Αμάντα Μιχαλοπούλου, συγγραφέας Facebook Twitter
Πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια με ήπια κατάθλιψη, μπροστά στην τηλεόραση, τρώγοντας κρακεράκια. Οι έρωτες με έσωζαν πότε-πότε από το τέλμα. Ένας εκρηκτικός εαυτός μέσα μου, σε διαρκή ίλιγγο, και απ’ έξω το κορίτσι με τα γαλλικά και το μπαλέτο. Φωτ.: Julian Salinas/ LIFO

Αμάντα Μιχαλοπούλου: «Μετανιώνω μόνο για πράγματα που δεν έκανα»

0

Γεννήθηκα στο Μαρούσι, στο κτήμα της γιαγιάς μου, ένα χαμόσπιτο με κυματιστή στέγη από ελενίτ. Κάποτε το αγρόκτημα ξεκινούσε από τις σχολές Δούκα και έφτανε στο Σισμανόγλειο. Η οικογένειά μου το περιγράφει ως χαμένο παράδεισο, με κότες, θερμοκήπια, φούρνους και υποστατικά. Τα έχασαν όλα. Έκοβαν και πουλούσαν αγροτεμάχια οι παππούδες μου, αν και νομίζω ότι περισσότερο χάριζαν. Ήταν της άποψης «τούτη η γη που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε».

• Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στο γραφείο. Ο πατέρας μου εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για μια θέση στο Δημόσιο. Εκείνος ήταν διευθυντής, η μητέρα μου υπάλληλος ‒ κλασική ελληνική ταινία. Δούλευαν στο ΤΣΑΥ, το Ταμείο Ασφάλισης Υγειονομικών, αλλά εγώ, με αυτό το αρκτικόλεξο, νόμιζα ότι δούλευαν σε φυτείες τσαγιού. Ο μπαμπάς διάβαζε ιστορικά βιβλία και άκουγε όπερες στο ραδιοκασετόφωνο με ακουστικά. Η μαμά τακτοποιούσε. Είχε μανία με την τάξη και έκανε τα ωραιότερα γεμιστά. Στο σπίτι είχαμε την κλασική βιβλιοθήκη της εποχής. Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, Λευκά Ψεύδη, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, Η ωραία Νιβερνέζα. Σήμερα είμαι ευγνώμων γι’ αυτήν τη βιβλιοθήκη που με έκανε να ντρέπομαι παλιά. Είχα κάνει φύλλο φτερό την Αφροδίτη του Πιερ Λουί. Ήταν μια νεαρή εταίρα στην αρχαία Ελλάδα που έφυγε στα δώδεκα με μια ομάδα καβαλάρηδων.

Στη λογοτεχνία συναντιόμαστε με τον εαυτό μας, με τη γενιά μας και με την κοινωνία στην οποία ζούμε, ζωντανεύουν τα πάθη μας.

• Θυμάμαι ένα βραβείο ζωγραφικής που πήρα στο νηπιαγωγείο. Το έπαθλο ήταν η δωδεκάτομη εγκυκλοπαίδεια «Τα λουλούδια». Δεν ξέρω πώς τους ήρθε να μου δώσουν δυο τόμους να κρατάω στην τελετή, πέντε χρονών παιδί, νόμιζα ότι θα μου κοπούν τα χέρια. Ο πατέρας μου φύλαξε το απόκομμα από τα «Επίκαιρα». Έγραφε ‒το έμαθα απ’ έξω‒ «Η Α.Μ. έχει όλα τα προσόντα και ασφαλώς θα προσφέρει πολλά στην τέχνη όταν μεγαλώσει». Τρομακτική φράση!

752
Το νέο τεύχος της δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

• Θυμάμαι και μια φορά που φύγαμε σκαστές με τη φίλη μου τη Νανά στην Β’ Δημοτικού από τις Σχολές Δούκα. Είχαμε μετακομίσει ήδη οικογενειακώς στα Εξάρχεια, αλλά είπαμε στη συνοδό του σχολικού ότι μας περιμένει η γιαγιά μου στο σπίτι, δέκα λεπτά με τα πόδια. Δεν ξέρω πώς την πείσαμε, ήταν και άλλες εποχές. Στο δρόμο μαζεύαμε μαργαρίτες, σκαρφαλώναμε στις ελιές, μας πήρε αιώνες να φτάσουμε. Οι γονείς μας είχαν τρελαθεί. Με πήγαν στο 5ο Δημοτικό Εξαρχείων τον επόμενο χρόνο.

