Πέντε ήρωες του blues, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης τους, μα και στην εξέλιξη της λαϊκής δυτικής μουσικής γενικότερα Facebook Twitter
Victoria Spivey

Πέντε ήρωες του blues που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης τους

0

Το blues είναι η μήτρα σχεδόν κάθε λαϊκής μουσικής στην Αμερική, όλο τον 20ο αιώνα, έως και σήμερα. Η επίδραση του blues στο rock n’ roll, στο rock, στο folk, ακόμη και στην ίδια την (λευκή) country υπήρξε καθοριστική. Ενώ κάθε μαύρη μουσική, από την jazz, μέχρι και το hip hop, έχει εντός της, άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό και άλλοτε σε μικρότερο, το σπέρμα του blues.

To blues, λόγω της μιντιακής παντοκρατορίας των ΗΠΑ μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και με τη βοήθεια των μηχανισμών του στρατιωτικού κατεστημένου, θα διασκορπιστεί σε κάθε γωνιά του δυτικού κόσμου, ου μην αλλά και του ανατολικού, με αποτέλεσμα η επιρροή του να είναι, παντού, συντριπτική και καθολική.

Εδώ, θα φιλοτεχνήσουμε πέντε πορτρέτα τεσσάρων bluesmen και μιας blueswoman έτσι επιλεγμένα, ώστε να φανεί αυτή ακριβώς η επίδραση του blues, στο ροκ κατ’ αρχάς, μα και πέρα απ’ αυτό στην πορεία.

SON HOUSE

(1902-1988)

Πέντε ήρωες του blues, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης τους, μα και στην εξέλιξη της λαϊκής δυτικής μουσικής γενικότερα Facebook Twitter
Son House (φωτό: Jan Persson_CTSIMAGES)

Το γεγονός ότι ο Son House έζησε έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80 δε μειώνει σε τίποτα το μύθο, που δικαίως έχει υφανθεί γύρω από το πρόσωπό του.

Πρόκειται απλώς για μία ιστορική φιγούρα της ιστορίας του blues, για έναν μοναδικό performer (όπως γράφουν τα βιβλία και όπως όλοι μπορούν να δουν στα βίντεο) με εντελώς προσωπική ματιά πάνω στη διάσταση και τη μορφή της τραγουδιστικής αφήγησης, με μυστικιστικές ή ρεαλιστικές προεκτάσεις, όχι λιγότερο σημαντικός του Robert Johnson, του οποίου υπήρξε δάσκαλος ή του Charley Patton, του οποίου υπήρξε φίλος και συνεργάτης.

Αν συνυπολογίσουμε, δε, και το γεγονός ότι ηχογράφησε ελάχιστους, παράξενους και αντιεμπορικούς δίσκους πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, στο μοναδικό του session για την Paramount το 1930 (τέσσερα 78άρια βασικά, άπαντα «ιερά δισκοπότηρα» για τους συλλέκτες του blues), τότε αντιλαμβάνεστε πως τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει περαιτέρω, που θα μπορούσε να κοντράρει τη δική του αυτόνομη περίπτωση.

Κατανοητό, λοιπόν, γιατί η επανεμφάνισή του στη δεκαετία του ’60 δεν αποτελεί μόνο μια μεγάλη ανακάλυψη του blues revival, αλλά συγχρόνως και την ευκαιρία που επιζητούσαν τα νέα ακροατήρια (στην Αμερική και τη Βρετανία κυρίως), για να συνομιλήσουν απ’ ευθείας μ’ ένα μύθο.

Έχει αξία να δούμε πώς οι ερευνητές εντόπισαν τον Son House στη δεκαετία του ’60, συνδυάζοντας τα στοιχεία που αναγράφονται στα βιβλία “The Blues Revival” (του Bob Groom) και “Chasin’ That Devil Music” (του Gale Dean Wardlow), επειδή αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για το πώς  οφείλουν να συνεργάζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους και πώς μέσα από συντονισμένες κινήσεις κατορθώνεται να φθάσουν στο ποθούμενο.

Πρόκειται απλώς για μία ιστορική φιγούρα της ιστορίας του blues, για έναν μοναδικό performer (όπως γράφουν τα βιβλία και όπως όλοι μπορούν να δουν στα βίντεο) με εντελώς προσωπική ματιά πάνω στη διάσταση και τη μορφή της τραγουδιστικής αφήγησης, με μυστικιστικές ή ρεαλιστικές προεκτάσεις, όχι λιγότερο σημαντικός του Robert Johnson, του οποίου υπήρξε δάσκαλος ή του Charley Patton, του οποίου υπήρξε φίλος και συνεργάτης.

