Εκεί που ταινίες αγίων προθέσεων και χαοτικής σύλληψης, όπως το «Imagining Argentina» του Κρίστοφερ Χάμπτον απέτυχαν οικτρά να αποδώσουν το μέγεθος της φρίκης, βουβής και φανερής, της απολυταρχικής επταετίας του Βιντέλα στην Αργεντινή, η «Επίσημη Ιστορία», το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Λούις Πουένσο, αποτελεί, με το πέρασμα του χρόνου, το σχεδόν επίσημο, μυθοπλαστικό χρονικό της μαύρης περιόδου της χώρας του, συγγενεύοντας στην επείγουσα πολεμική με τον Γαβρά, χωρίς να υιοθετεί το εσπευσμένο ύφος του. Η πορεία συνειδητοποίησης μιας γυναίκας που ανακαλύπτει (ενώ ως εκείνο το σημείο αποδεχόταν αδιαμαρτύρητα την επίσημη εκδοχή των Αρχών) πως η υιοθετημένη της κόρη είναι το παιδί μίας από τις οικογένειες των μυστηριωδώς εξαφανισμένων αντιφρονούντων από το καθεστώς της αδιαφάνειας περνάει από το δράμα στην αγωνία και τελικά στην τραγωδία, ιδανικά υποστηριγμένο από τη Νόρμα Αλεάντρο. Μέσα από τη μεταστροφή της από την απάθεια στην οδύνη, ουσιαστικά αναλαμβάνει την ευθύνη του ανείπωτα πρόστυχου ανθρώπινου μαρτυρίου που ξεπερνά κατά πολύ τον πολιτικό ρεβανσισμό ή την πολεμική εξόντωση της εν ψυχρώ αρπαγής παιδιών από οικογένειες αριστερών, για να δοθούν σε φιλικά διακείμενα με το στρατιωτικό καθεστώς άτεκνα ζευγάρια, κυρίως μιας υψηλής οικονομικής επιφάνειας – όπως ο σύζυγος της Αλεάντρο στην ταινία. Η ταινία απέσπασε πλήθος βραβείων, ανάμεσά τους το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, τη Χρυσή Σφαίρα στην ίδια κατηγορία και το Βραβείο Ερμηνείας για την Αλεάντρο στο Φεστιβάλ Καννών, ενώ προβάλλεται σε αποκατεστημένη κόπια.