• Μετά το κτήμα με τα κοτέτσια και τις αμυγδαλιές, η ζωή στο τριάρι της Ζωοδόχου Πηγής έμοιαζε με εξορία ‒ κοιμόμουν στο χολ, σε μια ντιβανοκασέλα, η αδερφή μου στην τραπεζαρία. Όλα αυτά που με καταπίεζαν κάποτε μου φαίνονται τρομερά μυθιστορηματικά σήμερα. Είχαμε έναν δάσκαλο στο σχολείο της Θεμιστοκλέους, τον κύριο Κωφό, που μας έστριβε το αυτί με διεστραμμένο πάθος αν αργούσαμε να κατεβούμε στο διάλειμμα. Τα παιδιά της Έκτης σκαρφάλωναν τα κάγκελα και πηδούσαν έξω, στον δρόμο. Χτυπούσε τόσο δυνατά η καρδιά μου! Ονειρευόμουν ότι μια μέρα θα σκαρφάλωνα κι εγώ τα κάγκελα και θα γύριζα στις Σχολές Δούκα, στη «Γειτονιά μας», όπως την έλεγαν, μια ξύλινη κατασκευή με σπίτια, μανάβικο, ιατρείο και ταχυδρομείο. Εκεί πρωτοέπαιξα όλους τους ρόλους, ήμουν και γιατρός και ασθενής και η μαμά και το παιδί και ο περιπτεράς. Τα έγραψα όλα αυτά στο Μπαρόκ, ό,τι πιο κοντινό σε αυτοβιογραφία έχω γράψει, δοκιμάζοντας να περιγράψω τη ζωή μου από έξω και ψηλά, όχι από αυτό το ναρκισσιστικό πηγάδι που βουλιάζουμε όταν λέμε «Εγώ».

Αμάντα Μιχαλοπούλου, συγγραφέας Facebook Twitter
Άγρια εφηβεία δεν πέρασα, ήμουν αυτό που λέμε καλό κορίτσι, λίγο βλαμμένο. Θαύμαζα τη μικρή μου αδελφή που ήξερε να διαπραγματεύεται. Μια φίλη μου με φώναζε «σιγανό ποταμάκι». Φωτ.: Julian Salinas/ LIFO

• Μετά την αλλαγή σχολείου έβλεπα εφιάλτες και υπνοβατούσα. Οι γονείς μου, παρότι δεν ήταν εξοικειωμένοι με την ψυχοθεραπεία ‒μιλάμε για το 1975‒, με πήγαν σε ψυχίατρο. Φοβόμουν πολύ τον θάνατο. Εκείνη η γυναίκα μού είπε «ακόμη και οι ελέφαντες που ζουν τόσα χρόνια στο τέλος πεθαίνουν». Έγραψε στο συνταγολόγιο να μου αγοράσουν τα βιβλία της Άλκης Ζέη. Έτσι άρχισαν όλα. Αντί για φάρμακα, βιβλία. Διάβαζα το Καπλάνι της Βιτρίνας κι ένας άλλος κόσμος ξεδιπλωνόταν την ώρα που η τηλεόραση έπαιζε στο βάθος. Ήμουν εννιά χρονών.

