Όταν ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία συνάντησε τον Αύγουστο Κορτώ

Όταν ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία συνάντησε τον Αύγουστο Κορτώ Facebook Twitter
2

 

"Είναι πολυ στενοχωρημένος", απάντησε η Ούρσουλα,"γιατί νομίζει πως θα πεθάνεις".

"Πες του", χαμογέλασε ο συνταγματάρχης, "πως δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί".

 

Ο Αoυρελιάνο Μπουενδία ήταν το πρώτο πλάσμα που γεννήθηκε στο χωριό Μακόντο και η μάνα του η Ούρσουλα, φοβήθηκε μήπως γεννηθεί με γουρουνοουρά. Αυτό συμβαίνει γιατί οι ράτσες των Ιγουαράν και των Μπουενδία έρχονταν σε επιμειξία για πολλές δεκαετίες ώστε να φτάσουμε στον Αουρελιάνο Μπουενδία. Εκείνος, γεννήθηκε με ανοιχτά  μάτια που ανέδυαν ένα εκτυφλωτικό φως και μια λύσσα που τον κατέτρωγε απο παιδί.

Στο μυθιστόρημα του Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό Χρόνια Μοναξιά, ο Αoυρελιάνο Μπουενδία είναι ίσως ο κεντρικός ήρωας.  Ο Αoυρελιάνο είναι εσωστρεφής κι έχει μια υπερανεπτυγμένη διαίσθηση. Μπορεί και προβλέπει γεγονότα πριν αυτά συμβούν και οσφρίζεται το κακό που παραμονεύει. Επίσης, είναι και δίκαιος. Είναι δίκαιος και καθαρός σαν το κρύσταλλο της Βενετιάς. Γι'αυτή  την περηφάνεια του θα ζήσει μόνος, θα συμβάλλει σε εκείνη τη μοναξιά ώστε να μην αποκτήσουν οι ράτσες δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.

Δεν είναι εύκολο να αφουγκραστείς το χαρακτήρα του Αουρελιάνο Μπουενδία. Η μητέρα του στο τέλος του βιβλίου ισχυρίζεται πως δεν ήταν ιδεολόγος, ούτε είχε αφεθεί στον Αγώνα υπερ της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας  από το ακατανίκητο πάθος της Ιδεολογίας αλλά  αντίθετα από μια  καθαρά αμαρτωλή περηφάνεια. Ίσως να είναι κι έτσι, αλλά ο Συνταγμάταρχης  ήταν ο μοναδικός που πέθανε επειδή:"Ένας άντρας δεν πεθαίνει όποτε πρέπει, αλλά όταν μπορεί."

Ο Συνταγματάρχης Aουρελιάνο Μπουενδία όταν είναι ακόμα νέος τάσσεται με το πλευρό των Φιλελεύθερων της Κολομβίας. Η πολιτική κατάσταση στην Κολομβία την εποχή που εκτυλίσεται η ιστορία είναι η εξής: Yπάρχει το καθεστώς μιας συντηρητικής Κυβέρνησης η οποία έχει στρατοκρατορικό χαρακτήρα. Δεν υπάρχουν ελευθερίες, υπάρχουν ανισότητες, υπάρχει  παρεμβατικότητα  στην καθημερινή  ζωή και κοινωνικοί περιορισμοί. Είναι ο λεγόμενος εμφύλιος Πόλεμος των Χιλίων Ημερών που έπληξε όσο κανένας άλλος την Κολομβία.

Ο Συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία είναι ένας ήρωας εκείνου του πολέμου. Εκείνο που τον  παρακινεί πραγματικά  να ξεκινήσει μια ανελέητη εξέγερση, μια διάχυτη επανάσταση, έναν  σχεδόν συνεχή πόλεμο που κράτησε 20 χρόνια,  είναι ένα γεγονός στην αρχή του έργου: Ένα λοχαγός του στρατού, που κάθε πρωί εισέπραττε ένα έκτακτο πρόστιμο για την υπεράσπιση της δημόσιας τάξης, έπαιρνε τις αποφάσεις. Με δικιά του διαταγή, τέσσερις στρατιώτες άρπαξαν μια γυναίκα που την είχε δαγκώσει λυσσασμένο σκυλί, από την οικογένεια της και τη σκότωσαν με τους υποκόπανους στο δρόμο.

Και συνεχίζει: "Όταν έμειναν οι δυο τους μόνοι στην κουζίνα, ο Αουρελιάνο Μπουενδία έδωσε στην φωνή του μια αυταρχικότητα που κανείς δεν είχε ακούσει μέχρι τότε. "Eτοίμασε τα παιδιά"είπε.

