«Το Κλάμα Βγήκε απ’ τον Παράδεισο»: 20 χρόνια μετά την πρεμιέρα

«Το Κλάμα Βγήκε απ’ τον Παράδεισο»: 20 χρόνια μετά την πρεμιέρα Facebook Twitter
Tο Κλάμα Βγήκε απ’ τον Παράδεισο (2001), μια ακριβή παραγωγή, κινούμενη κάπου ανάμεσα στην παρωδία και στον φόρο τιμής του παλιού ελληνικού σινεμά, συγκέντρωσε την αφρόκρεμα της υποκριτικής σκηνής της εποχής. Εικονογράφηση: Ατελιέ LiFO
0

Στα ‘90s το ελληνικό σινεμά βρίσκεται σε  εμπορική ανυποληψία. Το κοινό, εύλογα απογοητευμένο από τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο και τα απόνερά του, έχει γυρίσει την πλάτη στην εγχώρια μυθοπλασία. Και κάπου εκεί έρχεται το δίδυμο Ρέππα-Παπαθανασίου, που κάνει τη μετάβαση από την τηλεόραση στο σινεμά με το σπονδυλωτό Safe Sex (1999) και αλλάζουν όλα. Χαλασμός στα ταμεία, η ταινία σπάει το φράγμα του 1 εκατομμυρίου θεατών, αποτελεί αντικείμενο συζήτησης για μήνες και ανοίγει τον δρόμο για την επιστροφή του κοινού στις αίθουσες.

Κι ενώ σειρά από εμπορικές κωμωδίες έχουν πάρει τη σκυτάλη από το Safe Sex, όλοι περιμένουν το επόμενο κινηματογραφικό χτύπημα του δαιμόνιου διδύμου, το οποίο θα έρθει δύο χρόνια μετά με το Κλάμα Βγήκε απ’ τον Παράδεισο (2001), μια ακριβή παραγωγή, κινούμενη κάπου ανάμεσα στην παρωδία και στον φόρο τιμής του παλιού ελληνικού σινεμά, η οποία συγκέντρωσε την αφρόκρεμα της υποκριτικής σκηνής της εποχής.

Παρά τις θετικότερες κριτικές και την καλή πίστη των θεατών, η ταινία έμεινε πολύ μακριά από τα εμπορικά ύψη του Safe Sex, κλείνοντας με κάτι λιγότερο από το 1/3 των εισιτηρίων του – επισήμως έκοψε 417.951 εισιτήρια, εκεί που το Safe Sex είχε ξεπεράσει το 1,5 εκατομμύριο. Έλα, όμως, που μέσα στα επόμενα χρόνια η δημοφιλία της ταινίας θα διογκωνόταν, ξεπερνώντας κι εκείνη του Safe Sex.

Προσωπικά, τα τελευταία χρόνια συναντώ ολοένα και πιο συχνά φανατικούς οπαδούς της ταινίας, ακούω γύρω μου διαρκώς ατάκες από αυτή και διαπιστώνω ότι από όλο εκείνο το επιθετικό κύμα ελληνικής εμπορικής κωμωδίας, που κάπου κόπασε λίγο μετά το 2010, ίσως να είναι και η μόνη ταινία που έμεινε, η μόνη που εδραιώθηκε στη συνείδηση του κοινού.

Παρά τις θετικότερες κριτικές και την καλή πίστη των θεατών, η ταινία έμεινε πολύ μακριά από τα εμπορικά ύψη του Safe Sex, κλείνοντας με κάτι λιγότερο από το 1/3 των εισιτηρίων του – επισήμως έκοψε 417.951 εισιτήρια, εκεί που το Safe Sex είχε ξεπεράσει το 1,5 εκατομμύριο. Έλα, όμως, που μέσα στα επόμενα χρόνια η δημοφιλία της ταινίας θα διογκωνόταν, ξεπερνώντας κι εκείνη του Safe Sex.

Με αφορμή την επέτειο των είκοσι χρόνων από την πρώτη προβολή της ταινίας τον Οκτώβριο του 2001, απευθύνθηκα σε μια σειρά από ανθρώπους για να με βοηθήσουν να εντοπίσω τους λόγους που η ταινία απέκτησε πολυάριθμους οπαδούς και κατέστη κομμάτι της ελληνικής ποπ κουλτούρας, ξεκινώντας από τους κριτικούς κινηματογράφου.

Θοδωρής Δημητρόπουλος,
Θοδωρής Δημητρόπουλος

Ο νο1 οπαδός του φιλμ στην κριτική κοινότητα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος, σύνταξε έναν παιάνα. «Ζαμπέτα, γλυκιά μου δούλα, είναι πιστεύεις εύκολο να εντοπίσουμε πού οφείλεται η διαχρονικότητα του cult του Κλάματος;» αναρωτιέται. «Ατάκες και ηρωίδες της ταινίας έχουν γίνει από μπλουζάκια και συνθήματα σε tote bags μέχρι lip sync περφόρμανς σε drag show, την ίδια στιγμή που καθαρά σε επίπεδο μοτίβου το φιλμ έχει κάνει για την ιστορία του ελληνικού σινεμά καλύτερη δουλειά από ό,τι μπόλικοι φορείς μαζί.