• Άγρια εφηβεία δεν πέρασα, ήμουν αυτό που λέμε καλό κορίτσι, λίγο βλαμμένο. Θαύμαζα τη μικρή μου αδελφή που ήξερε να διαπραγματεύεται. Μια φίλη μου με φώναζε «σιγανό ποταμάκι». Αλήθεια ήταν. Μέσα μου έβραζα, αλλά δεν ήξερα πώς να αντισταθώ στις επιθυμίες των μεγάλων. Φταίνε και τα βιβλία, ζούσα πιο σιωπηλά τις περιπέτειες. Στα δεκατέσσερα άρχισαν να με ενδιαφέρουν τα αγόρια και ο γαλλικός κινηματογράφος. Δεν ξέρω αν ο κινηματογράφος με οδήγησε στα αγόρια ή τα αγόρια στον κινηματογράφο. Αρρώσταινα από έρωτα. Έκανα σαν να είμαι η Άννα Καρένινα ή η Μαντάμ Μποβαρί. Κι έγραφα ποιήματα με τίτλους «Η Ιζόλδη και τα δεκαεπτά προσωπεία», τέτοια πράγματα. Στο γυμνάσιο οι φίλες μου με κορόιδευαν επειδή ήμουν ερωτευμένη με την Μπεκίς, ένα μοντέλο με πολύ κοντά μαλλιά. Εξαιτίας της έκοψα κι εγώ αγορίστικα τα μαλλιά μου, αλλά δεν μου πήγαιναν καθόλου. Έγινα πανκ λίγο τυχαία, κυρίως για λόγους στυλ. Φορούσα κάργκο παντελόνια από το Μοναστηράκι και κονκάρδες της Siouxsie. Ευτυχώς, μου έμεινε η μουσική.

• Στο λύκειο διάβαζα Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ και Μαρία Λαϊνά. Έγραφα ποίηση με μανία. Ήθελα να σπουδάσω Γλωσσολογία στη Γαλλία, αλλά οι γονείς μου δεν δέχονταν κουβέντα. Με τις μονάδες που είχα μπήκα στη Γαλλική Φιλολογία Αθηνών. Στη σχολή δεν πατούσα, είχα καλύψει ήδη την ύλη στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια με ήπια κατάθλιψη, μπροστά στην τηλεόραση, τρώγοντας κρακεράκια. Οι έρωτες με έσωζαν πότε-πότε από το τέλμα. Ένας εκρηκτικός εαυτός μέσα μου, σε διαρκή ίλιγγο, και απ’ έξω το κορίτσι με τα γαλλικά και το μπαλέτο.

• Στο Παρίσι πήγα με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου. Νόμιζα πως παίζω σε ταινία της νουβέλ βαγκ. Μιλούσαμε οι φίλες μου κι εγώ σαν ηρωίδες του Ρομέρ, ασύλληπτοι διάλογοι. Φορούσαμε καπαρντίνες και ζαρτιέρες, καπνίζαμε μακριές πίπες ξύλινες με ακρυλικό επιστόμιο. Ήμουν ήδη δημοσιογράφος. Είχα περάσει από εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο και τηλεόραση, έστελνα στην Αθήνα συνεντεύξεις και άρθρα. Είχα προτεσταντική εργασιακή ηθική, τα έκανα όλα και συνέφερα. Στο Παρίσι δούλεψα ασκούμενη στη «Liberation», δηλαδή καθόμουν σ’ ένα γραφείο σιωπηλή και παρακολουθούσα τους άλλους να δουλεύουν.

• Στις 24 Ώρες και κυρίως στην Εξόρμηση οι άνθρωποι με αντιμετώπιζαν κάπως απαξιωτικά. Μερικές φορές με έβριζαν κατάμουτρα, «δεν δίνω εγώ συνεντεύξεις σε πρασινοφρουρούς». Σήμερα θα το λέγαμε «τοξικό περιβάλλον». Τότε έσφιγγα τα χείλη και δούλευα. Στην «Καθημερινή» βρέθηκα το 1990. Όλα μου άρεσαν. Θαύμαζα κάποιους δημοσιογράφους απεριόριστα, είχα και νοοτροπία οπαδού. Την Ομόνοια την είχα κάνει σπίτι μου, δεν τη φοβόμουν. Τον θάνατο όμως εξακολουθούσα να τον τρέμω, στις κηδείες που με έστελναν έκλαιγα, ενώ η δουλειά μου ήταν να μετράω στεφάνια και να σημειώνω τι είπαν στους επικήδειους. Γινόταν όλο και πιο δύσκολο να παίρνω συνεντεύξεις από συγγραφείς. Ζήλευα τις γραφομηχανές, τα βιβλία τους. Θυμάμαι τον Βακαλόπουλο στον Βρούτο, τον Γονατά στο σπίτι του στην Κηφισιά, τη Μιμίκα Κρανάκη, την Άτγουντ, τον Ντόκτοροου. Τον Καρούζο και τη Λιλή Ζωγράφου τους φοβόμουν. Έλεγα μέσα μου, «αν μπορείς να το κάνεις, θα το κάνεις μια μέρα». Από παιδί μόνο αυτό ήθελα, να γράφω ιστορίες.

