Η είδηση μιας κινηματογραφικής βιογραφίας του Σαλβαντόρ Νταλί από τη Μέρι Χάρον (American Psycho) με επίκεντρο την πολύπλοκη σχέση εξάρτησης και πάθους που είχε με την αιώνια μούσα και σύζυγό του Γκαλά, και bonus την εξερεύνηση της χαμηλής, για τα δεδομένα της ιδιοφυΐας του, εμπορευματικής αξίας του στο χρηματιστήριο της τέχνης, κυρίως εξαιτίας της πλανεμένης του τάσης να υπογράφει αντίγραφα που δημιούργησαν σύγχυση γύρω από την αυθεντικότητά τους, ακούγεται συναρπαστική. Αλίμονο, η Αμερικανίδα σκηνοθέτις προδίδει έναν θρύλο στο ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη, τον καλλιτέχνη που εκλαΐκευσε τον σουρεαλισμό χωρίς να εκχωρήσει ούτε εκατοστό από την πρωτοτυπία του, τον άνθρωπο που λάτρεψε μια γυναίκα χωρίς να μπορεί να την ικανοποιήσει ποτέ (ήταν ένας Κανδαύλης της εποχής του, χωρίς ακριβώς να το κρύβει…), τον αυθεντικό εκκεντρικό με την αντισυμβατική αδιαφορία προς τον καθωσπρεπισμό και τις αστικές νόρμες. Το κύριο πρόβλημα της ταινίας είναι ότι ο κεντρικός χαρακτήρας δεν είναι ο θεαματικός, απρόβλεπτος και εμμονικός Νταλί αλλά ένας επινοημένος, όμορφος και ανώδυνος νέος άνδρας που προσλαμβάνει η γκαλερί του καλλιτέχνη για να τον διευκολύνει να επισπεύσει την τελευταία του δουλειά. Είναι αυτός που ξεδιψά την απληστία του για τα χρήματα – ή μήπως ήταν η εγγενής του ανασφάλεια που όλοι παρανοούσαν ως αδικαιολόγητη σπατάλη χρόνου και ταλέντου; Ο Τζέιμς ξεκινά ως τουρίστας στην ονειρεμένη για κάθε φιλότεχνο της ηλικίας του ασχολία, στη συνέχεια γίνεται τακτικός επισκέπτης στο λούνα παρκ που έστησε ο Νταλί στο ξενοδοχείο St. Regis το 1974 με ροκ μουσική στη διαπασών, κόκες, σαμπάνιες, φαντεζί τύπους και μοντέλα, και εξελίσσεται σε ξεναγό του ίδιου του Ισπανού genius στο έργο του και στο παρελθόν του – ένας δραματουργικός καταλύτης ισχνός και αποπροσανατολιστικός, όταν ξεχωριστές στιγμές της ταινίας τέρπουν και υπενθυμίζουν με ποιον θα έπρεπε να ασχολούμαστε. Δεν φταίει ο άπειρος, αλλά σωστός Κρίστοφερ Μπράινι αλλά το σενάριο (του Τζον Γουόλς), μια αποσπασματική βόλτα στη χώρα του Νταλί, την Daliland των πονεμένων αισθήσεων και μερικών αχνών παραισθήσεων. Ενώ αρχικά είχε συμφωνήσει να ενσαρκώσει τον Τζέιμς, το Έζρα Μίλερ, με αέρα Ροντόλφο Βαλεντίνο, υποδύεται τον νεαρό Νταλί σε σύντομα φλασμπάκ και, αν μη τι άλλο, αναδίδει ένα εξωτικό, αλλοτινό θυμικό, σαν ηφαίστειο που κρατάει τη λάβα του. Ο Μπεν Κίνγκσλεϊ έχει τις στιγμές του, αν και, για λόγους που μπορεί τελικά να σχετίζονται με την εμφάνιση και την αύρα που φέρει απλώς δεν είναι ο Νταλί, ή τουλάχιστον δεν οδηγείται στην πλήρη μεταμόρφωσή του από τη Χέρον. Η Μπάρμπαρα Σούκοβα, ως μοχθηρή και ξέφραγη Γκαλά, βγαίνει τελικά νικήτρια από αυτήν τη βιογραφία-μαίανδρο, μια χαμένη ευκαιρία πρώτου μεγέθους με περιφερειακούς χαρακτήρες όπως η Αμάντα Λιρ και η Ντονιάλε Λούνα, sui generis, φανταχτερές περσόνες που θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν τη δική τους ταινία.