Φτιαγμένο με τεράστιο πάθος και αγάπη για κάθε ξεχωριστό κομμάτι που συμπεριλαμβάνει από βουκολικούς έρωτες και μεταπολεμικά μελοδράματα μέχρι δαλιανιδικά υπερθεάματα και κοινωνικές ηθογραφίες –κρίμα που δεν πρόλαβε τη weird wave περίοδο– το φιλμ χρησιμοποιεί ένα αληθινό all-star καστ, εντοπίζοντας το αγνό κέφι και το ξεσάλωμα μέσα στο πέρασμα των δεκαετιών και την εναλλαγή των ειδών, έχοντας ως αποτέλεσμα ένα από τα πιο ασυγκράτητα quotable πράγματα που μας έχει δώσει ως τώρα ο 21ος αιώνας. Όχι του ελληνικού σινεμά, αλλά γενικώς. Να ’ναι καλά το Τζέλα Δέλτα, τα φουγάρα του, και φυσικά οι 25 ηλιοκαμένοι λεβέντες που τ' αργασμένο δέρμα τους το 'χε ποτίσει η αλμύρα και το 'χε μαστιγώσει αλύπητα το κύμα».

Το Κλάμα Βγήκε απ' τον Παράδεισο, ατάκες

Ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου μάς θύμισε ότι οι δημιουργοί του δεν αντιμετώπιζαν το Κλάμα με την ελαφρότητα που πιστεύουμε. «Το μαζικό λαϊκό θέαμα (εκτός εξαιρέσεων) παρήγαγε, παράγει και θα παράγει πάντα τις ίδιες παρηγορητικές εικόνες ενός κόσμου διευθετημένου όχι με τους νόμους της ζωής, αλλά με τις προκατασκευασμένες συνταγές της κυρίαρχης ιδεολογίας», δήλωναν λίγο πριν κυκλοφορήσει η ταινία στις αίθουσες.

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου
Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

«Αν διαβάζατε την ως άνω πρόταση, έτσι πυκνή στην διατύπωση και στιβαρή στο επιχείρημά της», μας λέει ο Αλέξανδρος, «θα πήγαινε άραγε το μυαλό σας ότι πρόκειται για τα λόγια που είχαν επιλέξει οι ίδιοι οι Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου ώστε να περιγράψουν το φιλμ τους; Μάλλον όχι. Ξαναβλέποντας την ταινία, βρήκα σ’ αυτό το πλαστικό υπερθέαμα του ελληνικού millennium μια γαργαλιστική υβριδικότητα και μια σκανδαλιστική καλιαρντοσύνη που αποτυπώνει ευστοχότατα το βλαχομπαρόκ γκλαμουρομπουρδέλο που ήταν η ελληνική κοινωνία της στροφής του αιώνα, της χρυσής εποχής του Greek Dream. Όλα μπαίνουν στο campy melting pot των Ρέππα-Παπαθανασίου, οι οποίοι, αφού εφηύραν το ελληνικό sitcom της ιδιωτικής τηλεόρασης, έστρεψαν το βλέμμα τους προς το Παλιό Ελληνικό Σινεμά™.

Δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να μην αποτυπώνεται στο σελιλόιντ, από τη διαπλοκή ταξικής και οικογενειακής δομής μέχρι την ψυχοσεξουαλική αλλοτρίωση κι από το λούμπεν μεγαλοαστικό ennui μέχρι την καθαρότητα του προλεταριακού κούτελου. Αμφισβητώντας τις διακρίσεις ανάμεσα σε υψηλό και χαμηλό, το Κλάμα ενσωματώνει και, σε έναν βαθμό αφοπλίζει, τις ριζοσπαστικές κριτικές της εθνικής ιδεολογίας και τις διαλύει μέσα στο κυρίαρχο θέαμα της εποχής του».