• Υπέβαλα ένα διήγημα στον διαγωνισμό του περιοδικού «Ρεύματα» με ανδρικό ψευδώνυμο. Μάλλον πίστευα ότι ένας άντρας θα τα κατάφερνε καλύτερα από εμένα το 1993. Το διήγημα Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη ήταν ουσιαστικά ένα ανοιχτό γράμμα, μια προσευχή. Ένα αγόρι που δουλεύει σε βενζινάδικο εξηγεί στην κριτική επιτροπή τους λόγους για τους οποίους πρέπει να τον βραβεύσουν. Πήρα το πρώτο βραβείο. Όλα έγιναν γρήγορα. Οι εφημερίδες έγραψαν «ο Ρωμανός ήταν γυναίκα», η Μελίνα Μερκούρη μου έδωσε το βραβείο. Μια πένα Montblanc, μοντέλο Άγκαθα Κρίστι, με μια οχιά με ζαφειρένια μάτια στο καπάκι. Ο Κωστής Παπαγιώργης με ρώτησε αν έχω κι άλλες ιστορίες να τις κάνουμε βιβλίο στον Καστανιώτη. Του είπα «ναι», ενώ δεν είχα. Μου έδωσε κίνητρο και του το χρωστώ ‒ χάρη στην προτροπή του έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο στα είκοσι επτά.

Αμάντα Μιχαλοπούλου, συγγραφέας Facebook Twitter
Ο Κωστής Παπαγιώργης με ρώτησε αν έχω κι άλλες ιστορίες να τις κάνουμε βιβλίο στον Καστανιώτη. Του είπα «ναι», ενώ δεν είχα. Μου έδωσε κίνητρο και του το χρωστώ ‒ χάρη στην προτροπή του έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο στα είκοσι επτά. Φωτ.: Julian Salinas/ LIFO

• Μετά δυσκόλεψαν τα πράγματα. Ήθελα να γίνω συγγραφέας πλήρους απασχόλησης και δεν ήξερα πώς. Έβγαλα κι ένα σοβαρό αυτοάνοσο ‒ το σώμα εκδικείται. Δεν είχα το θάρρος να φύγω από την εφημερίδα. Ο διευθυντής μου, ο Αντώνης Καρκαγιάννης, τον οποίον υπεραγαπούσα, μου έδωσε, άθελά του, μια αφορμή. Το 1995 μου ζήτησε να διαλέξω ανάμεσα στο περιοδικό «Γυναίκα» και την «Καθημερινή». Υπέβαλα την παραίτησή μου κι εκείνοι μου πρότειναν να επιστρέψω με άλλους όρους, ώστε να συνεχίσω να γράφω τα βιβλία μου. Τους ευγνωμονώ για εκείνη την περίοδο χάριτος. Έτσι έγραψα μυθιστορήματα όπως το Γιάντες, το Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη ή το Πώς να κρυφτείς. Σε εποχές που δεν υπήρχε ακόμη εργασία εξ αποστάσεως έστελνα τις επιφυλλίδες μου από το σπίτι του Έντουαρντ Άλμπι στο Μόντοκ ή από τη Σαγκάη. Ήμουν «ιδρυματική» συγγραφέας. Έγραφα καλύτερα σε κοινότητες, μαζί με άλλους συγγραφείς. Μακριά από το σπίτι σκεφτόμουν πιο ριζοσπαστικά.

