Ο Μίκι Δολοφόνος, η Disney στο μεταίχμιο

Ο Μίκυ Δολοφόνος, η Disney στο μεταίχμιο Facebook Twitter
Από ένα b movie φρίκης με στόχο τον επίκαιρο εντυπωσιασμό και αφορμή την μετακύλιση του δικαιώματος της εικόνας του Steamboat Willie στη σφαίρα της δημόσιας χρήσης δεν απειλείται κανείς, ούτε καν συμβολικά.
0

ΤHN ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ που επισκέφθηκα το πρώτο πάρκο που ίδρυσε ο Γουόλτ Ντίσνεϊ στο Άναχαϊμ της Καλιφόρνια, στα 16 μου, ήμουν στην ηλικία να το χαρώ ως παιδί και να το παρατηρήσω πιο χαλαρά. Φυσικά δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο ούτε υπήρχε ανταγωνιστής τότε, όπως το λούνα παρκ της Universal, που όντως είχε, από πλευράς rides, μεγάλη πλάκα. Δεν ήταν μόνο οι βόλτες και τα τρενάκια και οι βαγονο-βουτιές από ψηλά με ταχύτητα και το τεχνολογικό της υπόθεσης που με είχε εντυπωσιάσει αλλά και η ενότητα του χώρου και η ταύτιση της πρόθεσης με την εκτέλεση: το μέρος είχε φτιαχτεί για να σου φυτέψει αναμνήσεις που νομίζεις πως ανήκουν σε σένα, να δημιουργήσει μια οικειότητα και να σε ξεναγήσει στη βόλτα της ζωής σου, αφήνοντάς σε να διαλέξεις το θέμα της αρεσκείας σου. Ποια χώρα σού ταιριάζει: της περιπέτειας, των συνόρων, της φαντασίας, λίγο μέλλον ή μήπως νοσταλγία, πειρατές ή αστροναύτες, γλυκά ζωάκια ή η επιστήμη με τις προκλήσεις και τα επιτεύγματά της; Ένα μαγικό βασίλειο, στ’ αλήθεια μόνο οι δεινόσαυροι έλειπαν.

Ο Ντίσνεϊ ήξερε ακριβώς τι οραματίστηκε το 1955 και πώς να το υλοποιήσει, σαν κήπο εξωτικών επιθυμιών για την παγκόσμια οικογένεια, το σαλόνι των σελιλόιντ ονείρων που είχε προλάβει, έγκαιρα και ακομπλεξάριστα, να μεταφέρει στην τηλεόραση – το πρώτο στούντιο που δεν σνόμπαρε καθόλου τη μικρή οθόνη από το πολύ ξεκίνημά της. Έκτοτε πήγα πολλές φορές στην Eurodisney του Παρισιού, για δουλειά ή διασκέδαση, στο πρώτο και πολύ αποτυχημένο της λανσάρισμα, και αφότου αγοράστηκε εκ νέου και πέτυχε τους στόχους της. Ωστόσο, τίποτε δεν συγκρίνεται με το συναίσθημα της original Disneyland. Είναι αυτό που έγραψαν πρόσφατα οι «New York Times»: νόμιζα πως μιλούσα μια γλώσσα, την ντισνεϊκή, όπως και όλοι οι άλλοι επισκέπτες. Μέχρι ενός σημείου, αυτός ο κώδικας ήταν παρών στην κουλτούρα την παγκόσμια, όχι μόνο την αμερικανική, δηλαδή υπήρχε ο τρόπος που όλοι αντιλαμβανόμασταν τι σημαίνει Ντίσνεϊ χαρακτήρας, ταινία, ή τραγούδι, και πότε να το περιμένουμε. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει πλέον. 

Αν και η εταιρεία είναι πεπεισμένη πως με τη στατιστική της ποσόστωσης θα πάνε όλα καλά, τα πράγματα δεν προχωρούν σύμφωνα με τις προβλέψεις, γιατί όλα μοιάζουν με προαποφασισμένη υποχρέωση, μία τουλάχιστον φάση πίσω από το γούστο και την ανάγκη του κοινού. Και στον νευραλγικό τομέα του κινουμένου σχεδίου, η αναλαμπή του «Μαλλιά Κουβάρια» και κυρίως του «Frozen» φαντάζει περισσότερο παρένθεση.

