Τρία είναι τα στάδια ενός μαγικού εγχειρήματος, όπως τα εξηγεί ο μηχανικός μαγικών Κάτερ ( ο ευυπόληπτος κύριος Μάικλ Κέιν) στην ταινία: η Υπόσχεση, όπου ο διασκεδαστής εισάγει κάτι συνηθισμένο, το Κόλπο, όπου κάνει κάτι ασυνήθιστο, και το κρίσιμο τελικό στάδιο του Prestige, του θαύματος, το σημείο στο οποίο σοκάρει και μαγεύει, ή αποτυγχάνει να μαγέψει, το κοινό του. Με τρία κεφάλαια προχωράει και ο Νόλαν στην νέα ταινία του. Ξεκινάει με δυο μαθητευόμενους μάγους που νομίζουν πως ξέρουν καλύτερα από τους δασκάλους τους τα κόλπα, τους αμφισβητούν και αποκτούν εμπειρία με τη δύναμη της φιλοδοξίας τους και την ορμή της νιότης. Στη συνέχεια, ο εργατικός Άλφρεντ και ο ευειδής Ρόμπερτ βελτιώνονται με την παρατήρηση, την επανάληψη και το πείσμα, δουλεύουν πάνω στις επινοήσεις τους και τρέχουν σε μια ατελείωτη κούρσα για το τέλειο κόλπο. Στην τελική ευθεία, με εμφανή τα σημάδια του ανηλεούς ανταγωνισμού και της σωματικής κούρασης, φτάνουν στην ψευδαίσθηση της αποθέωσης, αγγίζοντας το περίφημο θαύμα. Ως επαγελματίες, τοποθετούνται στη μέση μιας παράδοξης τριπλέτας: στον πάτο βρίσκονται οι ταχυδακτυλουργοί, εκείνοι που δεν χρειάζονται μηχανική υποστήριξη και ειδικές κατασκευές για να εκτελέσουν τα μονοδιάστατα τρικ. Μετά είναι οι μάγοι, και στην κορυφή βρίσκονται οι θαυματοποιοί, αυτοί που έχουν εφεύρει την αληθινή μαγεία, αν υποθέσουμε πως ισχύει αυτό το οξύμωρο σχήμα. Ας λάβουμε υπόψη μας πως η δράση εκτυλίσσεται στη βικτωριανή Αγγλία, σε μια μεταβατική περίοδο της Ιστορίας, ανάμεσα στη δεισιδαιμονία και την κατάκτηση της επιστημονικής πρωτοπορίας, όταν η διάθεση και η δράση αποκτούν νόημα. Σε μια αναχρονιστική ανατροπή, ο Νόλαν θίγει την κλωνοποίηση, παρουσιάζοντάς την ως το έσχατο επίτευγμα που αγγίζει το θαύμα. Για να συνεχίσω με την αριθμητική της ταινίας, πέρα από το style ternaire της δομής, ο ευφυής και ανήσυχος δημιουργός ασχολείται με τη δυαδικότητα σε πολλά στρώματα. Οι δύο μάγοι έχουν αντικαταστήσει την άμιλλα με έναν βίαιο ανταγωνισμό, και το τίμημα της ηθικής τους ικανοποίησης δεν μπορεί να είναι παρά μόνο το αίμα, ο πεπερασμένος λογαριασμός πράξεων που δεν στοχεύουν σε πνευματικά ιδανικά αλλά σε μιά επικράτηση του αμοραλισμού με τεχνάσματα. Μέσω της δουλειάς των δύο πρωταγωνιστών (του φτωχού Μπέιλ και του πάμπλουτου Τζάκμαν), μια συνεχής υπόνοια του μαγικού doppelganger, του διπλού εαυτού, βρίσκεται προ των πυλών σε οποιαδήποτε έκφανση της ζωής τους: η πεθαμένη σύζυγος του ενός υποκαθίσταται από την απογοητευμένη σύζυγο του άλλου, η βοηθός του ενός γίνεται ερωμένη του άλλου, το αξεπέραστο μαγικό με τον μεταφερόμενο άνθρωπο δεν μπορεί παρά να γίνει πραγματικότητα με έναν σωσία - και ούτω καθεξής. Σε μεταφορικό σχήμα, ο Νόλαν παίζει με τις απεριόριστες δυνατότητες της ψευδαίσθησης για να μιλήσει για το σινεμά στην πιο απλή του μορφή, την πρώιμή του φάση, κατά την οποία μαγεύει -σαν μαγικός φανός- τα άδολα παιδιά και γοητεύει το ανυποψίαστο κοινό. Σαν μάγος φανερώνει τα περιστέρια από το ψηλό του καπέλο. Αρχιτέκτονας και μάστορας στον έλεγχο, ο Νόλαν μαζεύει πάντα τις άκρες ενός πολύ επικίνδυνου και γεμάτου φλας μπακ σεναρίου με τη ρεαλιστικότητα των χαρακτήρων και τη γνώση των καταστάσεων που προκύπτουν σαν μπάμπουσκες μέσα από μικρά κουτιά. Κάποια στιγμή, μια μερίδα θεατών που παρακολουθούν στενά και προσεκτικά πονηρεύοντα,ι και ίσως αρχίζουν να μαντεύουν τις «τρύπες» - εμείς δεν θα πούμε, για να μη χαλάσουμε τη διασκέδαση. Το Prestige είναι το τελικό κόλπο, αλλά ποτέ δεν περνιέται γιά θαύμα. Μάλιστα, δεν παραλείπει να καταδικάσει την ύβρι, θυσιάζοντας την ίδια του την κινηματογραφική φύση σε ατέλειες και μικρές ανάσες, για να δραπετεύσει η λογική. Αν επιχειρήσω την παραβολή που υπονοεί, ο Νόλαν (ένας τυχερός auteur καθώς, έχει εντοπίσει από νωρίς την κλίση και τη Νέμεσή του) βλέπει το σινεμά ως ψυχαγωγία που δεν επιτρέπεται να μπλέκει στα χωράφια της τέχνης, και τον εαυτό του ως θαυματοποιό με μηχανική υποστήριξη, προσκαλώντας το κοινό να εξετάσει από κοντά και να αμφισβητήσει, ή να χαλαρώσει και να χάψει με απόλαυση το colpo grosso.