• Τη ζωή μου την άλλαξε ο Δημήτρης Τσουμπλέκας. Συναντηθήκαμε στα είκοσι πέντε μας, αν και γνωριζόμασταν από παιδιά. Ήταν όμορφος σαν Γάλλος σταρ, τρυφερός και τρομερά ευφυής, ήξερε τα πάντα. Πίστεψε σε μένα με έναν τρόπο που δεν είχε ξαναπιστέψει ποτέ κανείς. Το Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη το έγραψα στο σπίτι του στην Πλάκα, στην οδό Κόδρου. Διάλεξα για ψευδώνυμό μου το όνομά του και το μητρώνυμο της μητέρας του. Για να γράψω χρειάστηκε να στηριχτώ πάνω του, να γίνω «εκείνος». Αυτό δεν είναι ο έρωτας; Η οικογένειά του ήταν η επιτομή της τέχνης, ζωγράφοι και μουσικοί, γενιές επί γενιών. Κι ο Δημήτρης είχε μετατρέψει το μπάνιο σε σκοτεινό θάλαμο για τις φωτογραφίες του. Η ζωή μου ξανάμοιαζε με γαλλικό σινεμά. Ένα παράξενο πράγμα μαζί του: συμπορευόμαστε καλλιτεχνικά, ξεφυτρώνουν στα έργα μας κοινά σύμβολα. Να, τώρα, στο τελευταίο βιβλίο μου ο κόσμος έχει γεμίσει λίμνες με νούφαρα. Κι ο Δημήτρης στον Αμαζόνιο, την τελευταία του έκθεση, έβαλε νούφαρα και βρύα σε μια παλιά πισίνα. Σε αυτόν τον υδροβιότοπο εμφανίστηκαν αναπάντεχα λιβελούλες. Γύρισα στο βιβλίο μου κι έγραψα μια φράση γι’ αυτές τις λιβελούλες.

• Είμαι περήφανη για την κόρη μας, την Κλάρα. Είναι τρυφερή και γενναία, ένας συνδυασμός εσωτερικής πειθαρχίας και πάθους. Τη μεγαλώσαμε στο Βερολίνο, όπου ζήσαμε επτά χρόνια με καλλιτεχνικές υποτροφίες, και εκεί ξαναγύρισε τώρα για τις σπουδές της. Ήταν πολύ αστείο κοριτσάκι με τα κοτσιδάκια της, σαν καρτούν! Τη θυμάμαι οκλαδόν στη δημόσια βιβλιοθήκη να διαβάζει. Είναι η καλύτερη επιμελήτρια των κειμένων μου, έχει αλάθητο ένστικτο. Για το μόνο που μετάνιωσα είναι πως την αφήσαμε να φύγει στην Ινδία στα δεκαπέντε της. Ήταν η πιο δύσκολη χρονιά της ζωής μας. Κλυδωνίστηκε η οικογένειά μας βαθιά. Αλλά αντέξαμε, αυτό μετράει.

• Γενικά, δεν μετανιώνω για πράγματα που έκανα, μόνο για πράγματα που δεν έκανα. Δεν έμαθα να οδηγώ, δεν είπα αρκετά όχι στη ζωή μου. Έχω υποφέρει από σχέσεις καταπιεστικές, με μεγαλύτερες γυναίκες κυρίως. Δύο από αυτές με είχαν βάλει στο αυτοκίνητό τους, υπό βροχή, και μου έλεγαν ότι το πρώτο μου βιβλίο ήταν αξιοθρήνητο και καλύτερα να σταματήσω να γράφω. Δεν αντιστάθηκα, δεν κοπάνησα την πόρτα. Μια δεκαετία μετά έγραψα το Θα ήθελα, μια σπονδυλωτή συλλογή διηγημάτων που αντλεί από εκείνη την τραυματική συνάντηση. Εκεί τις σκότωσα. Ε, ναι! Με ενοχλεί η σοβαροφάνεια στη λογοτεχνία, το ύφος χιλίων καρδιναλίων, η ευσέβεια.

Αμάντα Μιχαλοπούλου, συγγραφέας Facebook Twitter
Γενικά, δεν μετανιώνω για πράγματα που έκανα, μόνο για πράγματα που δεν έκανα. Δεν έμαθα να οδηγώ, δεν είπα αρκετά όχι στη ζωή μου. Φωτ.: Julian Salinas/ LIFO

• Μέσα στα χρόνια έχει αλλάξει ο τρόπος που γράφω. Το οφείλω και στη ζωή και στη λογοτεχνία. Σκάβω μέσα στα κείμενα για να δω από τι είναι φτιαγμένα. Μια μαθήτριά μου λέει πως όταν τους διαβάζω ένα ωραίο απόσπασμα στο Ζoom ξερογλείφομαι, σαν να ετοιμάζομαι να το φάω. Ξέρω ότι λόγω ιδιοσυγκρασίας δεν θα γράψω ποτέ σαν την Κλαρίσε Λισπέκτορ, αλλά όταν δεν αντέχω άλλη πραγματικότητα, πιάνω ένα βιβλίο της και το διαβάζω σαν προσευχή. Άλλοι πηγαίνουν στην εκκλησία, εγώ πηγαίνω στη βιβλιοθήκη.