Η Ιωσηφίνα Γριβέα
Ιωσηφίνα Γριβέα

Σε παρεμφερώς αποθεωτικό μήκος κύματος κινείται η Ιωσηφίνα Γριβέα, που εντοπίζει, μάλιστα, κι έναν προάγγελο του Κλάματος στο βιογραφικό των δημιουργών του. «Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι να σκέφτομαι βλέποντας το Κλάμα Βγήκε απ’ τον Παράδεισο το 2001, ήταν ένα επεισόδιο του Δις Εξαμαρτείν», μας λέει. «Ο Μιχάλης Ρέππας και ο Θανάσης Παπαθανασίου είχαν αψηφήσει τη συμβατική μονογαμική σχέση σε εκείνη τη σειρά, ανοίγοντας το παραθυράκι απ’ όπου ξεπήδησε το Safe Sex, αλλά είχαν επίσης κατασκευάσει ένα ολόκληρο επεισόδιο παίζοντας με τη φαντασία των ηρώων τους που μπαινόβγαιναν σε ένα μελόδραμα του ‘60. Οι δύο δημιουργοί καταπιάστηκαν ξανά με τη θεματολογία αυτή με επιτυχία στην πρόσφατη παράσταση Το Δικό Μας Σινεμά, επιστρέφοντας στην αφοπλιστική αφέλεια εκείνου του ελληνικού σινεμά που μας παρηγορεί ακόμα κι όταν νιώθουμε ότι το έχουμε ξεπεράσει.

Το Κλάμα Βγήκε απ' τον Παράδεισο - Τυφλός Γιακουμής

Ίσως ήταν αυτή η αφέλεια που δεν ήθελαν να δουν να προσβάλλεται όσοι είχαν κατηγορήσει τότε το Κλάμα για γελοιοποίηση των ταινιών που μας μεγάλωσαν, όμως το Κλάμα δεν γελάει τόσο εις βάρος του παλιού ελληνικού σινεμά, όσο με τη δική μας προθυμία να υποκύψουμε στις επουλωτικές εικόνες του. Στον ήρωα που δεν προδίδει τις αρχές του, στη φτωχολογιά που έχει φιλότιμο, στο μουσικό νούμερο που θα τα κάνει όλα καλά στο τέλος. Ήταν οι δικές μας ανάγκες που καθρέφτιζε εκείνος ο κινηματογράφος μεταπολεμικά, και η ταινία το αναγνωρίζει και τον αγκαλιάζει σφιχτά, όπως σφίγγουμε τον παιδικό φίλο που δεν κακιώνει με τις φάρσες μας».

Ρόμπι Εκσιέλ
Ρόμπι Εκσιέλ

Δεν συμμερίζεται, βέβαια, όλη η εγχώρια κριτική τον ως άνω ενθουσιασμό. Ο Ρόμπι Εκσιέλ αναγνωρίζει αρετές στο φιλμ , αλλά το βρίσκει κατώτερο του ντεμπούτου αλλά και της επόμενης δουλειάς των δημιουργών του. «Δεν έχει την αφηγηματική φρεσκάδα του Safe Sex η δεύτερη κινηματογραφική δουλειά των Μιχάλη Ρέππα-Θανάση Παπαθανασίου», υποστηρίζει, «ούτε φυσικά τη στιλιστική αυστηρότητα του αναγκαστικά στιβαρότερου, κατάφορα υποτιμημένου στην εποχή του Οξυγόνου του 2003. Η βαθιά έχθρα που παλαιόθεν χωρίζει τη βαθύπλουτη φαμίλια Δελαφράγκα από τους πτωχούς πλην τίμιους Μπισμπίκηδες και τώρα κλιμακώνεται σκανδαλωδώς, δεν είναι παρά η αφορμή για μια παράθεση από βινιέτες που στόχο έχουν τη διακωμώδηση του τυπικού ελληνικό μελό στις ποικίλες εκφράσεις του ανά τα χρόνια της λεγόμενης Χρυσής Εποχής του εθνικού μας σινεμά, από το ταξικοαισθηματικό δράμα, την ταινία κοινωνικής καταγγελίας και την κατοχικοαντιστασιακή περιπέτεια μέχρι το δικαστικό μελό και το ορεινό γουέστερν-φουστανέλα. Κι όμως, παρότι δεν δένει απόλυτα η επιθεωρησιακή χαλαρότητα με την αλμοδοβαρική λάμψη, πάλλεται η γνώση των παραδοσιακών κλισέ, συντηρείται έξυπνα το παιχνίδι μαζί τους, υποβάλλονται εμμέσως και τα σέβη προς αυτά, στα οποία, ας μην ξεχνάμε, χρωστά πολλά το σταθερά ενεργό επί τρεις δεκαετίες στο θέατρο και στην τηλεόραση συγγραφικό-σκηνοθετικό δίδυμο. Άλλωστε πρόκειται, όπως και να το κάνουμε, για την πρώτη καθαρόαιμη σινεφίλ παρωδία στα ελληνικά χρονικά».