"Θα πάμε στον πόλεμο."

Ο Χερινάλδο Μάρκες δεν τον πίστεψε. "Με τι όπλα;" ρώτησε.

Ο Συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία άρπαξε μια ομάδα  εικοσιένα ανδρών από το χωριό, οπλισμένους με μαχαιροπίρουνα γιατί άλλα όπλα δεν υπήρχαν, έβαλε χιαστί ένα ντουφέκι στην πλάτη του, αφνιδίασε  την φρουρά του καθεστώτος,  άρπαξαν όπλα  και πήραν την εξουσία στα χέρια τους. Οργάνωσε τριάντα δύο ένοπλες εξεγέρσεις. Απέκτησε δεκαεπτά αρσενικά παιδιά απο δεκαεπτά διαφορετικές γυναίκες, που εξοντώθηκαν το ένα μετά το άλλο μέσα σε μόνο μια νύχτα, πριν το μεγαλύτερο συμπληρώσει τα τριανταπέντε του χρόνια. Ο ίδιος επέζησε μετά απο δεκατέσσερις δολοφονικές απόπειρες, εβδομήντα τρεις ενέδρες κι ένα εκτελεστικό απόσπασμα. Επέζησε μετά απο μια δόση στρυχνίνης στον καφέ του, που θα μπορούσε να σκοτώσει άλογο. Αρνήθηκε το παράσημο του Τάγματος της Δημοκρατίας, έφτασε να γίνει γενικός αρχηγός των επαναστατικών δυνάμεων, με δικαιοδοσία απο το ένα σύνορο της χώρας ως το άλλο και το φόβητρο της κυβέρνησης, αλλά ποτέ δεν επέτρεψε να τον φωτογραφήσουν. Αρνήθηκε ισόβια σύνταξη που του πρόσφεραν μετά τον πόλεμο κι έζησε ως τα βαθιά γεράματα απ'τα ψαράκια που έφτιαχνε στο εργαστήρι του, στο Μακόντο.

Ο Συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία είναι ένας άνθρωπος με ατσάλινο δίκαιο,  δεν είναι εύκολος χαρακτήρας. Πιστεύει πως πολεμάει απο ιδεολογία.Όμως θα αντιληφθεί κι εκείνος οτι είναι η περηφάνεια που τον κάνει να πολεμά.

"Πέσμου ένα πράγμα, κουμπάρε. Γιατί πολεμάς;"

"Για τι άλλο, κουμπάρε", απάντησε ο συνταγματάρχης Χερινάλδο Μάρκες, " για το μεγάλο Φιλελεύθερο Κόμμα."

"Είσαι ευτυχής που το ξέρεις.", απάντησε εκείνος."Όσο για μένα, μόλις κατάλαβα ότι πολεμάω απο περηφάνεια."

"Αυτό είναι κακό", είπε ο συνταγματάρχης Χερινάλδο Μάρκες.

"Φυσικά", είπε ο Αουρελιάνο Μπουενδία. " Όμως είναι οπωσδήποτε καλύτερο αυτό απο το να μην ξέρεις γιατί πολεμάς."

"Ή να πολεμάς, όπως εσύ, για κάτι που δεν έχει νόημα πια για κανέναν."

Ο Συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία  λοιπόν, καταλαβαίνει πως δεν πολεμάει πια για το Φιλελεύθερο Κόμμα, για την  Επανάσταση, για όλα εκείνα που συνέβησαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια, για τη γυναίκα που σκότωσαν με τους υποκόπανους επειδή την είχε δαγκώσει σκυλί, κι άλλα πολλά, αλλά απο μια αμαρτωλή περηφάνεια.

Ο Συνταγματάρχης θα μείνει γνωστός στην Ιστορία της ιστορίας του βιβλίου πως έκανε 32 πολέμους και τους έχασε όλους. Αυτό δεν είναι αλήθεια, είναι μια μεταφορά του κολομβιανού νομπελίστα γιατί ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία δεν παραιτήθηκε ποτέ μέσα του, προσπάθησε να κάνει μια ανακωχή, ένα συμβιβασμό με τα πάντα γύρω του, γιατί η μοναξιά διαχέονταν παντού, σαν τα μυρμίγκια που στο τέλος κατέκλυσαν εκείνο το πελώριο σπίτι. Ο συνταγματάρχης προσπάθησε να αλλάξει τον κόσμο αλλά αυτό αποδείχθηκε δύσκολο. Για την Ιστορία, οι Συντηρητικοί που κέρδισαν τον πόλεμο εκείνο προσέφεραν αμνηστία στους αντιπάλους τους και ρεφορμισμό. Ο Αουρελιάνο Μπουενδία και ο στρατός του παρέδωσαν τα όπλα για να σταματήσει η εθνική μοναξιά της χώρας εκείνης.

