Μεταφέροντας το Red Sparrow του Τζάστιν Χάιθ στη μεγάλη οθόνη, ο Φράνσις Λόρενς των Hunger Games δημιούργησε μια παλιομοδίτικη σκοτεινή ατμόσφαιρα Ανατολικής Ευρώπης στη σύγχρονη αρένα της κατασκοπείας, παίρνοντας αφορμή από την ατάκα του έργου «ο Ψυχρός Πόλεμος δεν έληξε, απλώς έσπασε σε πολλά μικρά κομμάτια».

 

Έτσι, η Μόσχα, η Βουδαπέστη αλλά και η Βιέννη στο Κόκκινο Σπουργίτι παραπέμπουν σε κέντρα μυστικών συμφωνιών και διπλών πρακτόρων, χωρίς τις ψηφιακές υπερβολές σύγχρονων ερμηνειών του είδους.

 

Η Ντομινίκα (Τζένιφερ Λόρενς) χάνει την ευκαιρία της να γίνει μεγάλη μπαλαρίνα και αποδέχεται την πρόταση του θείου της (Ματίας Σκούνερτς) να εκπαιδευτεί σε μια σχολή αντικατασκοπείας για να μπορέσει να εξασφαλίσει τα προς το ζην για την άρρωστη μητέρα της (ναι, κλισέ υπάρχουν πολλά).

 

Αυτό που δεν γνωρίζει, αλλά νιώθει στο πετσί της, είναι η αδυσώπητη εκπαίδευση που υφίσταται, μια διαδικασία εκπόρνευσης των «φοιτητριών» για να αποσπούν πληροφορίες με κάθε δυνατό τρόπο.

 

Κάθε αποστολή της Ντομινίκα είναι ένα τεστ γι' αυτήν: πρέπει να αποδείξει τις ικανότητες αλλά και την αφοσίωσή της στην πατρίδα και χρειάζεται να επιστρατεύσει την ευφυΐα, την υπομονή και την αντοχή της για να αντεπεξέλθει στην πίεση

  

Κάθε αποστολή της Ντομινίκα είναι ένα τεστ γι' αυτήν: πρέπει να αποδείξει τις ικανότητες αλλά και την αφοσίωσή της στην πατρίδα και χρειάζεται να επιστρατεύσει την ευφυΐα, την υπομονή και την αντοχή της για να αντεπεξέλθει στην πίεση, όταν ανοίγει παρτίδες με έναν Αμερικανό (Τζόελ Έτζερτον) που έχει προστατεύσει παράτυπα έναν ύποπτο στο παρελθόν και φαίνεται ευάλωτος και λίγο αισθηματίας ‒ άρα μπορεί να γίνει όψιμος σύμμαχός της, αν η κατάσταση οδηγηθεί σε αδιέξοδο.

 

Αν ξεπεράσουμε τα φορεμένα σημάδια της κατασκοπικής περιπέτειας, τις αμερικανορωσικές προφορές και τον ελαφρώς σχηματικό ορισμό των πρωταγωνιστών, θα εκτιμήσουμε το διακριτικό άγγιγμα του Λόρενς στη σκηνοθεσία, ειδικά μετά το πάθημα του κινηματογραφικού, υπερεπιτηδευμένου και σε γενικές γραμμές αποτυχημένου Χιονάνθρωπου του Άλφρεντσον.

 

Εκτός από την ασταμάτητη πλοκή της ταινίας, κυρίως στους χαρακτήρες και όχι απαραίτητα στο φόρτωμα της δράσης, παρατηρούσα παράλληλα τις αδρές κινήσεις της Τζένιφερ Λόρενς, μιας χαρακτηριστικά γενναιόδωρης, θερμής ηθοποιού, προς τη σωματική της χειραφέτηση (αφού πρώτα εξέθεσε, τρόπον τινά, την ψυχή της στο Mother!), σε έναν ρόλο που απαιτεί γυμνό και απάθεια, πειθαρχία και συγκεκριμένη δωρικότητα. Το αποφασιστικό και σέξι Σπουργίτι, σε μια πιο ενήλικη συνέχεια της ευαίσθητης Κοτσυφόκισσας.