Εννοείται πως το studio δεν κινδυνεύει ή δεν θα έπρεπε να ανησυχεί έστω και λίγο από το «Μickey’s Mouse Trap», όπου ένας κατ' εξακολούθηση δολοφόνος κυκλοφορεί με τη στολή του πιο διάσημου ποντικού στην ιστορία και σκοτώνει κόσμο. Από ένα b movie φρίκης με στόχο τον επίκαιρο εντυπωσιασμό και αφορμή τη μετακύλιση του δικαιώματος της εικόνας του «Steamboat Willie» στη σφαίρα της δημόσιας χρήσης δεν απειλείται κανείς, ούτε καν συμβολικά. Διότι το μονοπώλιο στην παρθενικότητα η Disney το έχει απολέσει από τότε που αποφάσισε πως είναι περισσότερο οικονομικός κολοσσός με πολλά παραρτήματα παρά μια οικογενειακή επιχείρηση που διευθύνει ο πάτερ φαμίλιας Γουόλτ, και στη συνέχεια το πατριαρχικό του φάντασμα.

Ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβει κάποιος το DNA που μετέδωσε ο Ντίσνεϊ στην εταιρεία του είναι αν παρακολουθήσει τι λέει για τα παιδικά του χρόνια και με ποιον τρόπο προσεγγίζει τη συγγραφέα Π.Λ. Τράβερς για να την ψήσει να παραχωρήσει τα δικαιώματα της Μέρι Πόπινς ο Τομ Χανκς που τον υποδύεται πολύ έξυπνα στο παραγνωρισμένο «Saving Mr. Banks». Η αιώνια λιακάδα της Disney καταγόταν από στέρηση και πόνο, πολλή φτώχεια και κακοπληρωμένο μόχθο στα χιόνια των Μεσοδυτικών Πολιτειών την εποχή της Ύφεσης, μέχρι ο Γουόλτ και ο αγαπημένος του αδελφός Ρόι να χτίσουν σπιθαμή προς σπιθαμή την αυτοκρατορία του κινουμένου σχεδίου. Εκπονώντας την τέλεια συνταγή για την ιδανική αμερικανική ψυχαγωγία, παρέλαβαν κλασικά παραμύθια και άμβλυναν τις αιχμές τους, ζαχαρώνοντας κάθε πίκρα και σκοτεινιά για χάρη της ευτυχούς έκβασης.

Επί δεκαετίες, η πατέντα Disney είχε απόλυτη προτεραιότητα τη διασκέδαση, το χαμόγελο που προκαλούσαν τα ευχάριστα συναισθήματα και το δέος για το τεχνολογικό θαύμα (βλέπε «Φαντασία»), αλλά έμαθε να ενσωματώνει τα «θετικά» μηνύματα με τρόπο αβίαστο. Ο Ντίσνεϊ προπαγάνδιζε συντηρητικές αξίες και μαζί με το σήμα κατατεθέν του ποντικιού, που κανείς δεν τόλμησε να αποκαθηλώσει, παρότι ο Μίκι δεν προήχθη ποτέ σε πρωταγωνιστή, άφησε τη σήμανση της καταλληλότητας για τα παιδιά ως απαράβατη κληρονομιά, μια παρακαταθήκη που προκάλεσε πονοκεφάλους, αν θυμάστε, όταν, για παράδειγμα, τύχαινε στο ρόστερ της ταινία με ενήλικο περιεχόμενο και αναγκαζόταν να την πασάρει σε αποκτημένη εταιρεία, όπως η Miramax, για να τη διανείμει. 

Ο Μίκυ Δολοφόνος, η Disney στο μεταίχμιο Facebook Twitter
Οι τελευταίες της απόπειρες δείχνουν μια οργανωμένη αμηχανία: το πακέτο έχει σχεδιαστεί, αλλά κάπου φαίνεται πως τα υλικά είναι ανακυκλωμένα. Το «Marvels» αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του λάθους.

