«Έμαθα πολλά στην Ιατρική Σχολή, αλλά σίγουρα δεν έμαθα τίποτα για τη θνητότητα. Ναι μεν μου έδωσαν ένα αφυδατωμένο, άκαμπτο πτώμα για να το ανοίξω και να μελετήσω τα εσωτερικά όργανα, αλλά μοναδικός σκοπός ήταν να αποκτήσω γνώσεις για την ανθρώπινη ανατομία. Τα εγχειρίδια της Σχολής δεν ανέφεραν σχεδόν τίποτα για τα γηρατειά, την ανημπόρια που το συνοδεύει ή τη διαδικασία του θανάτου. Τίποτα για το πώς εκτυλίσσεται αυτή η διαδικασία, πως οι άνθρωποι βιώνουν το τέλος της ζωής τους-και πως αυτή η ιστορία επηρεάζει τους δικούς τους ανθρώπους-όλα τούτα φαίνονταν περιττά. Σκοπός της ιατρικής εκπαίδευσης, όπως το βλέπαμε εμείς ως φοιτητές αλλά όπως το έβλεπαν οι καθηγητές μας, ήταν να μάθουμε να σώζουμε ζωές, όχι να διαχειριζόμαστε το θάνατο». Με αυτά τα συγκλονιστικά λόγια ξεκινάει το βιβλίο του "Εμείς οι θνητοί-τα όρια της Ιατρικής και τι έχει πράγματι σημασία όταν το τέλος πλησιάζει» σε μετάφραση Λύο Καλοβυρνά από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης και τη σειρά Προοπτικές» ο Ατούλ Γκαουαντέ (Atul Gawande), χειρουργός, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Harvard, και τακτικός αρθρογράφος του New Yorker. Αναλύοντας σε βάθος ζητήματα που όλοι φοβούνται να θέσουν επί τάπητος καθώς δημιουργεί αμηχανία η στάση του ανθρώπου απέναντι στο γήρας, το θάνατο και τον πόνο, προσπαθεί να εξηγήσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει τόσο ο ασθενής όσο και ο γιατρός όταν νιώθουν πως το τέλος πλησιάζει.

 

Η παρακμή είναι η αναπόδραστη μοίρα μας: ο θάνατος θα μας βρει κάποια μέρα. Μέχρι όμως να χαλάσει κάθε εφεδρικό μας σύστημα, η ιατρική περίθαλψη μπορεί να επηρεάσει το αν αυτή η πορεία θα είναι μια απότομη κατηφόρα ή μια πιο ομαλή καθοδική πορεία που θα μας επιτρέπει να διατηρήσουμε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα όσες ικανότητες έχουν πράγματι σημασία στη ζωή μας.

 

Είτε πρόκειται για ανίατη ασθένεια, είτε για το γήρας δεν είναι εύκολο να σταθεί κανείς στο ύψος των περιστάσεων και να διατηρήσει υψηλό το σθένος χωρίς να τονώσει τις ψευδαισθήσεις ή να μιλήσει ειλικρινά για το τέλος χωρίς να αποκαρδιώσει τον υποψήφιο προς αναχώρηση. Ο γιατρός κάνει ο,τι μπορεί για να βελτιώσει τους όρους-αλλά κατά πόσο είναι αυτό αρκετό; Και πόσο σημαντικό ρόλο αλήθεια διαδραματίζουν η ιατρική και η χημεία όταν αυτό που δεν μαθαίνεται στις περιπτώσεις αυτές είναι ο τρόπος προσέγγισης του θανάτου; Με απλό τρόπο και με παραδείγματα παρμένα από την καθημερινή ζωή ο κορυφαίος χειρουργός και καθηγητής αποκαλύπτει τις συνέπειες μιας τέτοιας πραγματικότητας, καταδεικνύει τα κοινωνικά αδιέξοδα που προκαλούν τα απρόσωπα γεροκομεία, νοσοκομεία και θεραπευτήρια και φωτίζει τις εσωτερικές και ψυχολογικές μεταπτώσεις τόσο του γιατρού όσο και του ασθενούς. Και δεν επικαλείται μόνο το αρνητικό των περιπτώσεων: ένας υπεραισιόδοξος ασθενής που αντιμετωπίζει με θάρρος την σοβαρή αρρώστια πολλές φορές διέπεται από εξάρσεις υπεραισιοδοξίας αρνούμενος να δεχτεί το αναπόφευκτο γεγονός ενώ ένας συμπονετικός γιατρός δύσκολα παραδέχεται το πόσο τελικά ανώφελες, αν και παρηγορητικές, μπορεί να είναι οι διάφορες μέθοδοι θεραπείας. Τι όμως συμβαίνει με το γήρας και την παρακμή; Πώς στέκεται ο γιατρός απέναντι σε αυτές τις περιπτώσεις;

 

«Η παρακμή είναι η αναπόδραστη μοίρα μας: ο θάνατος θα μας βρει κάποια μέρα. Μέχρι όμως να χαλάσει κάθε εφεδρικό μας σύστημα, η ιατρική περίθαλψη μπορεί να επηρεάσει το αν αυτή η πορεία θα είναι μια απότομη κατηφόρα ή μια πιο ομαλή καθοδική πορεία που θα μας επιτρέπει να διατηρήσουμε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα όσες ικανότητες έχουν πράγματι σημασία στη ζωή μας. Οι πιο πολλοί από εμάς του ιατρικού κλάδου δεν σκεφτόμαστε έτσι. Είμαστε καλοί στο να αντιμετωπίζουμε συγκεκριμένα, ξεχωριστά προβλήματα: καρκίνο του παχέος εντέρου, υψηλή πίεση, γόνατα με αρθρίτιδα. Δώστε μας μια αρρώστια και κάτι θα καταφέρουμε να κάνουμε. Μη μας δώσετε όμως, μια γριούλα που έχει και υψηλή πίεση και αρθρίτιδα στα γόνατα και διάφορες άλλες παθήσεις-μια γριούλα που κινδυνεύει να στερηθεί τη ζωή που απολαμβάνει-γιατί τότε δεν έχουμε ιδέα τι κάνουμε και πολλές φορές το μόνο που καταφέρνουμε είναι να κάνουμε τα πράγματα χειρότερα».


