Σεβάς Χανούμ
Φεβ08
 

Σεβάς Χανούμ

Αγγέλων Βήμα, Δευτέρα 30/01/ 2012

Ένα μικροαστικό σαλονάκι, φωτιστικό, καρέκλα, μαυροπίνακας, η κυρία Σεβάς Χανούμ, κατά κόσμο Σεβαστή Παπαδοπούλου. Αξιοπρεπής, ντυμένη με ένα μαύρο ταγέρ, τα μαλλιά μαζεμένα ψηλά. «Ξεκινάμε; Γράφει;». Απευθύνεται στον δημοσιογράφο που σύντομα ξεχνάει, κάνει πέρα και ξεδιπλώνει το κουβάρι μιας ζωής στο κοινό, το οποίο έτσι κι αλλιώς βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τη μικρή σκηνή. Λαϊκή, αυστηρή, δωρική, ενίοτε περιπαικτική, βγάζει τα άπλυτά της στη φόρα. Με τον τρόπο της. Σαν νικημένο, πληγωμένο αγρίμι που έχει αποσυρθεί στην τρύπα του να πεθάνει μόνο του. Στην περίπτωση της Χανούμ, μακριά από τα προσβλητικά βλέμματα των νικητών, μακριά από τη βαβούρα του κόσμου, ενός κόσμου που διέσχισε μέχρι το τέρμα και κάηκε. 

Η ηθοποιός Κωνσταντίνα Μιχαήλ που την ενσαρκώνει μοιάζει να έχει φτάσει σε απόλυτη ταύτιση με τη γυναίκα αυτή που πέρασε κάποτε από το μουσικό στερέωμα, συνεργάστηκε με θρύλους του ρεμπέτικου, συνδέθηκε ερωτικά με τον Καζαντζίδη, τραγούδησε στο ίδιο πάλκο με την Μπέλλου και την Πόλυ Πάνου. Όταν μιλάει γι’ αυτούς, ιδιαίτερα γι’ ανθρώπους που βρίσκονται ακόμα στη ζωή, νομίζεις ότι έχεις μπροστά σου την ίδια την τραγουδίστρια αυτοπροσώπως. Τέτοια είναι η δύναμη του έργου του Γιώργου Χρονά Σεβάς Χανούμ: Η ιστορία μιας τραγουδίστριας του ’50. Βασισμένο σε εκτενείς μαρτυρίες που πρόλαβε να καταγράψει με το δημοσιογραφικό του μαγνητόφωνο την Πρωτομαγιά του 1983, αυτό το κείμενο-ντοκουμέντο, γραμμένο ως θεατρικός μονόλογος, γίνεται υλικό για μια σπουδαία παράσταση. Η Ελλάδα της πρώτης μεταπολεμικής εποχής, των ρεμπέτηδων και των λαϊκών κέντρων, του μικρόκοσμού τους που αργότερα αποτέλεσε συλλογική μνήμη και εθνική ταυτότητα, της σεξουαλικής καταπίεσης και της μεγάλης περηφάνιας των ανθρώπων που μοχθούσαν για το μεροκάματο.

Τα σκηνοθετικά ευρήματα του Κωνσταντίνου Ρήγου με την κιμωλία και την οριοθέτηση του χώρου όλως περιέργως δίνουν μια μπρεχτικού τύπου θεατρικότητα, ενώ η εκτέλεση από τον δημοσιογράφο-τραγουδιστή Γιάννη Τσεμπερλίδη των τραγουδιών που κάποτε τραγούδησε η Σεβάς με ηλεκτρονική κιθάρα και ροκ ήχο πετυχαίνει μια παράξενη σύνδεση με το σήμερα. Λίγο πριν από το τέλος, το αντίο της τραγουδίστριας, η Μιχαήλ, καθηλωτικά συγκινητική, όρθια, μόνη, αλλά αγέρωχη, στο κέντρο της σκηνής, χωρίς ψεγάδια και «των δειλών τα παρακάλια», ομολογεί, με απόλυτα ψυχρή φωνή και παραδοχή, το τελεσίδικο της αρρώστιας της.  

 
 
 
 
I WAS THERE