Τον Αύγουστο του 1963 οι συλλέκτες και θιασώτες τoυ blues Bernard Klatzko και Gayle Dean Wardlow γυρίζουν στην περιοχή του Δέλτα, προκειμένου να ανακαλύψουν στοιχεία για τον Charley Patton. Εκεί μαθαίνουν πως ο Son House και ο φίλος και συνεργάτης του Willie Brown είχαν μετακινηθεί προς την Lake Cormorant, μια μικρή κοινότητα στα βορειοδυτικά της Πολιτείας του Mississippi, πάνω στα σύνορα με το Tennessee.

Το επόμενο καλοκαίρι ο Dick Waterman, ο Phil Spiro και ο νεοϋορκέζος fan Nick Perls (ιδιοκτήτης αργότερα των εταιρειών Yazoo και Blue Goose, που πέθανε στα 45 του το 1987) στήνουν αντίσκηνο στο Mississippi, προκειμένου να ανακαλύψουν τον Son House.

Οδηγώντας ώρες πολλές μέχρι το Memphis (εκεί τους έφερε η έρευνά τους) θα εντοπίσουν έναν άλλο μουσικό, τον Robert Wilkins, ο οποίος και θα τους δώσει σημαντικές πληροφορίες, που αφορούσαν στις πόλεις και τις κοινότητες του Μεγάλου Ποταμιού.

Τελικά, στην Robinsonville (όχι πολύ μακριά από την Lake Cormorant) θα τους δοθεί το όνομα κάποιου στο Detroit, ο οποίος ήξερε τη διεύθυνση του Son House στο Rochester της Νέας Υόρκης, πόλη στην οποία ζούσε.

Ένα τηλεφώνημα στο Detroit κι ένα τηλεγράφημα στο Rochester ήταν, απ’ ό,τι φάνηκε, αρκετό. Σε 36 ώρες η απάντηση ήταν πίσω. Μια επιχείρηση σε 16 Πολιτείες, με 4 χιλιάδες μίλια μετακινήσεων και δύο μήνες ξεσπιτώματος είχε λάβει τέλος.

Πέντε ήρωες του blues, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης τους, μα και στην εξέλιξη της λαϊκής δυτικής μουσικής γενικότερα Facebook Twitter
Από την ανακάλυψη του Son House, στις 23 Ιουνίου 1964, στο Rochester, της Νέας Υόρκης. Από αριστερά: Nick Perls, Dick Waterman, Son House, Phil Spiro (πηγή: Eric von Schmidt & Jim Rooney “Baby, let me follow you down / The illustrated story of the Cambridge folk years”, 1979)

Όπως οι περισσότεροι από τους μουσικούς που δραστηριοποιήθηκαν ξανά στα χρόνια του ’60, έτσι και ο Son House δεν γνώριζε γιατί κάποιοι λευκοί ενδιαφέρονταν μετά από τόσα χρόνια για τη μουσική του, ούτε, πολύ περισσότερο, για το πόσο σημαντικό ήταν το έργο του για την ιστορία του blues και πέρα απ’ αυτό.

Ο μεσήλικας bluesman εξακολουθούσε να παίζει κιθάρα, αλλά είχε σταματήσει να τραγουδάει μετά το θάνατο τού κολλητού του Willie Brown, το 1952. Θυμόταν φυσικά πολλά πράγματα –ήταν 62 ετών το 1964–, αν και ορισμένους παλαιούς σκοπούς φαινόταν να τους είχε λησμονήσει.

Θα βοηθήσει όμως, για να τους επαναφέρει στη μνήμη του, ο Al Wilson (ο μετέπειτα κιθαρίστας των Canned Heat), ο οποίος και θα τον συνοδέψει σε δύο θέματα σ’ εκείνο το καθοριστικό session στη Βοστώνη, στις 12 και 14 Απριλίου 1965, που θα εκδιδόταν λίγο καιρό αργότερα από την Columbia.

Αθάνατα από εδώ τα “Death letter”, “John the Revelator”, “Empire state express”, “Levee camp moan”…

Ο Son House θα γράψει μερικά ακόμη άλμπουμ στην πορεία, αλλά σταδιακά θα αρχίσει να αποσύρεται από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, εξαιτίας σοβαρών προβλημάτων υγείας – που δεν θα τον εμποδίσουν, πάντως, να φύγει από τη ζωή το 1988, στα 86 χρόνια του. 

SKIP JAMES

(1902-1969)

Πέντε ήρωες του blues, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης τους, μα και στην εξέλιξη της λαϊκής δυτικής μουσικής γενικότερα Facebook Twitter
Skip James

Από τους τραγουδοποιούς που έδωσαν «άλλη» ώθηση στο blues κατ’ αρχάς και στο blues revival στα σίξτις (που επηρέασε σφόδρα το ροκ), ο Skip James παραμένει έως και σήμερα ένα από τα πλέον μυθικά ονόματα του χώρου.

Αυτό δεν οφείλεται μόνο (ή κυρίως) στην ιδιόμορφη ζωή του, αλλά πρώτον απ’ όλα στα τραγούδια του, αρκετά από τα οποία εξακολουθούν να απασχολούν τη μουσική κοινότητα.

