Στο άκουσμα της περιγραφής του νέου φιλμ της Βρετανίδας Σάλι Πότερ («Ορλάντο», «Μάθημα Τανγκό») οι οιωνοί μόνο καλοί δεν είναι. Η ιδέα των ταινιών δωματίου που βάζουν την άρχουσα τάξη να σφαχτεί και λειτουργούν ως μια μεγαλοπρεπής σάτιρά της έχει αρχίσει με τα χρόνια να χάνει τη δυναμική της, ίσως γιατί η άρχουσα τάξη απέκτησε μεγαλύτερο θράσος και δεν έχει πολλά να κρύψει, οπότε το να την παρακολουθείς από την κλειδαρότρυπα δεν είναι και τόσο σημαντικό.

 

Το «Πάρτι», όμως, καταφέρνει να ξεπερνά κάποια στερεότυπα του είδους χάρη στη βασική επιλογή της Πότερ να το κάνει πρωτίστως αστείο και μετά σατιρικό, δίνοντάς του γρήγορο ρυθμό, τον οποίο επιβάλλουν οι δεκάδες βιτριολικές ατάκες και συντηρεί η ορθότατα μικρή διάρκειά του.

 

Πίσω από το χιούμορ στέκουν πολύ καλύτερα πια οι ιδεολογικές νύξεις, με τους καλεσμένους να είναι οι σκιές των νεανικών αριστερών εαυτών τους, που ωστόσο νιώθουν ότι είναι ακόμη αριστεροί, αλλά και οι ηλικιακές υστερίες ανθρώπων που βρίσκονται πια στη δύση της ζωής τους και μοιάζουν πανικόβλητοι για το μέλλον που τους επιφυλάσσεται.

 

Το μείγμα λειτουργεί, οι προφανείς θεατρικές καταβολές της ιστορίας δεν αδυνατίζουν την κάμερα της Πότερ και το αποχρωματισμένο περιβάλλον, σε συνδυασμό με τη βρετανικότητα των διαλόγων, αναδεικνύει τη μικρότητα της χώρας όσο αυτή προσπαθεί να την κρύψει κάτω από καλούς τρόπους. Τίποτα, πάντως, δεν θα δούλευε χωρίς τη στοχευμένη επιλογή του καστ, καθώς η Κριστίν Σκοτ Τόμας, η Κλάρκσον, ο Σπαλ, η Μόρτιμερ και ο Μέρφι υπενθυμίζουν ότι ακόμα και αν δεν λογίζονται ως σταρ με τα σημερινά δεδομένα, είναι έξοχοι ηθοποιοί και ιδανικοί για ensemble ταινίες.