Θανάσης Γεντίμης
Θανάσης Γεντίμης

Με αδυναμία στο να ανακαλύπτει χαμένες ιστορίες και τις τοποθεσίες γυρισμάτων πίσω από αγαπημένες στιγμές του παλιού ελληνικού σινεμά, ο Θανάσης Γεντίμης στέκεται λίγο παραπάνω στις αναφορές της ταινίας σε αυτό. «Αντλώντας στοιχεία από τη συλλογική μνήμη των παλιών ταινιών (καλών και κακών), οι Ρέππας και Παπαθανασίου έφτιαξαν ένα κινηματογραφικό πάζλ, άλλοτε με δημιουργικό τρόπο κι άλλοτε απλά κοπιάροντας. Η έγχρωμη περίοδος της Finos Film ενέπνευσε το ναυάγιο του Τζέλα Δέλτα, στα χνάρια της ιστορίας από το Ορατότης Μηδέν. Και αν από την ταινία του 1970 όλοι θυμούνται την ατάκα “όχι άλλο κάρβουνο”, η φράση “το Τζέλα Δέλτα δεν είχε φουγάρα” είναι κι αυτή πια στα χείλη όλων.

Η ιστορία της οικογένειας Μπισμπίκη είναι ένα αμάλγαμα από τα ασπρόμαυρα μελό των ‘60s, με τη Μαρία Καβογιάννη ως άλλη Μάρθα Βούρτση (ή Γκέλυ Μαυροπούλου) και το “βουκολικό” σκέλος του φιλμ είναι γεμάτο δάνεια από την Γκόλφω και την Αστέρω. Όσα συμβαίνουν στην Κατοχή έχουν γεύση από το Κοντσέρτο για Πολυβόλα, ενώ τα χορευτικά κλείνουν το μάτι στις Διπλοπενιές –οι εργάτες στην οικοδομή– αλλά και το Γοργόνες και Μάγκες – Μίρκα Παπακωνσταντίνου και Τάσος Χαλκιάς σε ένα homage της σκηνής της Μαίρης Χρονοπούλου με τον Λάκη Κομνηνό. Και εννοείται πως το φιλμ τιμά και το απόλυτο κλισέ του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου, κάνοντας φινάλε με έναν γάμο».

Το Κλάμα Βγήκε απ' τον Παράδεισο - Τζέλα Δελαφράγκα

Ο Πάνος Γκένας
Πάνος Γκένας

Ένα στοιχείο που για μένα αποτελεί βασικό παράγοντα ώστε η ταινία να αποδίδει τόσο αυθεντικά την αίσθηση του σινεμά στο οποίο αναφέρεται είναι το σάουντρακ της. Ο Πάνος Γκένας, μεγάλος εραστής της κινηματογραφικής μουσικής, είχε μερικά λόγια παραπάνω να πει γι’ αυτό. «Το γλεντοκόπημα στο νάιτ κλαμπ Τροπικάνα καλά κρατεί. Κι αυτό γιατί η μουσική και τα τραγούδια της Αφροδίτης Μάνου στην τρυφερή σάτιρα των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου “βάζουν στη φωτιά” το κέφι, τον πόνο, το μπρίο και την έμπνευση μιας εθνικής φιλμογραφίας. Η Μάνου βρίσκει την κατάλληλη μελωδία στο “μελό”, ανασύρει τον απόηχο μιας κινηματογραφικής μνήμης που κοινώνησες από νωρίς, ενορχηστρώνει ευρηματικά τα κλισέ και παρωδεί με γλυκύτητα το “τότε” στο “τώρα”. Ένα σεβαστικό και γι’ αυτό αμείλικτο μουσικό σχόλιο που ντύνει τη Βουγιουκλάκη με μπικίνι (τσα τσα), ανοίγει την “πέτρα” για λογαριασμό του Γιακουμή, χορεύει ρουστίκ “Αητούς και Περιστέρες”, προσεύχεται με Καζαντζίδη και λέει “του αγοριού απέναντι” να πάει στην Δελαφράγκα. Η Αφροδίτη Μάνου χαιρετίζει Ζαμπέτα, Πλέσσα, Ξαρχάκο, γιορτάζει με τον “Λευτέρη” ένα έργο που “έχουμε όλοι ξαναπαίξει” και εξομολογείται με δάκρυα από σελιλόιντ πως το κλάμα βγήκε από τον μουσικό παράδεισο».

Βαρβάρα Κοντονή
Βαρβάρα Κοντονή

Για τη Βαρβάρα Κοντονή, ωστόσο, η επαναληπτική προβολή της ταινίας, είκοσι χρόνια μετά, συνοδεύτηκε από τη διαπίστωση ότι η ταινία δεν γέρασε καλά. «Σίγουρα βλέποντας την ταινία τώρα, σε σχέση με τότε, η εμπειρία που αποκτάς ως θεατής είναι πολύ διαφορετική» υποστηρίζει. «Υπάρχει μια σχετικά κοινή αποδοχή πως ένα κινηματογραφικό έργο πρέπει να κρίνεται με βάση την εποχή μέσα στην οποία δημιουργείται και υπό αυτό το πρίσμα η ταινία των Ρέππα-Παπαθανασίου αποτελεί το ιδανικό παράδειγμα μιας ολόσωστης και εισπρακτικά πολύ επιτυχημένης ταινίας, μιας κωμωδίας του καιρού της.