Το πόσο επιδραστικός υπήρξε για το ίδιο το blues πρώτα-πρώτα φαίνεται, κατ’ αρχάς, από το γεγονός πως δύο τραγούδια του αντιγράφηκαν με εμπνευσμένο τρόπο από τον μυθικό Robert Johnson. Αναφερόμαστε στο “Hellhound on my trail”, που είναι ίδιο με το “Devil got my woman” και στο “32-20 blues”, που έχει την ίδια μελωδία με το “22-20 blues”.

Ο Skip James, πριν τον πόλεμο, μπήκε στο στούντιο μόνον τρεις ημέρες του Φεβρουαρίου 1931 (στην πόλη Grafton του Wisconsin) και σ’ αυτό το διάστημα ηχογράφησε, όπως ο ίδιος είχε πει, 26 τραγούδια.

Αν και η επίσημη δισκογραφία του δεν φαίνεται να επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο –οι δύο καλύτερες συλλογές με τις complete recordings του στις εταιρείες Yazoo και Document εμφανίζουν 18 θέματα συνολικά– ό,τι μας παραδόθηκε από τον κορυφαίο αυτό μουσικό δεν μπορεί παρά να αποτελεί «κεφάλαιο».

Τον Nehemiah “Skip” James έφεραν ξανά στην επικαιρότητα, τον Ιούνιο του 1964, οι Henry Vestine (μετέπειτα κιθαρίστας των Canned Heat), John Fahey (ο γνωστός και αξιοσέβαστος κιθαρίστας) και Bill Barth.

Το πόσο επιδραστικός υπήρξε για το ίδιο το blues πρώτα-πρώτα φαίνεται, κατ’ αρχάς, από το γεγονός πως δύο τραγούδια του αντιγράφηκαν με εμπνευσμένο τρόπο από τον μυθικό Robert Johnson. Αναφερόμαστε στο “Hellhound on my trail”, που είναι ίδιο με το “Devil got my woman” και στο “32-20 blues”, που έχει την ίδια μελωδία με το “22-20 blues”.

Ο Skip James, που ήταν τότε 62 ετών, νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της Tunica (πόλη του Mississippi) μετά από εγχείριση στομάχου. Κι έτσι, μόλις έγινε καλά, οι φίλοι του τον πήραν σχεδόν σηκωτό από το νοσοκομείο και το τετραήμερο από τις 23 έως τις 26 Ιουλίου του ’64 τον «έσπρωξαν» να εμφανιστεί στο Newport Folk Festival, το οποίο και άλωσε με την υπέροχη φαλσέτο φωνή και τους μοναδικούς δακτυλισμούς του, ερμηνεύοντας το “Devil got my woman” («τη γυναίκα που αγαπώ την έκλεψα από τον καλύτερό μου φίλο / στάθηκε όμως τυχερός και μου την ξαναπήρε πίσω») και τα “Cherry ball blues”, “Sick bed blues” και “Cypress grove blues”.

Το πρώτο μεγάλο του session θα πραγματοποιηθεί την 16η Δεκεμβρίου 1964, στην Falls Church της Virginia. Εκεί ο Skip James θα ερμηνεύσει κλασικό (“Hard time killin’ floor blues”, “Devil got my woman”, “Cherry ball blues”, “Special rider blues” κ.λπ.) και πιο καινούριο υλικό (“Sickbed blues”, “Washington D.C. Ηospital Center blues” κ.λπ.), εμφανώς επηρεασμένος από το πήγαινε-έλα των νοσοκομείων.

Οι εγγραφές του στην εταιρεία Vanguard, για τις οποίες είναι περισσότερο γνωστός και στην Ελλάδα (εξαιρουμένων εκείνων στο Newport από τον Ιούλιο του ’64), θα ξεκινήσουν στη Νέα Υόρκη, στο διάστημα 9-10 Ιανουαρίου του 1966.

Γράψαμε για «Ελλάδα»; Ναι. Ήταν το κείμενο του Τάσου Φαληρέα στο περιοδικό «ΤΖΑΖ» (τεύχος #4, Σεπτέμβριος 1978), που είχε ρίξει τον αρχικό σπόρο.

Πέντε ήρωες του blues, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης τους, μα και στην εξέλιξη της λαϊκής δυτικής μουσικής γενικότερα Facebook Twitter
Δίσκοι του Skip James από την δεκαετία του ’60


Το πρώτο LP είχε τίτλο  “Today!” και περιλάμβανε δώδεκα θέματα, τα μισά εκ των οποίων ο Skip James τα είχε πρωτοπαρουσιάσει σ’ εκείνο το ιστορικό session τού 1931. Ανάμεσά τους και το “I’m so glad” (που το είχε ήδη ξαναπεί για λογαριασμό της Biograph), το οποίο θα ηχογραφούσαν και οι Βρετανοί Cream (Eric Clapton, Jack Bruce, Ginger Baker), τον Σεπτέμβριο του ’66, κάνοντάς το γνωστό σε όλον τον κόσμο.