"Τι κάνετε, συνταγματάρχα;" του είπε περνώντας.

"Εδώ είμαι" απάντησε εκείνος, "και περιμένω να περάσει η κηδεία μου".

Ξέχασε τους πολέμους, δεν δέχτηκε τη σύνταξη, κλείστηκε στο εργαστήριο του κι ακόνιζε τα ψαράκια του. Πότε, πότε έλεγε πως η Ωραία Ρεμέδιος η εγγονή του, ήταν το πιο υπέροχο πλάσμα που υπήρχε μέσα σε εκείνο τον κόσμο,  γιατί γυρνούσε με ξυρισμένο κεφάλι και χωρίς να φοράει εσώρουχα κάτω απο λινό της ρούχο που έμοιαζε περισσότερο με σακί, γιατί δεν νοιαζόταν για τον έρωτα, δεν σχετιζόταν με τη ζωή περισσότερο από όσο κάνουν οι άγγελοι και ανέδυε μια αύρα τρελής αγιότητας και υπερκόσμιας πληρότητας. Κλείστηκε στο εργαστήριο του και παρακάλεσε να μην τον ενοχλήσει κανένας, αφού ούτε να πεθάνει μπορούσε σχετιζόμενος με τον κόσμο σαν ένα τίποτα.

Όταν έφτασε η εταιρεία της μπανάνας ωστόσο, οι ντόπιοι υπάλληλοι του χωριού Μακόντο αντικαταστάθηκαν απο αυταρχικούς ξένους, που ο κύριος Μπράουν, ένας γκρίνγκο, είχε εγκαταστήσει στο ηλεκτροφραγμένο κοτέτσι όπου καλλιεργούνταν οι μπανάνες, για να απολαμβάνουν, όπως είχε εξηγήσει, την αξιοπρέπεια που αναλογούσε στις επενδύσεις τους και να μην υποφέρουν απο τη ζέστη και τα κουνούπα και τις αμέτρητες ελείψεις και στερήσεις του χωριού. Οι παλιοί χωροφύλακες αντικαταστάθηκαν απο πληρωμένους δολοφόνους με σπάθες. Κλεισμένος μέσα στο εργαστήρι του, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία σκεφτόταν  αυτές τις αλλαγές και για πρώτη φορά μες τα σιωπηρά χρόνια της μοναξιάς του, ένιωσε να τον βασανίζει η καθοριστική βεβαιότητα πως ήταν λάθος να μη συνεχίσει τον πόλεμο μέχρις εσχάτων:"Eκείνες τις μέρες, 'ενας αδελφός του ξεχασμένου συνταγματάρχη Μαγκίφικο Βισμπάλ πήρε τον εφτάχρονο εγγονό του να τον κεράσει ένα αναψυκτικό στα καροτσάκια της πλατείας και , επειδη το παιδί έπεσε κατα λάθος πάνω σ'έναν ενωμοτάρχη της χωροφυλακής και του'ριξε το αναψυκτικό πάνω στη στολή , ο βάρβαρος αυτός το έκανε κομματάκια με τη σπάθα του κι έκοψε το κεφάλι του παππού με μια σπαθιά όταν προσπάθησε να τον εμποδίσει."

Αλλά ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία είχε φτάσει στα όρια της εξιλέωσης του. Ξαφνικά, ένιωσε να τον βασανίζει η ίδια αγανάκτηση που είχε νιώσει στα νιάτα του μπροστά στο πτώμα της γυναίκας που είχαν σκοτώσει από το ξύλο γιατί την είχε δαγκώσει ένα λυσσασμένο σκυλί.

"Μια μέρα απ'αυτές τις μέρες", φώναξε, "θα σηκώσω στα όπλα τους γιους μου για να ξεφορτωθούμε αυτούς τους βρωμογκρίνγκος!"

