Είναι προφανές πως στην τελευταία του ταινία ο Αντρέι Βάιντα ταυτίζεται εμφατικά με τον ήρωα του «Afterimage», τον Στάνισλαβ Στρεμίνσκι, έναν αφοσιωμένο οραματιστή της Τέχνης, κονστρουκτιβιστή αβανγκάρντ καλλιτέχνη που κονιορτοποιήθηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς γιατί δεν συμμόρφωσε την αφαιρετική του αισθητική στις συγκεκριμένες, αποθεωτικές επιταγές της σοσιαλιστικής προπαγάνδας και κατέληξε πένης και άστεγος, αφοπλισμένος και πλήρως απαξιωμένος. Ανάπηρος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στρεμίνσκι υπήρξε πραγματικός πρωτοπόρος, σύγχρονος του Μάλεβιτς και του Καντίνσκι. Μετά τη δράση του στη Μόσχα, εγκαταστάθηκε στη Βαρσοβία τη δεκαετία του '20 και θεμελίωσε μια ενοποιημένη στάση απέναντι στην προσωπική δημιουργία και στην κοινωνική συμμετοχή (Unism), που του κόστισε ακριβά. Για μια ακόμη φορά, ο Βάιντα έγινε ο ραψωδός του ανήλιαγου πεπρωμένου ενός ιδεολογικού μαχητή κόντρα στο ισοπεδωτικό τέρας του απολυταρχισμού, χωρίς ωστόσο να καταφύγει σε συμβολικές λύσεις στη σκηνοθεσία. Απεναντίας, επέλεξε ακαδημαϊκή αισθητική στην αφήγηση, τον φωτισμό και τα σκηνικά, παρότι το προχωρημένο έργο του Στρεμίνσκι τού έδινε λαβή για κάτι τολμηρότερο. Στα 90 του, ο Βάιντα είδε τις δικές του μάχες με τη λογοκρισία στα εξευτελιστικά βάσανα του Στρεμίνσκι, απλοποιώντας τον διαχωρισμό ανάμεσα στους κακούς και τον καλό σε ένα αρμόζον coda στην αξιοζήλευτη φιλμογραφία του.