Εξαιρετικό τραγούδι με λίγους στίχους, που κάθε άλλο παρά υπογράμμιζαν τη χαρούμενη διάθεση του αφηγητή, βασιζόταν σε μία σειρά εντυπωσιακά γρήγορων δακτυλισμών, που θα έγραφαν ιστορία.

Θ’ ακολουθήσει ένα session στη Βοστώνη, κάπου μέσα στο 1966, πριν την έκδοση του δεύτερου και τελευταίου άλμπουμ του για την Vanguard, που είχε ηχογραφηθεί κι εκείνο στη Νέα Υόρκη, από τις 22 έως τις 24 Μαρτίου 1967 και το οποίο είχε τίτλο “Devil Got my Woman”.

Εκ νέου με παλαιό και νέο υλικό, ο Skip James θα αποδείκνυε πως ένας άνθρωπος ακόμη και στα 65 χρόνια του θα μπορούσε να κρατά ψηλά τη νεανική τέχνη του, παίζοντας και τραγουδώντας με την ίδια συναισθηματική έξαψη και δεξιοτεχνία.

Δυστυχώς, όμως, η υγεία του εξακολουθούσε να τον ταλαιπωρεί. Έπειτα δε από μιαν εμφάνισή του στο Bloomington της Indiana (30 Μαρτίου 1968) ο Skip James θα αποσυρθεί οριστικά από τη σκηνή, αφήνοντας την τελευταία του πνοή ενάμισι χρόνο αργότερα (30 Οκτωβρίου 1969) στη Φιλαδέλφεια, πόλη στην οποία είχε μετακομίσει μετά την επαναδραστηριοποίησή του.

VICTORIA SPIVEY

(1906-1976)

Πέντε ήρωες του blues, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης τους, μα και στην εξέλιξη της λαϊκής δυτικής μουσικής γενικότερα Facebook Twitter
Victoria Spivey

Η περίπτωση της μεγάλης τραγουδίστριας του «κλασικού blues» (δεκαετία του 1920) Victoria Spivey έχει τη δική της ιδιαιτερότητα, όσον αφορά στην ένταξή της στην πιο σύγχρονη εποχή, στα χρόνια του ’60.

Κατ’ αρχάς την Victoria Spivey δεν την ανακάλυψε κανείς.

Έπειτα, υπήρξε η μοναδική ιδιοκτήτρια εταιρείας και παραγωγός των σίξτις, απαθανατίζοντας στην Spivey Records, την οποίαν ίδρυσε μαζί με τον μάνατζέρ της Leonard Kunstadt στις αρχές της δεκαετίας, μεγάλες στιγμές του blues (ζωντανές ή ζωντανές στο στούντιο).

Γεννημένη στο Houston το 1906, η Victoria Spivey μπαίνει για πρώτη φορά στις εγγραφές το 1925, σε ηλικία μόλις 19 ετών. Κάτι το ταλέντο της στο τραγούδι, κάτι η ευχέρειά της στο να συνθέτει και να γράφει στίχους δίχως να «μασάει» τα λόγια της, κάτι η εξωτερική ομορφιά και το παράστημά της, όλα αυτά λειτούργησαν τοιουτοτρόπως ώστε πολύ σύντομα η νεαρή Victoria να εξελιχθεί σ’ ένα είδος… ντίβας.

Έκανε επιτυχίες η Spivey στα χρόνια του ’20 αφήνοντας περήφανα τραγούδια (“Black snake blues”, “Dope head blues” κ.ά.), έπαιξε και στον κινηματογράφο (στην ταινία “Hallelujah” του King Vidor), για να την παρασύρει όμως κι εκείνη η κρίση του ’29, βγάζοντάς την προσωρινά από το παιγνίδι.

Προσωρινά, όμως, γιατί το 1931 η Victoria Spivey θα ηχογραφήσει και πάλι, όπως και τη διετία 1936-37, έχοντας σε backing ρόλους μέγιστα ονόματα του blues και της jazz, σαν τους Lonnie Johnson, Tampa Red, Louis Armstrong, King Oliver, Red Allen κ.ά., καθώς η εκτίμηση προς το πρόσωπό της, στο σχετικό κύκλωμα, ήταν πάντα υψηλή.

Παρά ταύτα από τότε και μέχρι τις αρχές του ’60 ελάχιστοι θ’ ακούσουν κάτι ιδιαίτερο για ’κείνη…

Πέντε ήρωες του blues, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης τους, μα και στην εξέλιξη της λαϊκής δυτικής μουσικής γενικότερα Facebook Twitter
Δίσκοι της Victoria Spivey από την δεκαετία του ’60, στην δική της εταιρεία Spivey Records

Στις 13 Ιουλίου 1961 η Victoria Spivey, μαζί με τον Lonnie Johnson, μπαίνει και πάλι στο στούντιο και υπό την τεχνική καθοδήγηση του Rudy Van Gelder ηχογραφεί το “Idle Hours” για την Prestige / Bluesville.