Το φιλμ είναι τεχνικά άρτιο, το σκηνογραφικό του σκέλος προσεγμένο και to the point, το δε καστ, που απαρτίζεται από τους πιο δημοφιλείς ηθοποιούς της χώρας, βρίσκεται σε τρελά κέφια. Υπάρχει όμως ένα “αλλά” εδώ. Το βάρος των είκοσι χρόνων. Το ανάλαφρο χιούμορ της Ελλάδας του 2001 έρχεται κάπως άτσαλα σε αντίθεση με την εικόνα της χώρας σήμερα. Το πέρασμα από τις παχιές αγελάδες του τότε στις ισχνές αγελάδες του σήμερα μοιάζει να θολώνει την ανάμνηση του κωμικού στοιχείου, ιδιαίτερα για όσους βλέπουν τώρα την ταινία για πρώτη φορά, ακόμα κι αν αποτελεί μια καλοπροαίρετη σάτιρα για τον παλιό, ελληνικό κινηματογράφο. Το κλάμα βγήκε σίγουρα από τον παράδεισο, για το γέλιο πάλι δεν παίρνω και όρκο» καταλήγει.

ΚΥΡΙΑΚΗ «Το Κλάμα Βγήκε απ’ τον Παράδεισο»: 20 χρόνια μετά την πρεμιέρα Facebook Twitter
Η Άννα Παναγιωτοπούλου και ο Χρήστος Βαλαβανίδης σε σκηνή από την ταινία.
Κωνσταντίνα Βούλγαρη
Κωνσταντίνα Βούλγαρη

Αντίθετα για τη σκηνοθέτιδα Κωνσταντίνα Βούλγαρη μια επαναληπτική προβολή αρκούσε για να αλλάξει εντελώς γνώμη και να ενταχθεί στο στρατόπεδο των φαν του έργου. «Όταν πρωτοβγήκε η ταινία στα σινεμά», μας εκμυστηρεύεται, «ήμουν πιτσιρίκα και πίστευα ότι το εμπορικό σινεμά είναι κάτι που δεν με αφορά. 20 χρόνια μετά, με πολλούς “μύθους” απομυθοποιημένους, ξαναβλέπω την ταινία και βγάζω το καπέλο μου στις σπουδαίες και σπουδαίους κωμικούς ηθοποιούς. Αγαπώ το χρώμα της, το κιτς της και θαυμάζω την τόλμη της στα πολιτικά και στα ιστορικά θέματα που θίγει. Θα την ήθελα ακόμα πιο πολιτική, ακόμα πιο προκλητική, ακόμα πιο κιτς.

Σκέφτομαι με στεναχώρια ότι, 20 χρόνια μετά, η σάτιρα, αυτός ο σπουδαίος δρόμος έκφρασης, υπάρχει μόνο στα social, σε όσους κάνουν stand up comedy, στην πιο queer πλευρά της χώρας.  Στην υπόλοιπη, την κυριλέ/«σοβαρή», δεν ξέρω αν θα μπορούσε να γυριστεί μια τέτοια ταινία, ειδικά σήμερα, που αναβιώνουν τα «παλιά μας μεγαλεία» με τις γιορτές για το ‘21, που το χιούμορ και η κριτική αντιμετωπίζονται από τις αρχές σαν κάτι επικίνδυνο, που οι ελληνικές σειρές στην τηλεόραση είναι κυρίως ρετρό ηθογραφία χωρίς ουσιαστική σύνδεση με την εποχή μας και η δημοσιογραφία και τα σκίτσα είναι στην πλειοψηφία τους χωρίς ελευθερία ή φρεσκάδα. Ενώ λοιπόν ξεκίνησα να βλέπω την ταινία αποστασιοποιημένη, κατέληξα να τη ζηλεύω και να σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να δω μια αντίστοιχη ταινία γυρισμένη τώρα».

Το Κλάμα είναι σαν το Τζέλα Δέλτα. Σε βυθίζει σε έναν ωκεανό καταιγισμού από κινηματογραφικές αναφορές που είναι προσεκτικά κρυμμένες σχεδόν σε κάθε καρέ. Από το σπιρτόζικο μοτίβο στα ρούχα της θεάς Μίρκας σε σχέση με τον σκηνικό χώρο μέχρι τα musical acts ή τη δραματουργική υπερβολή που καθιστά εθιστικούς του ήρωες, όπως και τις υπο-ιστορίες τους.

