Ταινία-καμικάζι, όρος που χρησιμοποίησε και ο δημιουργός της όταν την περιέγραφε, η οποία εμπνέεται από τις περιπέτειες ενός νέου κινηματογραφικού δημιουργού που δεν ξέρει τι θέλει και παλεύει με τη νοσταλγία, την γκρίνια των φίλων και συνεργατών του και το όνειρο για ένα μέλλον που θα βασίζεται σε κάτι που έχτισε ολότελα ο ίδιος.

 

Σε αντίθεση με αυτόν τον ήρωα, ο Βασίλης Χριστοφιλάκης παρουσιάζει μια ταινία που φαίνεται ότι φτιάχτηκε γρήγορα και αποφασιστικά, με όσα θετικά και αρνητικά μπορεί να έχει κάτι τέτοιο.

 

Τα πρώτα φαίνονται από τη φρεσκάδα στη γραφή που επηρεάζεται αρκετά από τους κανόνες της stand up κωμωδίας, όμως τα δεύτερα αποτελούνται από μια σειρά χτυπητών αδυναμιών, με κυριότερη την απουσία ρυθμού λόγω πληθώρας σκηνών που φτιάχτηκαν σχεδόν ερασιτεχνικά αλλά και τη συνηθισμένη πια υπερβολή στις ερμηνείες.

 

Η διάθεση του σκηνοθέτη να φτιάξει μια λεκτική κωμωδία, κάτι που η αλήθεια είναι πως δεν επιχειρείται συχνά, είναι αξιοσημείωτη, όμως η μετατροπή των ιδεών του σε συγκροτημένη αφήγηση βρίσκεται ακόμη σε πρωτόλειο στάδιο.