Ήταν ένα αποκαλυπτικό comeback δύο τρανών πρωταγωνιστών του blues, έτσι τουλάχιστον όπως μας παρουσιάζονται στα “Long time blues” και “Idle hours” –και τα δύο συντεθειμένα από την Victoria Spivey–, τραγούδια που ανήκουν μεταξύ των ωραιότερων της εποχής.

Το κεφάλαιο στην εταιρεία Prestige θα κλείσει με δύο ακόμη άλμπουμ, το “Songs We Taught Your Mother”, μαζί με τις Alberta Hunter και Lucille Hegamin και βεβαίως το “Woman Blues!”, το προσωπικό άλμπουμ της (πάλι όμως με τη συμμετοχή του Lonnie Johnson) με τα σπουδαία τραγούδια “Christmas without Santa Claus” και “I’m a red hot mama”.

Η εταιρεία τής Victoria Spivey, η Spivey Records, λογικά πρέπει να παίρνει μπροστά προς το 1962. Επρόκειτο για μία εταιρεία χαμηλού budget, με θαυμάσια χειροποίητα εξώφυλλα κάποιας συγκεκριμένης αισθητικής και με βινύλια σχετικώς καλής εγγραφής.

Ανάμεσα, μάλιστα, στα πρώτα νούμερά της ήταν και το “Victoria and her Blues”, το πρώτο άλμπουμ τής Spivey στη δική της πλέον ετικέτα.

Σε σχήμα τρίο –ο Eddie Barefield ήταν στο άλτο σαξόφωνο και το κλαρινέτο και ο Pat Wilson στα ντραμς– η Victoria Spivey αποδίδει δικές της, όπως σχεδόν πάντα, συνθέσεις, τραγουδώντας παίζοντας πιάνο και όργανο. Ανάμεσά τους κι ένα θέμα για τον φίλο της Buddy Tate (σπουδαίος τενορίστας του swing), το “So long Buddy”, με τον οποίον εγκαινίασε μάλιστα και το label (“Buddy Tate Invites you ‘to Dig’ A Basket of Blues”).

Πέντε ήρωες του blues, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης τους, μα και στην εξέλιξη της λαϊκής δυτικής μουσικής γενικότερα Facebook Twitter
Bob Dylan και Victoria Spivey, Μάρτιος 1962

Οπωσδήποτε ένα από τα πιο ιστορικά LP, με το οποίο συνέδεσε το όνομά της η Victoria Spivey, ήταν και το “Three Kings and the Queen”, ένα άλμπουμ στο οποίο συμμετείχε ο νεαρός και άγνωστος ακόμη τότε Bob Dylan, σε μια ηχογράφηση από τον Μάρτιο του 1962!

Θ’ ακολουθήσουν πολλές εμφανίσεις της στη σκηνή και τη δισκογραφία, αποκτώντας με τα χρόνια η σημαντικότατη αυτή blueswoman ακόμη πιο μεγάλη αίγλη, αν και περισσότερο σ’ ένα υπόγειο κύκλωμα.

Δεν ήταν τυχαία, εξάλλου, η εμφάνισή της στο Ann Arbor Blues and Jazz Festival, το 1973, εκεί όπου έπαιξε μαζί με τον πιανίστα Roosevelt Sykes.

Η Victoria Spivey θα πεθάνει το 1976 στη Νέα Υόρκη, στα 70 χρόνια της – αν και η εταιρεία της θα διατηρηθεί για κάμποσα ακόμη χρόνια μετά το θάνατό της (μέχρι το 1985-86).

SCRAPPER BLACKWELL

(1903-1962)

Πέντε ήρωες του blues, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης τους, μα και στην εξέλιξη της λαϊκής δυτικής μουσικής γενικότερα Facebook Twitter
Scrapper Blackwell

Διαβάζοντας μέσα στα χρόνια κομμάτια κι αποσπάσματα του ταραγμένου βίου του Francis Hillman Blackwell, του επονομαζόμενου Scrapper, νοιώθεις σαν να ξαναβλέπεις, να μην πούμε καρέ-καρέ, την ταινία του Rainer Werner Fassbinder “Querelle” (ε.τ. Καβγατζής).

Δεν ήταν μόνο το παρωνύμιο Scrapper, που παρέπεμπε ευθέως στο διάσημο τελευταίο φιλμ του γερμανού σκηνοθέτη, ήταν η ίδια η ιλιγγιώδης ζωή του αμερικανού μουσικού, που ανοιγότανε μπροστά σου όπως εκείνες οι φιάλες με το οινόπνευμα στα χαλκοπράσινα μπαρ της Βρέστης.