• Από τότε που άρχισα να διδάσκω δημιουργική γραφή κουβαλάω τους μαθητές μου μέσα στο κεφάλι μου. Δεν γίνεται να τους μιλάς για το αναγκαίο και το φυσικό και να μην ανοίγεις πρώτη εσύ τον δρόμο προς αυτήν τη φυσικότητα όταν γράφεις. Έχουμε φτιάξει μια κοινότητα. Κάθε καλοκαίρι συναντιόμαστε στην Ανάφη, ένα σεμινάριο σαν πενταήμερη. Μας ρωτάνε: μα τι μαθαίνετε έτσι, τρέχοντας σαν κατσίκια ανάποδα στην παραλία; Εξηγώ ότι το ανάποδο τρέξιμο σε προετοιμάζει να διαβάσεις το κείμενο από το τέλος προς την αρχή προκειμένου να το επιμεληθείς αυστηρά, χωρίς συναισθηματική προσκόλληση. Αυτή η ιδέα ότι το γράψιμο είναι μόνο δουλειά γραφείου! Οι καλύτερες ιδέες έρχονται στον δρόμο ή στην εξοχή.

• Η λογοτεχνία αλλάζει τη ζωή μας. Διάβασα μόλις ένα διαμαντάκι, την Κίτρινη Ταπετσαρία της Charlotte Perkins Gilman. Το έγραψε το 1892, μέσα σε δύο μέρες, παρακούοντας τη συμβουλή του γιατρού της να ξεκουραστεί. Περιγράφει εκεί τον νευρικό κλονισμό της μέσα από μια ταπετσαρία που ζωντανεύει. Το μοτίβο παίρνει τη μορφή μιας γυναίκας που καταδιώκει την αφηγήτρια, πηδώντας έξω από το χαρτί. Μετά από χρόνια ο γιατρός της τής εξομολογήθηκε ότι όταν διάβασε την Κίτρινη Ταπετσαρία κατάλαβε πόσο αρνητικά λειτουργεί ο εγκλεισμός και άλλαξε θεραπευτική μέθοδο. Χρειάζεται κι άλλο παράδειγμα;

• Στη Μεταμόρφωσή της η Σάσα μεταμορφώνεται σε αγόρι χωρίς να το επιδιώξει. Ξυπνάει μια μέρα με πέος, πλάτες, τριχοφυΐα και ανδρικό μυαλό. «Ανδρικό» και «γυναικείο» είναι λέξεις για να συνεννοούμαστε. Για να το πω ξεκάθαρα: δεν πιστεύω στο ανδρικό μυαλό, όπως δεν πιστεύω στα ανδρικά νεφρά. Το κοινωνικό φύλο έχει επιβληθεί στη βιολογία για να κάνει εμάς τις γυναίκες πιο πειθήνιες και προβλέψιμες και να παγώσει τους άντρες σε μια στάση ηλίθιας κυριαρχίας. Όμως η λογοτεχνία δεν είναι δοκίμιο. Πρέπει να υπαινιχθείς, όχι να εξαγγείλεις. Ονειρεύομαι τον ιδανικό αναγνώστη της Λόρι Μουρ, έναν Χριστό με γυαλιά πρεσβυωπίας, που θα καταλάβει ότι όταν χρησιμοποιώ τα στερεότυπα φύλου, τα ειρωνεύομαι. Η Σάσα γλεντάει στην αρχή την ελευθερία της και παίζει με το πουλί της, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ώσπου καταλαβαίνει ότι το φύλο είναι όργανο χειραγώγησης και για τις γυναίκες και για τους άντρες. Αλλά αυτό το ζει στο πετσί της, δι’ ελέου και φόβου.