Όπως αγοράζαμε τα κλασικά εικονογραφημένα και το περιοδικάκι «Μίκι Μάους» ευλαβικά κάθε Παρασκευή στα περίπτερα, όλος ο πλανήτης ονειρευόταν να γίνει Ντέιβι Κρόκετ, μικρός εξερευνητής ή πριγκίπισσα που τη λυτρώνει ο καβαλάρης της. Από ένα σημείο κι έπειτα, το event σταμάτησε να εκπλήσσει. Μετά από πολυετή, σοβαρή κάμψη, ήρθε η αναγέννηση μεταξύ 1989 και το 1999, μια δεκαετία γεμάτη τρομερές επιτυχίες όπως η «Μικρή Γοργόνα», ο «Αλαντίν», η «Πεντάμορφη και το Τέρας» και τα επόμενα animations που καθόρισαν ένα αχτύπητο υβρίδιο μιούζικαλ και feelgood παραβολής, σάρωσαν στα Όσκαρ και στα εισιτήρια και δημιούργησαν μαγεία, και μαγιά, για την επόμενη κρίση, που αντιμετωπίστηκε με την αφομοίωση της Pixar και την επέκταση με πανάκριβες εξαγορές, κυρίως των «πολυκαταστημάτων» του Star Wars και της Marvel. Ηγεμονία στην κινηματογραφική βιομηχανία και ως έναν βαθμό κηδεμονία του μαζικού γούστου με την εισαγωγή της επιστημονικής στρατηγικής στο μάρκετινγκ.

Μετά από κάθε περίοδο ακμής ωστόσο έρχεται η φθίνουσα πορεία που δεν είναι τίποτε άλλο από τον κορεσμό της υπερπροσφοράς. Από το τέλος των «Avengers» η Disney δεν έχει συνέλθει ουσιαστικά. Οι τελευταίες της απόπειρες δείχνουν μια οργανωμένη αμηχανία: το πακέτο έχει σχεδιαστεί, αλλά κάπου φαίνεται πως τα υλικά είναι ανακυκλωμένα. Το «Μarvels» αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του λάθους. Αν και η εταιρεία είναι πεπεισμένη πως με τη στατιστική της ποσόστωσης θα πάνε όλα καλά, τα πράγματα δεν προχωρούν σύμφωνα με τις προβλέψεις, γιατί όλα μοιάζουν με προαποφασισμένη υποχρέωση, μία τουλάχιστον φάση πίσω από το γούστο και την ανάγκη του κοινού. Και στον νευραλγικό τομέα του κινουμένου σχεδίου η αναλαμπή του «Μαλλιά Κουβάρια» και κυρίως του «Frozen» φαντάζει περισσότερο παρένθεση. Το επετειακό «Wish» καταδεικνύει ακριβώς αυτή την πλευρά μιας μπράντας που κάποτε παρήγε κουλτούρα και τώρα προσπαθεί να ξεχωρίσει στους πολιτιστικούς πολέμους του 21ου αιώνα.

Ο Μίκυ Δολοφόνος, η Disney στο μεταίχμιο Facebook Twitter
Πήγα πολλές φορές στην Eurodisney του Παρισιού, για δουλειά ή διασκέδαση, στο πρώτο και πολύ αποτυχημένο της λανσάρισμα, και αφότου αγοράστηκε εκ νέου και πέτυχε τος στόχους της. Ωστόσο, τίποτε δεν συγκρίνεται με το συναίσθημα της original Disneyland.

Για την Disney δεν διαφαίνεται πρόβλημα επιβίωσης: τα ατού της είναι κατοχυρωμένα (παρά την… απόδραση του μικρού Μίκι), η Disney+ ανταγωνίζεται στα ίσια τις απέναντι πλατφόρμες με όπλο το πολλαπλό περιεχόμενο, που κυμαίνεται από το library μέχρι οτιδήποτε δημιουργείται ειδικά γι' αυτήν ή καταλήγει εκεί μετά τις αίθουσες, και τα πρότζεκτ έχουν μπει ήδη σε εφαρμογή. Όμως οι πρόσφατες απεργίες, η ρευστότητα στην ανώτερη βαθμίδα ηγεσίας και η φτωχή επίδοση στο box office, όσο κι αν η Disney ισχυρίζεται πως συνέβη επειδή δεν κυκλοφόρησε πολλές ταινίες στα σινεμά, θολώνουν την premium εικόνα. Κυρίως, ο ιμπεριαλισμός της εταιρείας στην αγορά, με τις αμέτρητες δραστηριότητες και τις στιβαρές τοποθετήσεις στην αγορά, δεν έχει μεταφραστεί ευκρινώς.

