Βρίσκεσαι ώρες σκυμμένος μέσα στο σκοτάδι μπροστά από τον υπολογιστή σου****

Βρίσκεσαι ώρες σκυμμένος μέσα στο σκοτάδι μπροστά από τον υπολογιστή σου**** Facebook Twitter
3

Βρίσκεσαι ώρες σκυμμένος μέσα στο σκοτάδι μπροστά από τον υπολογιστή σου.

Παρακολουθείς ακίνητος τη ζωή του πλανήτη να χορεύει μπροστά σου. Ψάχνεις με μανία το μαγικό βίντεο/κείμενο/μουσική που θα σου ξυπνήσει το είναι, που θα σε κάνει να νιώσεις για λίγο τις αρχέγονες δυνάμεις που εμφυσούν ζωή στο πεθαμένο κουφάρι της ανθρώπινης ύπαρξης. Ποτέ δεν το βρίσκεις όμως. Μόνο ψίχουλα που σε διψάζουν περισσότερο. Πού σε χώνουν όλο και πιο βαθιά στην άβυσσο της θνητότητας.

Άι στο διάολο, αναφωνείς κάθως τρίβεις με μανία τα πονεμένα σου μάτια. Η ζωή δεν είναι εδώ μέσα! Και χωρίς να το καλοσκεφτείς αρπάζεις το σακατεμένο σου μπουφάν και βγαίνεις γρήγορα έξω από το στοιχειωμένο σου σπίτι. Κατεβαίνεις προς το κέντρο και αρχίζεις να περπατάς στον πεζόδρομο. Οι αμέτρητες απανωτές καφετέριες που σου κλέβουν το βλέμμα, σου θυμίζουν τη νεκραμάρα του νεκροταφείου που επισκέπτηκες πρόσφατα. Φωτάκια, πολύχρωμες καρέκλες, αναπαλαιωμένα έπιπλα, φανταχτερά λογότυπα, εξοτικές λέξεις, δυνατή μουσική, τα πάντα προσπαθούν να σε πείσουν ότι η καρδιά σου χτυπά ακόμα. Ντουπ ντουπ ντουπ ντουπ αναφωνούν συγχρονισμένα όλες οι ανέκφραστες φάτσες που σε κοιτούν επίμονα πίσω από τα τραπεζάκια. Απλώνεις το χέρι στο στήθος και δεν νοιώθεις τίποτα. Μόνο το νωπό σου πουλοβερ από το ψιλόβροχο. Συνεχίζεις να περπατάς διώχνοντας σα λυσσασμένος τις ζοφερές σκέψεις θανάτου. Η ζωή είναι εδώ έξω, αφού πάντα εδώ την έβρισκα! Αρχίζεις να τρέχεις προς κάθε κατεύθυνση, φωνάζοντας και κάνοντας νεύματα σε κάθε περαστικό. Προσπαθείς απεγνωσμένα να λάβεις κάποιο σήμα που θα σε καθησυχάσει. Όμως τίποτα, όλοι σε κοιτούν και κουνάνε συγκαταβατικά το κεφάλι. Κοιτάζεις με θλίψη τη νεκρική ακολουθία των ανθρώπων πάνω στον πεζόδρομο. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια, γραπώνεις ένα μικρό κοριτσάκι και χώνεις το κεφάλι σου στο στήθος του. Τίποτα. Ο πατέρας του σε σπρώχνει αηδιασμένος και παίρνει το παιδάκι αγκαλιά. Αρχίζεις να κλαις από απόγνωση, και συνεχίζεις να τρέχεις.

