμούσα παλιότερα, αντί για διαβάσματα, να ακούω ιστορίες ανθρώπων... Πλέον, όμως, έχω διαβάσει πολλούς ξένους και βέβαια Έλληνες συγγραφείς, κάποια βιβλία μου μάλιστα "συνομιλούν" με δικά τους που ξεχώρισα: ο Ήλιος με δόντια με τη Μητέρα του Σκύλου του Παύλου Μάτεσι, η Δεξιά τσέπη του ράσου με τον Άγγελο στο πηγάδι του Παντελή Πρεβελάκη, οι 10516 Μέρες με την Ιστορία του Νεοελληνικού Κράτους του Βασίλη Ραφαηλίδη. Μου αρέσει πολύ ο Καζαντζάκης, ιδίως ο Καπετάν Μιχάλης του, ο φίλος μου ο Θωμάς Κοροβίνης, μου άρεσε επίσης η Μικρά Αγγλία της Καρυστιάνη, ο Άρης Φακίνος και άλλα πολλά. Με την ποίηση δεν έχω μεγάλη επαφή, μια ποιήτρια όμως που εκτίμησα είναι η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη. Οι πιο παραγωγικές μου ώρες είναι οι πολύ πρωινές. Φθινόπωρο - χειμώνα συνήθως βρίσκω χρόνο κι όρεξη. Μια φράση-κλειδί αρκεί να δώσει το έναυσμα. Γράφω γρήγορα, με βοηθά πολύ η μαθηματική σκέψη σε αυτό, όπως άλλωστε στις καλλιεργητικές μου δραστηριότητες. Μικρός, ξέρεις, φανταζόμουν ότι όλοι οι λογοτέχνες είναι πεθαμένοι, εφόσον δεν διδασκόμασταν τότε κανέναν ζωντανό! Ναι, είναι νωρίς ακόμα για μια αξιόλογη λογοτεχνία της κρίσης. Για τον Εμφύλιο π.χ. χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες. Υπόψη, κιόλας, ότι υπάρχουν εξαιρετικοί λογοτέχνες, ακόμα και δίχως σπουδές, με την έννοια ότι είναι άριστοι τεχνίτες του λόγου, άσχετα με το αν δεν θέλουν ή δεν μπορούν να γράψουν – έχω συναντήσει τέτοιους ανθρώπους, σε συναρπάζουν».

Συγγραφικό έργο: «Πρώτα βιβλία, οι Συρματένιοι, Ξεσυρματένιοι· Όλοι (2006) με θέμα τη χιώτικη προσφυγιά στην Κατοχή και οι 10.516 Μέρες – Ιστορία της Νεοελληνικής Χίου 1912-1940, αμφότερα αυτοεκδόσεις (Πελινναίο). Υλικό γι' αυτά άντλησα μέσα από αρχειακά δημοσιεύματα εφημερίδων. Έπειτα, ήρθαν ο Aνάμισης Ντενεκές, η ιστορία ενός τοπικού θρύλου, και η Δεξιά τσέπη του ράσου (2008 & 2009 αντίστοιχα), διήγημα που γράφτηκε με αφορμή τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου μέσα σε 21 μέρες, όσο χρειάζεται η κλώσσα να βγάλει πουλάκια. Από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας αυτά, όπως όλα τα επόμενα. Είναι να το γυρίσει ταινία ο Γιάννης Λαπατάς – μου μήνυσε να ξαναφήσω μούσια και μαλλιά για να υποδυθώ κι εγώ έναν μικρό ρόλο! Ύστερα, έγραψα τον Ήλιο με δόντια (2010), όπου ο ομοφυλόφιλος Κωνσταντής, ένα τελείως φανταστικό πρόσωπο –αντίθετα με άλλους ήρωές μου, που στηρίζονται σε πρόσωπα υπαρκτά–, γίνεται το όχημα ώστε να καταδείξω πώς μια κλειστή κοινωνία μπορεί να τρελάνει έναν οποιοδήποτε "διαφορετικό". Όμως, ναι, δεν είναι πάντα τόσο απόλυτο αυτό, μερικές φορές κοινωνίες και λογής "αλλιώτικοι" βρίσκουν τρόπους και ισορροπίες... Ήρθε μετά η Άλωση της Κωσταντίας, διήγημα αλληγορικό, ευκολοδιάβαστο, που προέκυψε ύστερα από ενάμιση μήνα παραμονής στην Κωνσταντινούπολη και συναντήσεων εκεί με Τούρκους και Ρωμιούς. Ήταν, απροσδόκητα, το πρώτο μου βιβλίο με διεθνή καριέρα. Τo επόμενο, Λαγού Μαλλί, γράφτηκε αφότου ο ΓΑΠ ανήγγειλε από το Καστελόριζο τον ερχομό του ΔΝΤ. Η αυτοθυσία του καπτα-Σίμου του ψαρά, που καίγεται μαζί με το καΐκι του τη μέρα του εμπρησμού της Μαρφίν, καταδεικνύει την απώλεια της αξιοπρέπειάς μας ως της σημαντικότερης επίπτωσης της κρίσης, στην οποία επικεντρώνουν οι τρεις επόμενες νουβέλες μου μεταξύ 2013 και 16: το Ζουμί του Πετεινού, όπου η συνειδητοποιημένη επιστροφή στη φυσική ζωή προβάλλει ως μόνο αντίδοτο, το Του Θεού το Μάτι, όπου, συνομιλώντας με ένα σκιάχτρο, ο ήρωάς μου ξετυλίγει την παρακμιακή πορεία του νεοέλληνα, και η κορωνίδα, το Αντί Στεφάνου, μια παραβολή για τον κύκλο της ζωής στο χάος του οικοσυστήματος και τον ρόλο του σαρκίου μας εντός του. Τα περιττώματα π.χ. ενός πουλιού ή θηλαστικού ανακυκλώνονται και από τους σπόρους που περιέχουν φυτρώνουν νέα φυτά, τα δικά μας τα βιομηχανοποιημένα περιττώματα δεν μετασχηματίζονται σε νέα ζωή, απλώς επιβαρύνουν το περιβάλλον. Όλα αυτά μέσα από την ιστορία του Στέφανου, ο οποίος, αφού περιπλανήθηκε νεότερος στην Ανατολή, επιστρέφει στο χωριό του και προσπαθεί να ζήσει αντικαταναλωτικά σε ένα μικρό κτήμα. Όταν υποχρεώνεται να γίνει νεκροθάφτης και να θάψει τη μάνα του, κάνει το μνήμα κήπο και αφοδεύει πάνω του να τον λιπάνει... Το ξεχωρίζω για το επίπεδο της γλώσσας και επειδή εκεί εκθέτω ολοκληρωμένα τη φιλοσοφία μου. Ομολογώ πως τότε είχα χαθεί σε έναν εντελώς δικό μου κόσμο, απ' όπου επέστρεψα με την Πρώτη Φλέβα (2016), ξαναμπαίνοντας στον άνθρωπο, στις αδυναμίες αλλά και στην ομορφιά της ψυχής του μέσα από τις αφηγήσεις ενός ναυτικού και μιας συνταξιούχου πόρνης. Με το φετινό Όλα για Καλό, ένα πολυπρισματικό μυθιστόρημα, "σκουπίζω" πλέον όλα όσα είδα, έμαθα, άκουσα κι έζησα ως τώρα: ανθρώπινες ιστορίες, σύγχρονο προσφυγικό, κοινοτισμός, η πολιτική ως στάση ζωής, φυσική ζωή, αναχωρητισμός, κοινωνικές παραδόσεις κ.λπ., κλείνοντας έναν μεγάλο κύκλο, προσωπικό και λογοτεχνικό. Βρίσκομαι πια σε κενό αέρος, ψάχνομαι, τίποτα δεν μου λέει τίποτα, μέχρι και τη Χίο έχω βαρεθεί, είμαι όμως πάντα ανοιχτός σε νέες προκλήσεις!».

Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
Τι δεν έχει φυτέψει εδώ: ελιές, ξινόδεντρα, ροδιές, βερικοκιές, μπουρνελιές, κλήματα, αβοκάντο, αγκινάρες, σπαράγγια, ένα σωρό κηπευτικά, μυρωδικά και βοτάνια ανάλογα με την εποχή! Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
Ήτανε, λέει, ένα μαγιάτικο πρωί, στα 27 του χρόνια, όταν, αντικρίζοντας εαυτόν στον καθρέφτη, συνειδητοποίησε ότι όχι, δεν ήταν φτιαγμένος να ζει για να δουλεύει, να δουλεύει δίχως να προλαβαίνει να ζει. Δεν άξιζε. Έβαλε τα κλάματα κι αντί για τη δουλειά, πήγε στην εφορία για διακοπή εργασιών. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Δυo μέρες στο αγρόκτημα του Γιάννη Μακριδάκη στη Χίο Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Το μυθιστόρημα Όλα για Καλό κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας. 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 9.6.2017

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Βιβλίο / To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Κόντρα στα κυρίαρχα ήθη, ο Μεσοπόλεμος υπήρξε διεθνώς μια εποχή σεξουαλικής ελευθεριότητας. Μια πρωτότυπη έκδοση από τους Τάσο Θεοφίλου και Εύα Γανίδου εστιάζει στις επιδόσεις των Αθηναίων στο «παράνομο» σεξ, μέσα από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, με τα ευρήματα να είναι εντυπωσιακά, ενίοτε και σπαρταριστά.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Εύα Στεφανή: «Με συγκινεί ακόμα ο «Πεισίστρατος» του Γιώργου Χειμωνά»

The Book Lovers / Εύα Στεφανή: «Βρίσκω θεραπευτικά τα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την Εύα Στεφανή, σκηνοθέτιδα και καθηγήτρια Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για τη διαδρομή της από την Δάφνη ντι Μοριέ στον Ε.Χ. Γονατά κι από τον Τσβάιχ στον Γιώργο Χειμωνά.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Βιβλίο / Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Οι «Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ» είναι ένα μυθιστόρημα άριστα δομημένο, με πυκνό λόγο και πλήθος πραγματολογικών στοιχείων, που αναπλάθει τη γαλλική επαρχία των ’50s μέσα από μια απελπισμένη ερωτική ιστορία με φεμινιστική χροιά. 
M. HULOT