Kαι προσπάθησε να το κάνει πραγματικά. Προσπάθησε να αφυπνίσει ολόκληρο το παρελθόν και να ξαναμπεί σε έναν καινούργιο αγώνα αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Ο κόσμος είχε αλλάξει πια. Κανένας δεν συμμεριζόταν τη λύσσα εκείνη που τον ξεσήκωνε απο παιδί. Ένιωσε ταπεινωμένος μέσα στα άχαρα γερατειά του, μέσα στη μοναξιά του και μέσα στη θλίψη του. Θέλησε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά τελικά παραδόθηκε για να μην τον κάνει ακόμα χειρότερο μέσα απο εκείνους τους ανελέητους πολέμους για την Ελευθερία. Προσπάθησε να προστατευτεί απο τη μοναξιά του πολέμου αλλα τον επέλεξε η μοναξιά του θανάτου.

 Γιατί " Ένας άντρας δεν πεθαίνει όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί."

 

Ο Αουρελιάνο Μπουενδία που είχε φτάσει 90 χρονών, αυτός ο φιλελεύθερος γέροντας που έκανε 32 πολέμους και τους κέρδισε ή έχασε όλους, που κοιμόταν χρόνια με τις ίδιες πυτζάμες που τον στένευαν στη επίμαχη περιοχή, που βασανιζόταν απο παιδί απο αυπνίες, που έκανε 17 γιους απο τις πουτάνες με τις οποίες κοιμόταν στους πολέμους και τους αναγνώρισε όλους, που ταρακούνισε συθέμελα το στρατιωτικό καθεστώς των συντηρητικών, που έφτιαχνε ψαράκια για να λιώνει αργότερα και να μην τα πουλάει, που δεν δέχτηκε τιμές και σύνταξη, που έστελνε στο διάλο όσους ήθελαν να τον παρασημοφορήσουν, που αγάπησε την Ρεμέδιος όταν εκείνη ήταν 9 χρόνων κι εκείνος 20 από καθαρό έρωτα, που χάθηκε μέσα στις ζούγκλες, που τον διαπέρασε σφαίρα-δίπλα ακριβώς  απο την καρδιά του- που δεν πέθανε ούτε στο εκτελεστικό απόσπασμα, που επέζησε μετά απο δεκατέσσερις δολοφονικές απόπειρες, εβδομήντα τρεις ενέδρες κι ένα εκτελεστικό απόσπασμα,που επέζησε μετά απο μια δόση στρυχνίνης στον καφέ του, που θα μπορούσε να σκοτώσει άλογο, που έκανε όλα όσα έκανε απο τη λύσσα.. εκείνη τη  λύσσα  που του κατέτρωγε τα σωθικά για το δίκαιο και το ηθικό, τελικά πέθανε.

"Αντί να πάει στην καστανιά, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία πήγε κι αυτός στην εξώπορτα κι ανακατεύτηκε με τους περίεργους που χάζευαν την παρέλαση. Είδε μια χρυσοντυμένη γυναίκα καθισμένη στο σβέρκο ενός ελέφαντα. Είδε μια θλιβερή καμήλα. Είδε μιαν αρκούδα ντυμένη Ολλανδέζα, που κρατούσε το ρυθμό της μουσικής χτυπώντας μια κουτάλα πάνω σε μια κατσαρόλα. Είδε παλιάτσους να κάνουν αστεία στο τέλος μιας παρέλασης και ξανάδε το πρόσωπο της άθλιας μοναξιάς του όταν όλα πέρασαν και δεν απόμεινε παρά ο φωτεινός χώρος του δρόμου κι ο αέρας γεμάτος φτερωτά μυρμίγκια και κάτι περίεργοι που έσκυβαν να κοιτάξουν την άβυσσο της αβεβαιότητας. Τότε πήγε στην καστανιά, καθώς σκεφτόταν το τσίρκο, αλλά δεν μπορούσε πια να βρεί την ανάμνηση. Έχωσε το κεφάλι μες τους ώμους του, σαν κοτοπουλάκι, κι έμεινε ακίνητος με το μέτωπο στηριγμένο στον κορμό της καστανιάς. Η οικογένεια δεν το'μαθε παρά την επόμενη, στις έντεκα το πρωί, όταν η Σάντα Σοφία δε λα Πιεδάδ πήγε να ρίξει τα σκουπίδια στην πίσω αυλή και τράβηξαν την προσοχή της τα όρνια που κατέβαιναν απ'τον ουρανό."

Στον Αύγουστο και στον κόσμο που ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία δεν μπόρεσε δυστυχώς να αλλάξει.

πηγές: Eκατό Χρόνια Μοναξιά ,εκδόσεις Λιβάνη

2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