Η βροχή έχει γίνει δυνατή και ο κόσμος αρχίζει να σκορπίζει · εσύ όμως συνεχίζεις εξουθενωμένος να γυρνάς σαν ζωντανός νεκρός στην πόλη. Ευτυχώς η ιδέα δεν αργεί να σου έρθει. Χωρίς δεύτερη σκέψη κινείσαι προς το πατρικό σου σπίτι. Εκεί ήταν πάντα η ζωή, θα 'ναι σίγουρα και τώρα. Με τις σκέψεις αυτές ξεκινάς και πάλι να τρέχεις ενώ τα παπούτσια σου σκορπάνε παντού τα τα νερά του δρόμου. Αρχίζει και πάλι να ανατέλλει κάτι θετικό στην καρδιά σου. Το μυαλό σου προτρέχει σε αλλοπρόσαλλες σκέψεις, γεμάτες φως και ζεστασιά. Επιτέλους φτάνεις μπροστά στο σπίτι σου. Εκεί που έμαθες να ζεις. Φτάνεις στην εξώπορτα και κοιτάς πάνω. Μπροστά από τον γκρίζο φόντο το θεώρατο νεοκλασικό σε γεμίζει ελπίδες. Κάτι τόσο στιβαρό εμπνέει πάντα ζωή. Τα μάτια σου γλύφουν λαίμαργα τις λεπτομέρειες του μπαλκονιού, των γύψινων ανάγλυφων, τα ξεραμένα λουλούδια, τις ρωγμές, τη μαυρίλα από τη σκόνη, τους ζωγραφισμένους τοίχους. Τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί να ρίξει αυτό το φρούριο. Με ανυπομονησία χτυπάς το κουδούνι και αφουκράζεσαι. Ντουπ ντουπ. Περιμένεις... καμία απάντηση. Ξαναχτυπάς. Ντουπ ντουπ. Περιμένεις... καμία απάντηση. Χωρίς να το πολυσκεφτείς, σκαρφαλώνεις στην σκουριασμένη εξώπορτα, προσγειώνεσαι μέσα στον κήπο και κατευθύνεσαι προς την εσώπορτα. Κισσοί και άλλα αναριχιτικά φυτά έχουν καλύψει τα πάντα. Ξεριζώνεις ό,τι μπορείς και ψάχνεις το κουδούνι.

Πουθενά το κουδούνι. Μόνο μια τρύπα με κάτι καλώδια. Δε δίνεις σημασία, και χτυπάς την πόρτα δυνατά. Ντουπ ντουπ. Καμία απάντηση. Ξαναχτυπάς. Ντουπ ντουπ. Τίποτα. Σκέψεις θανάτου αρχίζουν να εισβάλουν στο καταπονημένο σου μυαλό. Μαζεύεις όλες σου τις δυνάμεις και τις διώχνεις. Αρχίζεις να παίζεις το πόμολο της πόρτας βίαια και ξαναχτυπάς την πόρτα με τη γροθιά σου δυνατά. Την κλωτσάς και τη σπρώχνεις με λύσσα. Αφουκράζεσαι πάλι λαχανιασμένος. Τίποτα. Ζοφερές σκέψεις σπάζουν τις δικές σου πόρτες και εισβάλουν σε κάθε κύτταρο του κορμιού σου. Σε κυριεύει η απόγνωση και πριν αρχίσει να σου στρίβει παίρνεις φόρα και πέφτεις στην πόρτα με όλη σου τη δύναμη. Μπαμ! Η πόρτα ανοίγει διάπλατα και ένα δυνατό κύμα σκόνης παραβιάζει τα ρουθούνια σου. Σκοτάδι παντού και υγρασία που σου πηρουνιάζει τα κόκαλα. Απόλυτη ησυχία. Μαμά! Τρέχεις προς τις σκάλες που οδηγούν στο υπνοδωμάτιο των γονιών σου ενώ σκουντουφλάς σε διαλυμένα έπιπλα και σοβάδες. Ψαχνεις ψαχουλεύοντας την πόρτα με το αυτοσχέδιο χερούλι που είχε φτιάξει ο πατέρας σου. Όταν την βρίσκεις διστάζεις για μερικά δευτερόλεπτα και μετά την μισανοίγεις απαλά. Μαμά! Ψιθυρίζεις σα να μη θέλεις να την ξυπνήσεις. Που 'σαι βρε μαμά! Μπαίνεις μέσα στο δωμάτιο και κοιτάζεις πίσω από το σκοτάδι το κρεβάτι. Ίσα που αχνοφαίνεται το άδειο κομοδίνο. Μένεις να το κοιτάς. Η άκρη του ματιού σου πιάνει τη παραγεμισμένη ντουλάπα στο βάθος με τα αιωνίως μισάνοιχτα φύλλα. Αριστερά σου βρίσκεται το κίτρινο δερμάτινο πουφ με τα λούτρινα ζωάκια. Βλέπεις και την άκρη από το πολύχρωμο πάπλωμα που έχει πέσει στο πάτωμα. Λίγο πιο πέρα οι μισοδιαλυμένες παντούφλες του πατέρα σου. Απλώνεις το χέρι και ανοίγεις το φως. Νικόλα! Τι έγινε; Ακούω τη νυσταγμένη φωνή της μητέρας μου. Ο μπαμπας, αναμαλλιασμένος από τον ύπνο ανακάθεται και πασπατεύοντας βρίσκει τα γυαλιά του στο κομοδίνο και τα φοράει. Πού ήσουνα βρε και έγινες έτσι;

3

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

3 σχόλια