Στον γνώριμο τρόμο της παραβίασης της ιερής εστίας το Ένα ήσυχο μέρος προσθέτει την παράμετρο του φανταστικού, χωρίς να χάνει το focus στην απειλή που δέχεται η οικογένεια Άμποτ, ενδεχομένως διότι ο σκηνοθέτης, και γνωστός ηθοποιός, Τζον Κραζίνσκι, δεν υπήρξε ποτέ θιασώτης του είδους του horror και δεν έχει, ευτυχώς, καμία αίσθηση ή πρόθεση μεταμοντέρνου σχολίου ή αυτοαναφορικής ειρωνείας.

 

Κάπου στο μέλλον, η ανθρωπότητα φαίνεται να έχει ξεκληριστεί από τυφλά, μοχθηρά πλάσματα, χωρίς να γνωρίζουμε αν είναι εξωγήινα ή προϊόντα ολέθριων πειραματισμών που επιτίθενται σε ηχητικά ερεθίσματα που διεγείρουν τα υπερμεγέθη ώτα τους και τα κατασπαράζουν... αβλεπτί, όταν είναι ζωντανά.

 

Γενναία και στιβαρά, η ταινία εκτυλίσσεται μέσα σε απόλυτη σιωπή στη μεγαλύτερη διάρκεια του πρώτου μέρους, με μοναδική εξαίρεση μια εγκάρδια κουβέντα ανάμεσα στον γιο και στον πατέρα κάτω από τα νερά ενός καταρράκτη

 

Απομονωμένοι στην αγροικία τους, ο πατέρας (Λι), η μητέρα (Έβελιν) και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά, ένα αγόρι (Μάρκους) και ένα κορίτσι (Ρέγκαν), βλέπουν το μικρότερο μέλος της οικογένειας να πέφτει θύμα απροσεξίας μετά από μια κοντινή βόλτα σε ένα εγκαταλελειμμένο κατάστημα, καθώς ο ήχος ενός ηλεκτρικού παιχνιδιού μετέτρεψε τον μικρό σε στόχο και, δυστυχώς, κανείς δεν πρόλαβε να αντιδράσει έγκαιρα μπροστά στους φονιάδες που ξεπηδούν αστραπιαία από τις κρυψώνες τους.

 

Η Ρέγκαν το φέρει βαρέως, γιατί ήταν εκείνη που του χάρισε κρυφά μπαταρίες για να ενεργοποιηθεί ο ήχος, αλλά ο Λι δεν έχει καιρό για ψυχοφθόρες ενοχές, επειδή η γυναίκα του είναι έγκυος και προέχει η ασφάλεια.

 

Γενναία και στιβαρά, η ταινία εκτυλίσσεται μέσα σε απόλυτη σιωπή στη μεγαλύτερη διάρκεια του πρώτου μέρους, με μοναδική εξαίρεση μια εγκάρδια κουβέντα ανάμεσα στον γιο και στον πατέρα κάτω από τα νερά ενός καταρράκτη, εκεί όπου ο φυσικός θόρυβος σκεπάζει ευεργετικά τον ανθρώπινο λόγο.

 

Όλοι βηματίζουν ξυπόλυτοι, προσεκτικά και διστακτικά, ψιθυρίζουν όταν δεν επικοινωνούν με νοήματα, εκτός από τη Ρέγκαν, που είναι κωφή ‒ την υποδύεται η Μίλισεντ Σίμονς, η εξαιρετική (αληθινά) κωφή ηθοποιός που ξεχώρισε αισθητά στο πρόσφατο Wonderstruck του Τοντ Χέινς.

 

Η ελπίδα της νέας ζωής που έρχεται και το ένστικτο της επιβίωσης ακυρώνουν το αδιέξοδο μιας βωβής οικογενειακής τραγωδίας και ο Κραζίνσκι απλώνει με οίστρο και δραματικές επινοήσεις το δράμα σε πολλαπλούς χώρους που διασταυρώνονται και αποδομούνται όσο πλησιάζει ο κίνδυνος.

 

Σοφά μοιρασμένο σε δύο διακριτά μέρη, την άμυνα και την επίθεση, το Ένα ήσυχο μέρος δεν δείχνει ποτέ σημάδια κόπωσης ούτε χαμηλώνει την ένταση του

 

Σοφά μοιρασμένο σε δύο διακριτά μέρη, την άμυνα και την επίθεση, το Ένα ήσυχο μέρος δεν δείχνει ποτέ σημάδια κόπωσης ούτε χαμηλώνει την ένταση του, ακόμα κι όταν κόβει εντελώς τους ήχους και διακόπτει πρόσκαιρα τη δράση για την απαραίτητη ανασύνταξη και τη στρατηγική αντεπίθεσης. Όταν έρχεται η στιγμή να αποκαλύψει το απεχθές πρόσωπο των κακών, έχει ήδη φροντίσει να ορίσει ευκρινώς τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες των τεσσάρων πρωταγωνιστών, αλλάζοντας ομαλά ταχύτητες.

 

Αν και μοιάζει συναφές με το Don't Breathe, το θρίλερ του Κραζίνσκι επιλέγει να εκδηλώσει το Κακό και να αφηγηθεί μια πιο συντηρητική ιστορία στη μορφή της παραβολής της προστασίας του οικογενειακού ασύλου από τους παρείσακτους σε αντικειμενικά ακραίες συνθήκες. Ωστόσο το κάνει με ολόσωστη ανάλυση χαρακτήρων και δεξιοτεχνική σκηνοθεσία ‒ η τρίτη απόπειρα του Κραζίνσκι πίσω από την κάμερα.