Όταν ο τίτλος μια ταινίας έχει τον αριθμό 10, θα έλεγες ότι, έτσι κι αλλιώς, μόνο οι φαν ενδιαφέρονται πια. Ένα δίλημμα είναι αν η κριτική πρέπει να γραφτεί έχοντας κατά νου τον φαν ή τον νέο και αποστασιοποιημένο θεατή, λογαριάζοντας ότι ο πρώτος δύσκολα θα ενδιαφερθεί να διαβάσει μια κριτική αν δεν προέρχεται από ομοϊδεάτη. Για τον φαν, λοιπόν, να πούμε ότι το Saw X τοποθετεί τη δράση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μέρους, να προσθέσουμε και ότι για πρώτη φορά δίνονται πολύ περισσότερος φιλμικός χρόνος αλλά και «ζουμερές» σκηνές στον καρατερίστα Τόμπιν Μπελ, ο οποίος, χάρη στο αναπάντεχο αυτό franchise, κέρδισε την (κινηματογραφική) αθανασία Υπάρχουν, επίσης, νοσηρές παγίδες, αρκετό gore και το γνώριμο, εφετζίδικο τρικ με τις παλλόμενες κεφαλές που έμοιαζε γερασμένο ήδη εδώ και δύο δεκαετίες, αλλά οι σκηνοθέτες του franchise εξακολουθούν να βρίσκουν γοητευτικό.

 

Γι’ αυτό τον θεατή έτσι κι αλλιώς δεν έχει νόημα να γράψουμε για την ηθική του θεάματος, για τη γέννηση και τη δημιουργική λογική του επονομαζόμενου «torture porn», για την «πωρωτική» μουσική στα set-pieces των παγίδων, που τονίζει περισσότερο το συναίσθημα της ευχαρίστησης παρά εκείνο της αποστροφής – τουλάχιστον δεν κοροϊδευόμαστε, η ταινία γνωρίζει τι περιμένει να δει το κοινό της. Είναι λίγο δύσκολο, όμως, να καταπιούμε την ενίσχυση του στοιχείου της αιτιολογημένης βίας σε αυτό το κεφάλαιο, την ολοκληρωτική ανάδειξη του χαρακτήρα ενός ιεροκήρυκα που στόχο έχει την «αφύπνιση συνειδήσεων». Ο πρώτος τύπος θεατή, ο φαν, αν δεν ασπάζεται τη φασίζουσα ιδεολογία και τον ρεβανσισμό των πράξεων του Jigsaw ‒ο Θεός να μας φυλάει‒, θα διαμαρτυρηθεί με το γνωστό επιχείρημα της καθαρά αποδραστικής δημιουργίας, την οποία «δεν πρέπει να ψειρίζουμε». Όταν, όμως, η ίδια η ταινία επικαλείται την ηθική με τέτοια συχνότητα, σε προκαλεί να σχολιάσεις τη δική της. Και μια ταινία που σε καλεί όχι να καταλάβεις αλλά να ταυτιστείς με τον σαδιστή δολοφόνο, αιτιολογώντας κάθε του πράξη, μετατρέποντας τα θύματά του σε καρικατούρες κακών, επιστρατεύοντας ακόμα κι ένα παιδάκι για να τον συμπονέσουμε –το οποίο παιδάκι, χωρίς καμιά αιδώ, θα βασανιστεί, για να «διασκεδάσουμε»‒, μάλλον έχει περάσει προ πολλού τη γραμμή της εξαχρείωσης.

 

Το φινάλε μάς ξεκαθαρίζει ότι οι άνθρωποι πίσω από το franchise δεν θα αφήσουν τον Jigsaw να αναπαυθεί, υποσχόμενοι ένα ακόμα σίκουελ στο πρίκουελ των σίκουελ – μπερδευτήκατε; Από την άλλη, αντί να εφευρίσκουν απίθανους τρόπους για να επαναφέρουν τον Τόμπιν Μπελ στο πανί, ίσως είναι προτιμότερο να τοποθετούν απλώς τη δράση σε χρόνο που ο χαρακτήρας ήταν ήδη ζωντανός, όπως εδώ. Έτσι ο Jigsaw θα μπορέσει να συνεχίσει πιο πειστικά το (για τους δημιουργούς) «θεάρεστο» έργο του, μέχρι να απομείνουν ελάχιστοι θεατές για τους οποίους ένα μάλλον πεθαμένο franchise παραμένει ζωντανό.