Πώς θα αντέξει ο ηλικιωμένος τη ζωή και τον θάνατο

Για αυτό και ο ίδιος ο Γκαουαντέ επιμένει ότι αυτό που προέχει είναι η βελτίωση των όρων ζωής σε μια περίοδο που ο καθένας χάνει τη δυνατότητα αυτενέργειας και αυτοτέλειας. Η απρόσωπη και συχνά απάνθρωπη εικόνα των γηροκομείων δεν βελτιώνουν το πρόβλημα-ούτε καν τα φάρμακα. Οι ηλικιωμένοι οφείλουν να ανιχνεύσουν κίνητρα και αφορμές για δράση γιατί έχουν επιλογές-και αυτό είναι ίσως ο μοναδικός τρόπος να βελτιώσουν τη ζωή τους. Ο συγγραφέας και γιατρός μάλιστα θεωρεί πως τα γηρατειά δεν είναι απαραίτητα συνυφασμένα με τη δυστυχία, όπως πολλοί νομίζουν, στο βαθμό που μπορούν και καταλαγιάζουν την εσωτερική αγωνία και το θυμό αλλά χρειάζονται πάντα έναν καλύτερο, πιο ενισχυτικό παράγοντα που θα κινητοποιήσει τον άνθρωπο που βαδίζει προς τη δύση της ζωής του. Υιοθετώντας τη φράση του Φίλιπ Ροθ πως «τα γηρατειά δεν είναι μάχη. Τα γηρατειά είναι μακελειό» επιμένει πως σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν, εν προκειμένω, τόσο το περιβάλλον όσο και η βελτίωση των όρων ζωής-σε κοινωνικό επίπεδο και όχι μόνο σε σωματικό. Κάτι αντίστοιχο υποστηρίζει και για την περίπτωση των σοβαρά ασθενών οι οποίοι οφείλουν να βελτιώσουν όση ζωή τους απομένει ώστε να μπορέσουν να αντέξουν το γεγονός ότι φεύγουν. Κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν νιώσουν πως έχουν λόγο να ενεργήσουν στο πλαίσιο ενός γενικότερου συνόλου αντλώντας από εκεί δύναμη και παρηγοριά.

 

«Ο μοναδικός τρόπος που έχουμε για να δώσουμε νόημα στον θάνατό μας είναι να δούμε τον εαυτό μας ως κομμάτι ενός ευρύτερου συνόλου: μιας οικογένειας, μιας κοινότητας, μιας κοινωνίας. Αν δεν το πράξουμε αυτό, η θνητότητα είναι η απόλυτη φρίκη. Αν όμως το πράξουμε, τα πράγματα αλλάζουν. Η αφοσίωση, λέει ο Ρόις, «λύνει την παραδοξότητα της τετριμμένης ύπαρξης μας, επειδή μας δείχνει έξω από τον εαυτό μας τον σκοπό που καλούμαστε να υπηρετούμε και μέσα στον εαυτό μας τη βούληση που ευφραίνεται όταν τον υπηρετεί, και η οποία δεν ματαιώνεται αλλά εμπλουτίζεται και εκφράζεται μέσα απ' αυτή την προσφορά υπηρεσίας». Τα παραδείγματα που επικαλείται ο Γκαουαντέ δεν είναι ούτε απρόσωπα, ούτε αφηρημένα παρά αφορμώνται από πραγματικές περιπτώσεις ενώ τα συμπεράσματα του δεν αφορούν συνταγές αλλά μια ολόκληρη στάση ζωής. Ένα σημαντικό βιβλίο που ανοίγει έναν ουσιαστικό γενικότερο διάλογο-και για αυτό είναι καλό που οι Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης πήραν την πρωτοβουλία να οργανώσουν ημερίδα γύρω από το θέμα.


Ιnfo:

Σάββατο 5 Νοεμβρίου στις 11 το πρωί στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης

Μια δημόσια συζήτηση για την ιατρική φροντίδα όταν ο θάνατος είναι πια ορατός, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Ατούλ Γκαουάντε "ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΘΝΗΤΟΙ".

Θα μιλήσουν οι:

- Ασημίνα Μαγκίνα, Πνευμονολόγος - Εντατικολόγος

- Θεόδωρος Δ. Μουντοκαλάκης, Ομότιμος Καθηγητής Παθολογίας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών

- Σταύρος Ζουμπουλάκης, Πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος

Θα συντονίσει η ειδική παθολόγος - γηρίατρος και επιστημονική επιμελήτρια του βιβλίου, Ευρυδίκη Κραββαρίτη.

Η εκδήλωση διοργανώνεται από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σε συνεργασία με την Ιατρική Εταιρεία Αθηνών.