cover
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Αμάντα Μιχαλοπούλου, Η Μεταμόρφωσή της, εκδόσεις Καστανιώτη

• Η Σάσα είναι γυναίκα από την αρχή ως το τέλος. Μιλάω γι’ αυτήν μόνο με θηλυκές αντωνυμίες. Μα και η γυναίκα με τον σφιχτό κότσο, ο μεγάλος της έρωτας, είναι ένας άντρας μεταμορφωμένος. Παρότι φοράει γόβες και στενές φούστες παραμένει άντρας. Δεν αλλάζω την αντωνυμία, ο κόσμος να χαλάσει. Έτσι τους φαντάστηκα. Η μεταμόρφωση σ’ αυτή την ιστορία είναι ολοκλήρωση, όχι αλλαγή φύλου.

• Ξέρω ότι οι νεότερες γενιές θα διαβάσουν τη νουβέλα διαφορετικά. Μου αρέσει αυτό. Στη λογοτεχνία συναντιόμαστε με τον εαυτό μας, με τη γενιά μας και με την κοινωνία στην οποία ζούμε, ζωντανεύουν τα πάθη μας. Το βιβλίο ιδανικά οδηγεί σε άλλα βιβλία. Θα μου άρεσε η ιδέα να διαβάσουν τη νουβέλα μου εικοσάχρονα παιδιά κι από εκεί να πάνε στον Κάφκα και από εκεί στον Κλάιστ που τόσο θαύμαζε ο Κάφκα. Και να φτιάξουν τη δική τους μπορχεσιανή βιβλιοθήκη.

• Στη Μεταμόρφωσή της ένα μεγάλο κύμα διαλύει τον κόσμο όπως τον ξέρουμε. Ούτε τηλέφωνα, ούτε θέρμανση, ούτε μέσα δικτύωσης. Μόνο λίμνες και λάσπη. Η Σάσα δεν μπορεί να διαλαλήσει το σοκ της ούτε να αναρτήσει φωτογραφίες. Πρέπει να τα βγάλει πέρα με τον εαυτό της. Σκεφτόμουν, γράφοντας, τη ματαιοπονία της κοινωνικής δικτύωσης, το πώς οι άνθρωποι αναβάλλουν επ’ άπειρον μια αληθινή συνάντηση.

• Μπήκα στο Instagram τον Απρίλιο του 2020, εν μέσω πανδημίας. Ως τότε είχα μόνο επαγγελματική σελίδα στο Facebook και κινητά γκουμούτσες. Με το Instagram κόλλησα. Εκεί μου έγραφαν και αναγνώστες που με διαβάζουν στα αγγλικά, ή στα τουρκικά, ή στα πολωνικά. Άρχισα να αναρτώ μικροϊστορίες από την ελληνική αρχαιότητα, χρησιμοποιώντας σύγχρονες δικές μου φωτογραφίες. Η πρώτη λεγόταν «Προτεραιότητες»: «Όταν η Περσεφόνη γύρισε από τον Άδη η μητέρα της επέμενε να φοράει αντηλιακό». Μικρά οπτικοακουστικά ανέκδοτα, αλλά με κράτησαν σε φόρμα αυτά τα δύσκολα χρόνια.

• Τα ταξίδια μου είναι πια κυρίως επαγγελματικά. Δεν μου αρέσει η ιδιότητα της τουρίστριας. Όταν μεταφράζονται βιβλία μου στην Αμερική ή στην Ευρώπη πηγαίνω για «εργασιακές διακοπές», έτσι τις λέω. Να, τώρα, η Λιάνα Θεοδωράτου θα διδάξει το θεατρικό μου Η Φαίδρα καίγεται στο New York University και σκέφτομαι πώς να κλέψω λίγο χρόνο να πάω. Αγαπώ όμως πολύ και την Αθήνα. Όλη μου η ζωή ήταν μια αποτυχημένη προσπάθεια να μετακομίσω στο κέντρο. Ευτυχώς έχω ένα γραφείο στο Κολωνάκι, ένα δωμάτιο δικό μου. Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, μένω εκεί δυο βράδια και γυρίζω στο Μαρούσι καινούργια.