Παναγιώτης Κουντουράς
Ο Παναγιώτης Κουντουράς

Κι αν η Κωνσταντίνα Βούλγαρη χρειάστηκε μια επαναληπτική προβολή για να αλλαξοπιστήσει, ο σκηνοθέτης και παρουσιαστής Παναγιώτης Κουντουράς πίστεψε στην ταινία από την αρχή και έχει χάσει τον αριθμό των επαναληπτικών προβολών. «Δεν μπορώ να μετρήσω τις φορές τις οποίες έχω απολαύσει αυτό το κινηματογραφικό διαμάντι», μας εξομολογείται. «Είμαι σίγουρος πως χιλιάδες είναι οι θεατές που επίσης έχουν παραιτηθεί από το μέτρημα και απλά αφήνονται στα αφοπλιστικά gags αυτού του πρότυπου παρωδίας που πατάει γερά πάνω στα πρότυπα των “πατέρων” του spoof.

Το Κλάμα είναι σαν το Τζέλα Δέλτα. Σε βυθίζει σε έναν ωκεανό καταιγισμού από κινηματογραφικές αναφορές που είναι προσεκτικά κρυμμένες σχεδόν σε κάθε καρέ. Από το σπιρτόζικο μοτίβο στα ρούχα της θεάς Μίρκας σε σχέση με τον σκηνικό χώρο μέχρι τα musical acts ή τη δραματουργική υπερβολή που καθιστά εθιστικούς του ήρωες, όπως και τις υπο-ιστορίες τους. Προσωπικά, ακόμα ανακαλύπτω νέα στοιχεία. Όλα είναι στοχευμένα και άκρως δουλεμένα με σκοπό να αφοπλίσουν το κοινό και να σκορπίσουν δάκρυα από τα γέλια. Και, φυσικά, εξακολουθεί να μένει αναπάντητο ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα της νεότερης ιστορίας: τελικά το Τζέλα Δέλτα είχε φουγάρα; Ίσως μόνο ο Αδέκαστος Στέφανος Μπάρας γνωρίζει τη μεγάλη αλήθεια που θα τσακίσει τις μετοχές της Andrew Lloyd Webber».

Ο Θωμάς Ζάμπρας
Θωμάς Ζάμπρας

Βέβαια, αναζητώντας το μυστικό της επιτυχίας της ταινίας, συνειδητοποίησα ότι καμιά φορά δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι τόσο σύνθετα. Πρόκειται για κωμωδία. Aν αρέσει και κάνει καλά τη δουλειά της, αυτό θα οφείλεται στο χιούμορ της. Απευθύνθηκα σε κάποιον περισσότερο αρμόδιο για να μιλήσει για το ζήτημα, τον Θωμά Zάμπρα, έναν από τους πιο αστείους ανθρώπους της ελληνικής stand up σκηνής. «Η καλή κωμωδία είναι αποτέλεσμα λεπτοδουλειάς», μας εξηγεί. «Πολλές φορές βλέπουμε μια κωμωδία και λέμε “α, φοβερός ο τάδε ηθοποιος” ή “πολύ αστείο κείμενο”. Αλλά η αλήθεια είναι ότι για να λειτουργήσει ένα αστείο που βλέπεις στην οθόνη, πρέπει το κείμενο, η σκηνοθεσία, ο ηθοποιός και το μοντάζ να λειτουργήσουν στην εντέλεια. Ακόμα και ένας μοναδικός παράγοντας να υστερήσει, θα έχεις ένα εντελώς διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό που είχες στο μυαλό σου. Αυτή η ευθυγράμμιση πλανητών ήταν που έκανε το Κλάμα τόσο αποτελεσματική κωμωδία, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια κυκλοφορίας της, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για κωμωδίες.

Το Κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο έγινε 20 χρονών – 11 άνθρωποι μιλούν για τους λόγους που έγινε φαινόμενο Facebook Twitter
Μαρία Καβογιάννη και Χάρης Γρηγορόπουλος.

Ένας ακόμα εντελώς προσωπικός λόγος που με κάνει ένθερμο φαν της ταινίας είναι ο εξής: Κατάφερε να γίνει τόπος συνάντησης αμερικάνικης και ελληνικής σχολής κωμωδίας. Κάτι που θεωρούσα οριακά αδύνατο. Δηλαδή πάνω στο αρχικό σαφές premise “παρωδία κλισέ και χαρακτηριστικών κλασικού ελληνικού κινηματογράφου”, οι Ρέπας-Παπαθανασίου κατάφεραν να συνδυάσουν αμερικανικού τύπου κωμωδία στο στυλ Zucker, που ξεκάθαρα ήταν φαν, και παράλληλα να χωρέσουν και μια ταυτότητα ελληνικής πραγματικότητας που χαρακτήριζε το έργο τους. Πόσες διαχρονικές ατάκες; Ένα διαμάντι».