Οι αντίπαλοί της πλέον δεν είναι μικρές ανεξάρτητες φωνές όπως ο Τεξ Έιβερι ή ακόμη και τα Looney Tunes αλλά χιλιάδες διαφορετικοί δημιουργοί περιεχομένου και πολέμιοι, όπως ο ρεπουμπλικανός Ντε Σάντις που αντιτάχθηκε στη φιλική προς τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα πολιτική της Disney και τιμώρησε νομοθετικά τα πάρκα της στην οπισθοδρομκή Φλόριντα. Και παλιότερα είχαν προκύψει προβλήματα από εκκλησιαστικούς κύκλους, αλλά το μποϊκοτάζ έπεσε στο κενό. Το πρόβλημα είναι τόσο παλιό όσο η ακόμη και σήμερα δόκιμη θεωρία του Μάρσαλ Μακλούαν. Στο πολυπρισματικό οπτικοακουστικό πεδίο, τα μηνύματα της Disney για τις θαρραλέες κορασίδες και τους υπερήρωες με καρδιά χάνονται στον αχό των ζαλισμένων συνδρομητών, άσε που, με λίγα λόγια, είναι εξωδικαστικές, εξαντλητικές απόπειρες επιδιόρθωσης των ethnic και σεξιστικών διακρίσεων που κάποτε διέδωσε, λόγω εποχής, οφέλους και νοοοτροπίας βεβαίως. 

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ινδία, Νεπάλ, Μπουτάν: Καταγράφοντας τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, την τεχνητή νοημοσύνη και όσα πρεσβεύει η «γκουρού» Βαντάνα Σίβα

Οθόνες / Δύο Έλληνες κινηματογραφιστές ψάχνουν στην Ινδία μια απάντηση για το μέλλον του πλανήτη

Ο Χρόνης Πεχλιβανίδης και η Μαρία Γιαννούλη ξεκίνησαν μια έρευνα σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη και την «έξυπνη γεωργία», ταξίδεψαν σε Ινδία, Νεπάλ και Μπουτάν και συζήτησαν με τη διάσημη περιβαλλοντική ακτιβίστρια, Βαντάνα Σίβα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Επιτέλους, ξανά Cine Paris

Οθόνες / Επιτέλους, ξανά Cine Paris

Η ωραιότερη θερινή κινηματογραφική αίθουσα-ταράτσα της Πλάκας είναι έτοιμη να υποδεχθεί το κοινό έπειτα από τέσσερα χρόνια απουσίας υπό τη νέα διαχείριση του Cinobo με ένα προσεκτικά σχεδιασμένο πρόγραμμα προβολών για όλο το καλοκαίρι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ζαν Ζενέ - Νίκος Παπατάκης: Το χρονικό μιας μεγάλης φιλίας και μιας διπλής προδοσίας

Οθόνες / Ζαν Ζενέ - Νίκος Παπατάκης: Το χρονικό μιας μεγάλης φιλίας και μιας διπλής προδοσίας

Όταν μια μέρα συναντήθηκαν τυχαία στον δρόμο, ο Παπατάκης ήταν νηστικός δύο ημέρες. Ο Ζενέ έβγαλε από το πορτοφόλι του και του έδειξε, με περιφρόνηση, μια δεσμίδα χαρτονομισμάτων. Ο Παπατάκης θέλησε να του ρίξει μια γροθιά.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
The Boy

Οθόνες / The Boy: «Δεν χαίρομαι όταν κυκλοφορεί μια ταινία μου, περισσότερο φοβάμαι»

Στο «Πολύδροσο» η σχέση μάνας και κόρης γίνεται ο καμβάς για μια ιστορία υπερβολικής αγάπης και τρυφερότητας, με ιμπρεσιονιστικά χρώματα και «παραμυθένια» μουσική. Παρότι μισεί τις συνεντεύξεις, μας μίλησε για τη νέα του ταινία.
M. HULOT
Ένα στα γρήγορα με την Taylor Swift

Pulp Fiction / Ένα στα γρήγορα με την Taylor Swift

Τη στιγμή που οι δύο υποψήφιοι Πρόεδροι, ο Μπάιντεν χιουμοριστικά και ο Τραμπ απειλητικά, επικαλούνται την προτίμησή της για να επηρεαστούν οι ψηφοφόροι των προεδρικών εκλογών, η Τέιλορ Σουίφτ ξεφουρνίζει ένα ακόμα μουσικό ημερολόγιο με επικάλυψη μελαγχολικής εκδίκησης έναντι των πρώην της και την ίδια synthpop μονοτονία που επιμένει να σπάει ρεκόρ.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

The Review / «Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

Ο Γιάννης Βασιλείου και ο Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος, κριτικός στο Αθηνόραμα, αναλύουν τη νέα ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ, που μόλις κυκλοφόρησε στις αίθουσες και τρομάζει τους Αμερικανούς θεατές.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