Ο Scrapper Blackwell γεννήθηκε στη Syracuse της South Carolina την 21 Φεβρουαρίου 1903 και όπως γράφει ο Paul Oliver στην «Ιστορία του Blues»… «o Scrapper, που είχε και αίμα Ινδιάνου Τσερόκι στις φλέβες του, ανήκε σε οικογένεια με παράδοση στη μουσική.(…). Όταν ήταν παιδί έφτιαξε μόνος του την πρώτη του κιθάρα, με το μπράτσο από ένα μαντολίνο και μ’ ένα κουτί από πούρα. Έμαθε να παίζει τα (παλαιά) κλασικά τραγούδια και όταν τα blues άρχισαν να διαδίδονται στην Ινδιανάπολη (όπου είχε βρεθεί από τριών ετών) δεν άργησε να μπει στο κλίμα. Στα είκοσί του είχε ήδη μία επικερδή επιχείρηση παράνομης παρασκευής αλκοόλ, ενώ περίπου τότε μπαίνει σιγά-σιγά στις ηχογραφήσεις».

Η ζωή και η καριέρα του Scrapper Blackwell θ’ αλλάξουν όμως, όταν περί τα μέσα της δεκαετίας του ’20 θα γνωρίσει τον πιανίστα Leroy Carr.

Τους ένωναν πολλά τους δύο μουσικούς, κι ανάμεσα σε άλλα το ασυγκράτητο πάθος τους για το αλκοόλ. Αν ο Scrapper την είχε γλιτώσει για την ώρα, ο Leroy είχε μπει ήδη ένα χρόνο φυλακή για παράνομη διακίνηση ουίσκι. Δυστυχώς, όμως, για ’κείνον η ζωή δεν θα του δείξει το καθαρό της πρόσωπο. Οι μεγάλες ποσότητες νοθευμένων ποτών που συνήθως κατανάλωνε τον διέλυσαν, κι έτσι προς τα τέλη Απριλίου του 1935 θα πεθάνει (ήταν 30 ετών) ύστερα από οξύτατη κρίση νεφρίτιδας, που ακολούθησε έναν καυγά του με τον Scrapper.

Οι Carr και Blackwell, όμως, είχαν προλάβει να ηχογραφήσουν μαζί μερικά από τα καλύτερα blues που ακούστηκαν ποτέ, τραγουδώντας λόγια με αληθινή στιχουργική δύναμη, αγγίζοντας συγχρόνως το τέλειο στις μουσικές και τις ενοργανώσεις τους.

Πέντε ήρωες του blues, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης τους, μα και στην εξέλιξη της λαϊκής δυτικής μουσικής γενικότερα Facebook Twitter
Δίσκοι με ηχογραφήσεις του Scrapper Blackwell

Ανάμεσα σ’ αυτά τα ιστορικά τραγούδια τους περιλαμβάνονταν και τα “How long, how long blues”, “Blues before sunrise”, “Mean mistreater mama”, “Prison bound blues”, ενώ δεν υπολείπονταν σε αξία τα λιγότερο γνωστά “Let’s make up and be friends again”, “I know I’ll be blue”, “Gone mother blues” κ.ά.

Ο Scrapper Blackwell δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το σοκ του θανάτου του καλύτερου φίλου του. Πέρασε στην αφάνεια και για 23 ολόκληρα χρόνια κανείς δεν έμαθε τίποτα γι’ αυτόν.

Το 1958, όμως, ένας επαγγελματίας φωτογράφος και ιθύνων νους του Indianapolis Jazz Club, ο Dunkan Schiedt, τον ανακαλύπτει κάπου στην Ινδιανάπολη και τον πείθει να ξαναμπεί στις ηχογραφήσεις, σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα μετά την τελευταία επίσκεψή του σε στούντιο.

Έτσι, τον Ιούνιο του 1958 θα γράψει έξι κομμάτια (εμφανίστηκαν σ’ ένα LP της βρετανικής Flyright και σ’ ένα EP της επίσης βρετανικής Collector) και σε τρεις δόσεις (τον Σεπτέμβριο του ’59, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του ’60) άλλα έντεκα, ανάμεσά τους τα “How long blues” και “Blues before sunrise”, που θ’ αποτελέσουν το υλικό ενός άλμπουμ που βγήκε για λογαριασμό της βρετανικής 77 Records.

Τα επόμενα δύο χρόνια ο Scrapper Blackwell θα κάνει αρκετές εμφανίσεις, δίνοντας πάντα δυναμικά παιξίματα στην κιθάρα, ενώ θα γράψει τον Ιούλιο του ’61 ένα ακόμη LP (“Mr. Scrapper’s Blues”), που θα κυκλοφορήσει από την Bluesville στην Αμερική και την Xtra στη Βρετανία (1962).

Ο «Καβγατζής», όμως, φαίνεται πως δεν είχε πει ακόμη την τελευταία του λέξη. Το ζην επικινδύνως κυλούσε στο αίμα του από τότε που γεννήθηκε. Πρωταγωνιστής στην ίδια του την τέχνη θα βρεθεί άγρια δολοφονημένος κάπου στην Ινδιανάπολη τον Οκτώβριο του ’62 .