Μιράντα Ζησιμοπούλου
Μιράντα Ζησιμοπούλου

Α, οι ατάκες της. Βέβαια. Οι ατάκες της ταινίας έχουν γίνει αναπόσπαστο στοιχείο της ποπ κουλτούρας, παραμένουν ανάρπαστες μέχρι σήμερα – συμφωνούν κι αρκετοί από τους προλαλήσαντες. Αυτό που έζησα, όμως, όταν η ηθοποιός Μιράντα Ζησιμοπούλου με προσκάλεσε σε μια προβολή της ταινίας στον Άλιμο το καλοκαίρι, δεν θα το φανταζόμουν ποτέ. Είχα δίπλα μου έναν άνθρωπο που, όχι απλώς ήξερε ατάκες της ταινίας απ’ έξω, αλλά έκανε lip sync όλους τους διαλόγους από την έναρξη της προβολής μέχρι τη λήξη της. «Για χρόνια νόμιζα ότι έφταιγε που εγώ και οι φίλοι μου ήμασταν ηθοποιοί κι επειδή έχουμε κάλο στον εγκέφαλο, γι’ αυτό μπορούσαμε να παίξουμε όλη την ταινία μόνοι μας. Έχουν, βλέπεις, οι διάλογοι μια αμεσότητα, μια μουσικότητα που συναντάς όλο και πιο σπάνια σε κωμωδία. Σενάρια σαν το Κλάμα είναι ευλογία για έναν ηθοποιό. Κι όμως, όλο και πιο συχνά γνωρίζω ανθρώπους που δεν είναι του επαγγέλματος και με το που θα κάνω μια αναφορά σε μια ατάκα, θα το πιάσουν αμέσως και θα το συνεχίσουμε μέχρι να τελειώσει η σκηνή. Σαν να έχουμε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας και καταλαβαινόμαστε σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Σαν να πρόκειται για μια μυστική συνωμοσία ανάμεσα σε όλους εμάς, που θα στραφούμε στην ταινία αρκετές φορές μέσα στον χρόνο, όποτε δεν είμαστε καλά, για να πάρουμε μια γερή δόση ευτυχίας. Υπερβολη; Ίσως. Εγώ, πάντως, άνθρωπο που έχει δει το Κλάμα και δεν του άρεσε, δεν τον εμπιστεύομαι».

Ο Γκοντάρ συμφωνεί με την πρακτική να διαλέγεις ανθρώπους με κριτήριο αν τους αρέσουν οι ίδιες ταινίες. Πάντως, μετά από όλα τα παραπάνω, φαίνεται πως θα συνεχίσουμε να βρίσκουμε το Κλάμα Βγήκε απ' τον Παράδεισο μπροστά μας στα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Φαίνεται να εντόπισε κάποιον κοινό τόπο ανάμεσα σε θεατές διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας, φαίνεται να χτύπησε κάποια χορδή, να απευθύνεται και να απαντά σε κάτι βαθιά εντυπωμένο στο πολιτιστικό DNA μας, που το καθιστά διαχρονικά αγαπητό. Ίσως γι’ αυτό μας απασχολεί ακόμα και θα συνεχίσει να μας απασχολεί, μέχρι να βγει κάποιος να μας απαντήσει υπεύθυνα αν το Τζέλα Δέλτα είχε φουγάρα.

«Το Κλάμα Βγήκε απ’ τον Παράδεισο»: 20 χρόνια μετά την πρεμιέρα Facebook Twitter
Εικονογράφηση: itzi.artz, www.itzi.gr
Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ρώτα με Ό,τι Θες: Ο Μιχάλης Ρέππας απαντά στις ερωτήσεις του κοινού

Μικροπράγματα / Ρώτα με Ό,τι Θες: Ο Μιχάλης Ρέππας απαντά στις ερωτήσεις του κοινού

Εσείς τον ρωτήσατε, κι αυτός απάντησε - ανακοινώνοντας την επιστροφή στην TV με νέα σειρά, αφηγούμενος ευτράπελα από γυρίσματα και μιλώντας για το MeToo και *εκείνη* τη σκηνή με τον Χαϊκάλη
ΑΡΗΣ ΔΗΜΟΚΙΔΗΣ
Podcast/ Ρώτα Με Ό,τι Θες: Η Τζόυς Ευείδη απαντά απολαυστικά στα πάντα

Μικροπράγματα / Podcast/ Ρώτα Με Ό,τι Θες: Η Τζόυς Ευείδη απαντά απολαυστικά στα πάντα

Η ηθοποιός απάντησε σε ερωτήσεις αναγνωστών για το Καφέ της Χαράς, τη χαρακτηριστική φωνή της, το Ρετιρέ που δεν της αρέσει, τον Δάγκα, ακόμα και για το πώς... ανεβοκατέβαζε τα στήθη της στο Κλάμα Βγήκε απ' τον Παράδεισο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Oh, Canada

Ανταπόκριση / «Oh, Canada»: Ο Πολ Σρέιντερ ξανασκηνοθετεί τον Ρίτσαρντ Γκιρ, αλλά η χημεία απουσιάζει

45 χρόνια μετά το «Επάγγελμα Ζιγκολό» οι δυο τους ξανασυναντιούνται σε μια ταινία που αποτελεί έναν κομψό, ενίοτε αυστηρό στοχασμό – αλλά μέχρι εκεί.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
EMILIA PEREZ

Ανταπόκριση / Emilia Perez: Ένα εξωφρενικό μιούζικαλ για μια Μεξικανή τρανς γκάνγκστερ που βρίσκει λόγο ύπαρξης

Το σκληρό παραμύθι του Ζακ Οντιάρ στοιβάζει σε μια πλοκή εφάμιλλη τελενοβέλας έναν τόνο στοιχεία και καταφέρνει να κρατά συνεχώς το ενδιαφέρον.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
KINDS OF KINDNESS

Ανταπόκριση / «Ιστορίες Καλοσύνης»: Το σινεμά του Λάνθιμου είναι πλέον ένα είδος από μόνο του

Τρεις ιστορίες που στάζουν καλοσυνάτο φαρμάκι η μία στην άλλη και παρακολουθούν στενά, δαιμονικά και κοενικά την ανθρώπινη ανάγκη για τυραννικό έλεγχο και επώδυνη αλληλεξάρτηση. Pure Lanthimos, wicked fun.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Megalopolis

Ανταπόκριση / Megalopolis: Ο Κόπολα μετέτρεψε τη Νέα Υόρκη του 21ου αιώνα σε αρχαία Ρώμη

Η ελληνορωμαϊκή προειδοποίηση του Φράνσις Φορντ Κόπολα για τη σύγχρονη διαφθορά των αξιών εξάπτει το ενδιαφέρον, αλλά συντρίβεται από το ντελιριακό και ειλικρινές άγχος του να χωρέσει τα πάντα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Pulp Fiction: Οι Κάννες, το mega-σκάνδαλο που βράζει και η υπέροχη Μέριλ Στριπ

Pulp Fiction / Οι Κάννες, το mega-σκάνδαλο που βράζει και η υπέροχη Μέριλ Στριπ

Στις υπεραστυνομευόμενες Κάννες ένα τσουνάμι αποκαλύψεων σκιάζει το κλίμα που ο διευθυντής, Τιερί Φρεμό, επιθυμεί διακαώς να διαφυλάξει σε κινηματογραφικό πλαίσιο, ενώ στην τελετή έναρξης πρυτάνευσε η οσκαρική λογική. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
‘Spacey Unmasked’: Δεν έχει τέλος το κατηγορητήριο εναντίον του Κέβιν Σπέισι

Οθόνες / Spacey Unmasked: Δεν έχει τέλος το κατηγορητήριο εναντίον του Κέβιν Σπέισι

Νέες καταγγελίες για σεξουαλικές επιθέσεις στο αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ για τον Κέβιν Σπέισι, με τον αδελφό του ηθοποιού να δηλώνει ότι ο πατέρας τους ήταν ένας αρνητής του Ολοκαυτώματος που διοργάνωνε ναζιστικές συναντήσεις στο σπίτι τους.
THE LIFO TEAM
Ρότζερ Κόρμαν (1926-2024)

Απώλειες / Ρότζερ Κόρμαν (1926-2024): Ο βασιλιάς των b-movies και του απενοχοποιημένου exploitation

Κόπολα, Σκορσέζε, Νίκολσον, Μπογκντάνοβιτς, Χάουαρντ, Κάμερον αλλά και όλο το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά έχουν λόγο ύπάρξης χάρη στον Αμερικανό σκηνοθέτη που πέθανε πριν από λίγες μέρες στα 98 του.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ινδία, Νεπάλ, Μπουτάν: Καταγράφοντας τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, την τεχνητή νοημοσύνη και όσα πρεσβεύει η «γκουρού» Βαντάνα Σίβα

Οθόνες / Δύο Έλληνες κινηματογραφιστές ψάχνουν στην Ινδία μια απάντηση για το μέλλον του πλανήτη

Ο Χρόνης Πεχλιβανίδης και η Μαρία Γιαννούλη ξεκίνησαν μια έρευνα σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη και την «έξυπνη γεωργία», ταξίδεψαν σε Ινδία, Νεπάλ και Μπουτάν και συζήτησαν με τη διάσημη περιβαλλοντική ακτιβίστρια, Βαντάνα Σίβα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Επιτέλους, ξανά Cine Paris

Οθόνες / Επιτέλους, ξανά Cine Paris

Η ωραιότερη θερινή κινηματογραφική αίθουσα-ταράτσα της Πλάκας είναι έτοιμη να υποδεχθεί το κοινό έπειτα από τέσσερα χρόνια απουσίας υπό τη νέα διαχείριση του Cinobo με ένα προσεκτικά σχεδιασμένο πρόγραμμα προβολών για όλο το καλοκαίρι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