• Για να λειτουργήσω χρειάζομαι καφέ, χορό, τη στοργική μαγειρική του Δημήτρη και τις φίλες μου. Και μια κουβέρτα. Και μια βιβλιοθήκη.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.

Το νέο τεύχος της δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Πώς εκφράζεται η γυναικεία σεξουαλικότητα στη λογοτεχνία

Βιβλία και Συγγραφείς / Πώς εκφράζεται η γυναικεία σεξουαλικότητα στη λογοτεχνία

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου συζητάει με τον Νίκο Μπακουνάκη για την αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα στη λογοτεχνία. Μιλάει επίσης για τη Φαίδρα, τη Λολίτα αλλά και για τον ερωτισμό στο μυθιστόρημα.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Αμάντα Μιχαλοπούλου: "Η φαντασία είναι το μόνο αναγνωστικό του κόσμου που διαθέτουμε"

Βιβλίο / Αμάντα Μιχαλοπούλου: "Η φαντασία είναι το μόνο αναγνωστικό του κόσμου που διαθέτουμε"

Η πίστη, μια μορφή αφελούς γενναιοδωρίας. Κι η φαντασία, το μόνο αναγνωστικό του κόσμου που διαθέτουμε, η μόνη οδηγία χρήσεως. Κι η λογοτεχνία, κατ' εικόνα της δημιουργίας του κόσμου, μια κτίση. Και τα κρεβάτια με μηχανισμούς ανάκλισης κινδυνεύουν όταν πέφτουν στα χέρια των συγγραφέων. Κι εμείς δεν θα είμαστε ίδιοι στο τέλος αυτής της περιπέτειας. Κι θεός δεν είναι ταχυδακτυλουργός. Είναι απελπισμένος. Ο θεός δεν έχει το θεό του “-κι η δική μου χώρα είναι παλιά. Ο θεός με κοίταξε με θλίψη. -Δεν θα την αναγνώριζες. -Τόσο πολύ έχει αλλάξει”; Η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου μιλά στο LIFO.gr.
ΒΙΒΛΙΟ /ΟΔΗΓΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το αόρατο δόγμα: Η σιωπηρή άνοδος του νεοφιλελευθερισμού

Βιβλίο / Το αόρατο δόγμα: Η σιωπηρή άνοδος του νεοφιλελευθερισμού

Ο νεοφιλελευθερισμός είναι πανταχού παρών και ταυτόχρονα «ακατανόμαστος», αφού σπανίως αναφέρεται από τους θιασώτες του. Ένα νέο βιβλίο επιχειρεί να ανασηκώσει το πέπλο αυτού του «αόρατου δόγματος»
THE LIFO TEAM
Ελσίνκι, συνοικία της Αθήνας

Βιβλίο / «Ελσίνκι» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη: Η ερωτική σχέση του Έλληνα Αντώνη και του Κούρδου Αβίρ

Ένα μυθιστόρημα για τις ταυτότητες, εθνικές, σεξουαλικές, φύλου, που μας οδηγεί στη μεγάλη γεωγραφία του συναισθήματος αλλά και της γεωπολιτικής κατά την κρίσιμη δεκαετία του 2010.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Ο Πιβό και οι ταξιτζήδες

Οπτική Γωνία / Ο επιδραστικός Πιβό και οι ταξιτζήδες

Σε αντίθεση με τη Γαλλία, μια εκπομπή για το βιβλίο και τη λογοτεχνία με τεράστια θεαματικότητα στην ελληνική τηλεόραση, που να συζητείται και να καθηλώνει τους πάντες μπροστά στις οθόνες, φαντάζει όνειρο θερινής νυκτός. 
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Μακριά από τα κουσούρια του χαρτογιακά

Βιβλίο / Κωστής Παπαγιώργης: Μακριά από τα κουσούρια του χαρτογιακά

Τα κριτικά κείμενα του Κωστή Παπαγιώργη για τον Λορεντζάτο, τον Μαλεβίτση, τον Γιανναρά, τον Ράμφο, τον Καστοριάδη, τον Αξελό, τον Κονδύλη, τον Λυκιαρδόπουλο, τον Ζουμπουλάκη και τον Ζηζιούλα.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