ROBERT PETE WILLIAMS

(1914-1980)

Πέντε ήρωες του blues, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης τους, μα και στην εξέλιξη της λαϊκής δυτικής μουσικής γενικότερα Facebook Twitter
Ο Robert Pete Williams στην ταινία του Ροβήρου Μανθούλη «Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια» (1973)

Ο Robert Pete Williams αποτελεί, πιθανώς, την κορυφαία ανακάλυψη του blues revival. Κορυφαία, αν αναλογισθούμε τον τρόπο με τον οποίο συνέβη στην Louisiana State Penitentiary, γνωστή και ως αγροτική φυλακή Angola, το 1959 και κυρίως αν προσμετρήσουμε, στο βαθμό που οφείλουμε να το κάνουμε, δηλαδή στο μέγιστο, την εντελώς ακατάτακτη περίπτωσή του.

Ο Robert Pete Williams, παρ’ ότι χοντρικώς εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία του folk-blues, δεν αποτελεί συνέχεια καμιάς καταγραμμένης παράδοσης, μετεξέλιξη κανενός στυλ, με την τραγουδοποιητική τεχνική του να μην έλκεται από καμία προηγούμενη φόρμα.

Ακούγοντας έστω και ένα δικό του τραγούδι αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι τίποτα δεν υπάρχει που να τον θυμίζει από το παρελθόν ή το παρόν της τέχνης του.

Αποτελώντας λοιπόν «κατηγορία» από μόνος του ο Robert Pete Williams θα υπηρετήσει σθεναρά το στυλ του, αντιστεκόμενος μέχρι πέρας στις δυσκολίες που του δημιουργούσε η γενικότερη άτεγκτη συμπεριφορά του.

Περιττό, δε, να πούμε ότι πολλά χρόνια αργότερα, στα 2000s π.χ., τα τραγούδια του θεωρήθηκαν εντελώς hip, συμβατά με τις πιο ουσιαστικές καταβυθίσεις στη μουσική του χθες, διαρκής πηγή μελέτης και κυρίως λύτρωσης. Σημειώστε, επ’ αυτού, την επανέκδοση του σπάνιου άλμπουμ του στην Ahura Mazda από το 1971 στην σημαντική εταιρεία Fat Possum, το 2001.

Αποτελώντας λοιπόν «κατηγορία» από μόνος του ο Robert Pete Williams θα υπηρετήσει σθεναρά το στυλ του, αντιστεκόμενος μέχρι πέρας στις δυσκολίες που του δημιουργούσε η γενικότερη άτεγκτη συμπεριφορά του.

Τον Robert Pete Williams τον ανακάλυψαν στην Angola οι εθνομουσικολόγοι Harry Oster και Richard B. Allen, το 1959. Ο μουσικός εξέτιε ποινή φυλάκισης, για δολοφονία εν ψυχρώ, καθώς είχε σκοτώσει κάποιον εν αμύνη, όπως είχε ισχυριστεί, τον Απρίλιο του 1956.

Ο Dr. Oster, βλέποντας τι ακριβώς είχε μπροστά του, αδιαφορώντας για την ποινική κατάσταση του άσημου φυλακισμένου, θα επιχειρήσει αμέσως να τον απελευθερώσει, πράγμα το οποίον οριστικά θα καταφέρει το 1964, καθώς μέχρι τότε ο Robert Pete Williams μπαινόβγαινε στη φυλακή.

Εξάλλου, οι πρώτες ηχογραφήσεις του θα γίνουν εκεί, κάτω από πρόχειρες συνθήκες, οι οποίες, πάντως, δεν θα τον εμποδίσουν να δώσει, από την πρώτη στιγμή, έργο ζωής. Αναφερόμαστε, κυρίως, στο άλμπουμ “Those Prison Blues”, μία από τις κορυφαίες field recordings στην ιστορία της αμερικανικής μουσικής.

Βαθειά θρησκευόμενος ο Robert Pete Williams, μ’ έναν τρόπο σχεδόν μυστικιστικό και διαρκώς σε κόντρα με τα καλλιτεχνικά και παρακαλλιτεχνικά κυκλώματα στην Αμερική, θα βρεθεί πολλές φορές εκτός δράσης, σαμποταρισμένος από το κυρίως ρεύμα.

Πέντε ήρωες του blues, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης τους, μα και στην εξέλιξη της λαϊκής δυτικής μουσικής γενικότερα Facebook Twitter
Δίσκοι του Robert Pete Williams από τα τέλη του ’50 και τις αρχές του ’60

Ο John Fahey ήταν πάντως εκείνος που θα του δώσει μια στέγη στην Takoma Records το 1966 (το ίδιο είχε πράξει και ο Kenneth S. Goldstein για την Prestige, το 1961), πριν ο Robert Pete Williams πάρει το δρόμο για την Ευρώπη (αν και στην Αγγλία δεν φαίνεται να πήγε, λόγω θεμάτων με την πρότερη φυλάκισή του).

