Ένας δημιουργός που δεν παραχωρεί ούτε εκατοστό από το ύφος του και η «χρόνια» ανθρωπιά που εκπέμπει συστηματικά μέσα στη φιλμογραφία του αποκτά πλέον επίκαιρη, πολιτική σημασία εναλλακτικής έκφρασης, όπως αρχίσαμε να διαπιστώνουμε μετά το υπέροχο Λιμάνι της Χάβρης. Ο Φινλανδός σκηνοθέτης Άκι Καουρισμάκι ξεπερνά την κλισέ, βόρεια ψυχρότητα, αναπαράγοντας με αυξανόμενη οικειότητα τα poker face μοτίβα των αντιηρώων του: γκαφατζήδες, losers, ναυάγια της ζωής, ανώδυνοι απατεώνες, συμφεροντολόγοι ή ψεύτες λόγω των περιστάσεων, εθισμένοι σε αδυναμίες και αυτοκαταστροφικές συνήθειες, βγαλμένοι από ένα σύμπαν βωβού σινεμά με νουάρ ευαισθησίες ανάμεσα στη δεκαετία του '50 και στη φαντασία του σκηνοθέτη, δεν παύουν να κοιτάνε τον απέναντί τους με την αξία του προσώπου, υπακούοντας σε μια εσωτερική λογική αξιών. Εδώ έρχεται η προέκταση του θέματος της ταινίας, η άλλη πλευρά της ελπίδας, όπως την έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα.

 

Εδώ το κοφτό καλαμπούρι και η υπαρξιακή πλάκα στέκονται παλικαρίσια απέναντι στην επαιτεία άλλων ταινιών για τη μετανάστευση ή γύρω από αυτήν, που γκρινιάζουν, κραυγάζουν ή διδάσκουν κακομοιριά

 

Οι γηγενείς πρωταγωνιστές, ό,τι και να είναι, δέχονται τον Σύριο μετανάστη Κάλεντ, ο οποίος ψάχνει τη χαμένη αδελφή του, γι' αυτό που μπορεί να προσφέρει και για την όποια τιμή έχει ο λόγος του. Το σύστημα Δικαιοσύνης και οι φασίστες κάνουν και εδώ τη δουλίτσα τους, αλλά ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου, ο Βίκστρομ, και οι απίθανοι υπάλληλοί του, ως άλλα μέλη μιας εξωγήινης ροκαμπίλι κομπανίας με guest star ένα αδέσποτο σκυλάκι, υποδέχονται χαλαρά, με κοφτές κουβέντες και μια μπεσαλίδικη χειραψία έναν ξένο, πρόθυμο και ειλικρινή, που στο μεταξύ έχει τολμήσει να πει στην υπάλληλο αξιολόγησης του αιτήματος ασύλου που έχει υποβάλει πως δεν ήταν όνειρό του να βρεθεί στη Φινλανδία αλλά ότι εκτίμησε τη στάση των κατοίκων το διάστημα της σύντομης παραμονής του εκεί. Αυτούς τους ατελείς περιθωριακούς αγαπάει και ο Καουρισμάκι και όσο κι αν ποτέ δεν συμπάθησα ιδιαίτερα τη συχνά εξυπνακίστικη τοποθέτηση των αστείων του (με τα ίδια τα αστεία δεν έχω κανένα πρόβλημα), θεωρώντας πως κάνει κατάχρηση του ιδιόμορφου, χαρακτηριστικού, ελαφρώς τζαρμουσικού χιούμορ του, εδώ το κοφτό καλαμπούρι και η υπαρξιακή πλάκα στέκονται παλικαρίσια απέναντι στην επαιτεία άλλων ταινιών για τη μετανάστευση ή γύρω από αυτήν, που γκρινιάζουν, κραυγάζουν ή διδάσκουν κακομοιριά. Γυρισμένη σε φιλμ (το μοναδικό στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βερολίνου), η Άλλη όψη της ελπίδας διατηρεί τα σπάνια χρώματα, τη στιλπνή εικόνα, το ρετρό φωτισμένο φόντο και μια εκπληκτική απόδοση του σούρουπου, όπως μόνο ο Καουρισμάκι μπορεί να πετύχει. Γι' αυτόν το δεύτερο σταθμό στην άτυπη τριλογία για τα λιμάνια της Ευρώπης, ο Καουρισμάκι βραβεύτηκε για τη σκηνοθεσία του.