Αν το Τζάκι επιχείρησε, και τα κατάφερε, να συλλάβει την πιο κρίσιμη στιγμή της μεταμόρφωσης στην ψυχή μιας αινιγματικής γυναίκας, στο μάτι ενός πολιτικού τυφώνα και μιας προσωπικής τραγωδίας, το Νερούδα, και πάλι του Χιλιανού Πάμπλο Λαραΐν, παρακάμπτει τις συνήθεις μεθόδους της βιογραφικής ταινίας και λειτουργεί περισσότερο ως «νερουδική» μυθοπλασία, αντί να ακολουθήσει τη γραμμική, προκατειλημμένη διαδρομή της αφηγηματικής εξιστόρησης της ζωής μιας διασημότητας. Στην ταινία, ο αντίπαλος του νομπελίστα ποιητή και βουλευτή, του πιο ξακουστού κομμουνιστή αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι ένας αστυνομικός ντετέκτιβ που... δεν υπάρχει: αμέσως μετά τους μύδρους που εξαπέλυσε ο Νερούδα εναντίον του Προέδρου Βιντέλα (πραγματικό γεγονός, το 1948, στο Κοινοβούλιο), κατηγορώντας τον πως ξεπουλήθηκε στις ΗΠΑ, καταπιέζοντας τους Αριστερούς, ο Όσκαρ Πελουσονό γίνεται η σκιά του ποιητή, παρακολουθώντας τον στενά και αναγκάζοντάς τον σε ατέρμονη φυγή, που τροφοδοτεί την αίσθηση της περιπέτειας και του thrill, αλλά τον αποσταθεροποιεί ταυτόχρονα. Ως άλλος Ιαβέρης, ο Πελουσονό βαριανασαίνει στα χνάρια του Γιάννη Αγιάννη/Νερούδα, παρακολουθώντας τον σε κάθε του βήμα, σε έναν διάλογο που βρίθει αναφορών στο έργο του συγγραφέα και ποιητή – και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού ο διώκτης είναι αποκύημα του εύστροφου νου του ή, όπως λέει και ο ίδιος, ένας φρουρός στα σύνορα της φαντασίας του.

 

Ο Πάμπλο Νερούδα δεν παρουσιάζεται ως αγιοποιημένη εκδοχή της επαναστατικής φιγούρας που πάνω-κάτω γνωρίζουμε αλλά ως αντιφατικό πλάσμα, ένας εγωιστής, αλαζονικός λάτρης της ηδονής και της καλής ζωής, ένας καλλιτέχνης που δεν απαρνήθηκε τις απολαύσεις, ακόμη κι αν γνώριζε πολύ καλά τι σημαίνει να είσαι ταπεινός κομμουνιστής στην πράξη

 

Ο Πάμπλο Νερούδα δεν παρουσιάζεται ως αγιοποιημένη εκδοχή της επαναστατικής φιγούρας που πάνω-κάτω γνωρίζουμε αλλά ως αντιφατικό πλάσμα, ένας εγωιστής, αλαζονικός λάτρης της ηδονής και της καλής ζωής, ένας καλλιτέχνης που δεν απαρνήθηκε τις απολαύσεις, ακόμη κι αν γνώριζε πολύ καλά τι σημαίνει να είσαι ταπεινός κομμουνιστής στην πράξη. Διακρίνοντας την πτωτική πορεία της δημοκρατίας στη χώρα του, που σε μερικές δεκαετίες θα υποχωρούσε στην ακύρωση κάθε ελευθερίας από το καθεστώς του Πινοσέτ, προτίμησε μια ηρωική έξοδο για να διαφυλάξει την υστεροφημία του, αλλά τοποθέτησε στην ταινία μια Ερινύα για να τιμωρήσει τον ατομισμό του. Ο μόνος τρόπος για να την καταστήσει έγκυρη ήταν να την παραδεχτεί, γιατί γνώριζε πως αν την κατονόμαζε, τότε θα υπήρχε και για τους υπόλοιπους. Η φανταστική, υπό διαμόρφωση μορφή του Πελουσονό, ένα κουβάρι από συγκρούσεις που, σαν τον στόχο του, παλεύει ανάμεσα στις προσωπικές του ευαισθησίες και την πειθαρχία του επαγγέλματός του, είναι μια αξέχαστη σεναριακή κατασκευή που λαμβάνει διαστάσεις από την ευφάνταστη σκηνοθεσία του Λαραΐν. Ο αποσπασματικός του διάλογος με τον Νερούδα αντανακλά τους φόβους και τις αδυναμίες του ποιητή και εξελίσσεται σε μια ενοχλητική φωνή συνείδησης, το αυτοφυές αγκάθι στον συβαριτισμό, και σίγουρα πιο αποτελεσματικό από τον «σύντροφο» που κάποια στιγμή υπενθυμίζει στον φαντεζί δημιουργό του «Canto General» πως ολοένα και εκτροχιάζεται από την ταπεινή του αποστολή.

 

Στο γλυκό Il Postino του Μάικλ Ράντφορντ η φιγούρα του Νερούδα έλαμπε ως μια ρομαντική, σχεδόν ονειρική πηγή έμπνευσης στον ευγενικό ταχυδρόμο του Μάσιμο Τροΐζι, καθώς αντανακλούσε την τελευταία ευχάριστη παρένθεση του δημόσιου βίου του, τότε που διορίστηκε πρέσβης στο Παρίσι από τον Σαλβαδόρ Αλιέντε. Στο Νερούδα, η προσωπικότητά του ξεδιπλώνεται πιο αδρά στη ρευστότητα του χώρου και του χρόνου – κάτι παρόμοιο είχε δοκιμάσει, με διάσπαρτες καλές στιγμές, ο επίσης Χιλιανός Ραούλ Ρουίζ, σκιαγραφώντας τον Μαρσέλ Προυστ στον Ξανακερδισμένο Χρόνο, μέσα από το έργο του. Εδώ όμως έχουμε μια σαφώς πιο ψυχαγωγική ταινία για απαιτητικούς θεατές, που συγγενεύει στην προσέγγιση με το παλιό, ρηξικέλευθο ρεύμα των ιμπρεσιονιστών του σινεμά, όσον αφορά την υποκειμενικότητα της αφήγησης και τη διαδοχή των σκηνών. Ο Λαραΐν δεν έχει καμία πρόθεση να τσακωθεί με φόρμες και νόρμες. Ευτυχώς, όμως, αρνείται να καταπιαστεί με το παρελθόν σαν να είναι κάτι παλιό. Και το συγυρίζει με γενναιότητα και δεξιοτεχνία.