Ηχογραφήσεις λοιπόν στην Αυστρία, τη Δυτική Γερμανία και την Ανατολική Γερμανία (στο American Folk Blues Festival του 1966), τη Δανία, τη Γαλλία και λιγότερο την Αμερική, στην οποία πάντα αντιμετώπιζε προβλήματα στο να «περνάει» τη δουλειά του.

Ήταν, βλέπετε, οι προοδευτικές απόψεις του, το πάθος του για την ελευθερία, η αρνητική θέση του για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, η ανέχεια, που συχνά εμφανιζόταν στα τραγούδια του, όχι ως μοίρα, αλλά ως όνειδος.

Να υπενθυμίσουμε, τέλος, πως ο Robert Pete Williams εμφανίζεται (και) στην ταινία τού Ροβήρου Μανθούλη από το 1973 “Le Blues Entre les Dents” (ή «Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια», όπως έγινε γνωστή στην Ελλάδα).

Στο “Pardon denied again” ο Robert Pete Williams περιγράφει, θρηνητικά, την τελευταία του απόπειρα να ζητήσει χάρη, μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες. Ξέρει ότι είναι δύσκολο και γι’ αυτό προσεύχεται, πέφτοντας στα γόνατα, παρακαλώντας τον Θεό να τον ελεήσει…

Μουσική
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τόλγκα Τουζούν

Μουσική / Τόλγκα Τουζούν: «Ξέρω ότι η μουσική που γράφω δεν θα γίνει ποτέ δημοφιλής»

Ο δημιουργός του ορατορίου «Φάλαινα στην πόλη ή Γιατί το έκανες αυτό;» που παρουσιάζεται στο 2ο Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής μιλάει για τη σχέση του με τη σύγχρονη μουσική σκηνή τόσο στη χώρα του, την Τουρκία, όσο και διεθνώς.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Τα Κατά Ματθαίον Πάθη: Το κορυφαίο θρησκευτικό έργο του Μπαχ

Συμφωνική Μουσική - Ιστορίες / Τα κατά Ματθαίον πάθη: Το κορυφαίο θρησκευτικό έργο του Μπαχ

Η Ματούλα Κουστένη εξερευνά τον συναρπαστικό κόσμο του μπαρόκ και ξεδιπλώνει τα μυστικά των Παθών του «σημαντικότερου μουσικού επιστήμονα», του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Γιατί σκοτώνονται μεταξύ τους ο Kendrick Lamar και ο Drake;

Μουσική / Γιατί σκοτώνονται μεταξύ τους ο Kendrick Lamar και ο Drake;

Ανταγωνισμός πάντοτε υπήρχε, αλλά ποτέ δεν σοβάρεψαν τόσο τα πράγματα όσο τώρα. Στον χορό μπήκε και ο Kanye West, το κερασάκι στην τούρτα όμως το έβαλε η Taylor Swift. Τα beefs έχουν επανέλθει επειδή μάλλον είναι κάτι που πουλάει.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Αναζητώντας την προφορική και μουσική παράδοση της Κέας

Μουσική / Αναζητώντας την προφορική και μουσική παράδοση της Κέας

Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Cycladic Identity», ιστορίες και παραμύθια του νησιού, οι μελωδιές Τζιωτών μουσικών, η προφορική παράδοση και η μυθολογία συγκεντρώθηκαν σε μια σειρά podcast που θα μπορεί κάθε επισκέπτης της Κέας να ακούσει ενώ περιηγείται σε πλατείες, μονοπάτια, παραλίες, στα δρομάκια της Ιουλίδας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Αμαλία μάς ξανασυστήνεται χωρίς τους Architects

Μουσική / Ο Αμαλία μάς ξανασυστήνεται χωρίς τους Architects

Μετά από τέσσερα χρόνια καθυστερήσεων και αρκετά σκαμπανεβάσματα, ο νεαρός δημιουργός που γνωρίσαμε με το πρότζεκτ Amalia and the Architects κυκλοφορεί το ντεμπούτο του άλμπουμ με τίτλο «Amalia???», ξανασυστήνεται στο κοινό μέσα από 10 τραγούδια με υπαρξιακές αναζητήσεις, που λειτουργούν πέρα από τα όρια του φύλου.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Η underground δημιουργικότητα μέσα από τα μάτια του Deltah

Μουσική / Deltah: «Κανείς δεν πυροβόλησε επειδή του το είπε ένα ραπ τραγούδι»

Με αφορμή τη νέα κυκλοφορία του «Thorax», ο πολυσχιδής καλλιτέχνης της σύγχρονης underground σκηνής μιλά για τα στερεότυπα που ακολουθούν μέχρι σήμερα τη ραπ, η οποία «προφανώς και είναι μουσική για διασκέδαση, όπως κάποιος θα πάει στα μπουζούκια και θα διασκεδάσει χωρίς απαραίτητα να είναι καψούρης».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΤΑΤΣΗΣ