Ο «κύριος Μπάτμαν» έχει τις κλειστές του

Ο «κύριος Μπάτμαν» έχει τις κλειστές του Facebook Twitter
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΜΠΑΡ ΣΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ: «Αν ισχύσει ο κανονισμός, ένα άτομο ανά δύο μέτρα, εμείς δεν θα επιβιώσουμε. Στο μαγαζί μας, που είναι 40 τετραγωνικά, θα μπορούν να μπουν 15-20 άτομα. Με 20 άτομα, είναι σαν να μου λες "κλείσ' το!"».... Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
0


Ο ΜΠΑΤΜΑΝ είναι ένα μαγαζί-ορόσημο για την περιοχή του Νέου Κόσμου. Εδώ και τριάντα χρόνια δίνει το στίγμα της νύχτας και του after σε έναν χώρο 40 τετραγωνικών που δημιουργεί πολιτισμό με τη «μυσταγωγία του ωραίου». Επίσης, είναι μια υγιής οικογενειακή επιχείρηση που άντεξε στην οικονομική κρίση και κατάφερε να βγει αλώβητη μέσα από αμέτρητες δυσκολίες. Τώρα, ως μικρό μαγαζί, καλείται να πάει πίσω στο σημείο μηδέν, γιατί όλος ο χώρος της εστίασης έχει πληγεί –και κανείς δεν ξέρει πόσο θα πληγεί ακόμα τους επόμενους μήνες‒, με τους ιδιοκτήτες των μπαρ, των εστιατορίων και των μεζεδοπωλείων να είναι σε κατάσταση πανικού εν όψει όσων έρχονται.

Ο ιδρυτής του, Γιώργος Νάσιος, έχει παραχωρήσει πλέον τη διαχείριση του μαγαζιού στην κόρη του, την Αθηνά, αλλά παραμένει ο «κύριος Μπάτμαν» και θα είναι για πάντα. Με το μαγαζί κλειστό για δύο μήνες και άγνωστο για πόσο ακόμα ‒όπως άγνωστες είναι και οι συνθήκες υπό τις οποίες θα ανοίξει‒, αφηγήθηκε την περιπέτειά τους από την αρχή της πανδημίας και εξέφρασε τις ανησυχίες του την πρώτη μέρα που επιτράπηκε η μετακίνηση.


«Στην αρχή, για να πω την αλήθεια, ήταν σαν να μη συνέβαινε τίποτα, θεωρούσα τη μητέρα μου, που είναι πολύ πιο προσεκτική, υπερβολική και σχεδόν την κορόιδευα» λέει η Αθηνά. «Δεν πίστευα ποτέ ότι θα γινόταν αυτό που έγινε. Το πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα το συνειδητοποίησα λίγο πριν από την καραντίνα».


Γιώργος Νάσιος: «Εγώ το διαπίστωσα όταν γύριζα από τις Βρυξέλλες, που, ενώ δεν βρίσκαμε συνήθως εισιτήρια, ήταν φουλ τα αεροπλάνα της Aegean, γυρίσαμε και ήμασταν 70 άτομα στο αεροπλάνο. Εκεί κατάλαβα ότι πραγματικά κάτι τρέχει, αλλά, ερχόμενος στην Αθήνα, είδα την Αθηνά να μου λέει ότι έπρεπε να κλείσουμε το μαγαζί, γιατί γινόταν το αδιαχώρητο κάθε βράδυ. Είχαμε πάρει μέτρα όσο γινόταν, π.χ. πήραμε αντισηπτικά. Ούτως ή άλλως, έχουμε μόνο έναν μπάρμαν σε κάθε βάρδια, δεν έχουμε πολύ προσωπικό υγειονομικού ενδιαφέροντος, αλλά είμαστε ένα μαγαζί πολύ μικρό και νομίζω ότι κανείς δεν είχε αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης. Είχαμε πολύ κόσμο μέχρι τελευταία στιγμή. Το να κλείσουμε ήταν θέμα ευθύνης, αλλά ταυτόχρονα βγήκαν και τα περιοριστικά μέτρα που επέβαλαν να κλείσουν τα μαγαζιά.

Στο μαγαζί μας, που είναι 40 τετραγωνικά, θα μπορούν να μπουν 15-20 άτομα. Με 20 άτομα, είναι σαν να μου λες "κλείσ' το!". Δεν βγάζεις τα λειτουργικά σου έξοδα, δεν βγαίνουν τα μεροκάματα των παιδιών, δεν βγαίνει τίποτα.

ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ  λειτουργεί εδώ και τριάντα χρόνια, πάμε στα 31. Τόσο μεγάλο διάστημα δεν έχουμε ξανακλείσει ‒ κλείσαμε όταν κάναμε μια μεγάλη ανακαίνιση, οπότε ηχομονώσαμε το μαγαζί, και όταν βγήκε ο πρώτος περιορισμός για το τσιγάρο το 2008-09. Τότε είχε βγει ένας νόμος που έλεγε ότι τα μαγαζιά που θέλουν να είναι καπνιζόντων θα πρέπει, βάσει τετραγωνικών, να κάνουν στον χώρο τους εισροή και εκροή φρέσκου αέρα με μηχανήματα, τα οποία εξασφαλίζουν την υγιεινή του μαγαζιού. Χτίσαμε ένα μαγαζί μέσα στο μαγαζί για να μην ενοχλούμε τη γειτονιά, γιατί ζούμε ακριβώς απέναντι και δεν είχαμε διάθεση να βγαίνουμε στον δρόμο το πρωί και να μας λέει ο κόσμος «δεν μπορούμε να πηγαίνουμε στη δουλειά μας γιατί μας ξενυχτάτε με τόσο θόρυβο». Επί Καμίνη μας έκλεισαν κιόλας, επειδή είχαμε τις τουαλέτες στον πάνω όροφο και δεν προβλεπόταν. Το νομιμοποιήσαμε κι αυτό και πέρασαν για έλεγχο κυριολεκτικά όλες οι υπηρεσίες. Ακόμα και για την ηχορρύπανση ‒ δεν το πίστευαν ότι ο δρόμος προκαλούσε περισσότερο θόρυβο απ' ό,τι έβγαινε προς τα έξω από τα 150 ντεσιμπέλ που επέβαλαν να παίξουν μέσα στο μαγαζί.

Τώρα, σε αυτήν τη διακοπή, κανονίσαμε να κάνουμε βιολογικό καθαρισμό στο μαγαζί. Για να δούμε πότε και πώς θα ανοίξουμε! Γιατί αν ισχύσει ο κανονισμός ένα άτομο ανά δύο μέτρα, εμείς δεν θα επιβιώσουμε. Κανείς δεν μπορεί να το αντέξει αυτό στην Αθήνα. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό για μας; Ότι στο μαγαζί μας, που είναι 40 τετραγωνικά, θα μπορούν να μπουν 15-20 άτομα. Με 20 άτομα, είναι σαν να μου λες "κλείσ' το!". Δεν βγάζεις τα λειτουργικά σου έξοδα, δεν βγαίνουν τα μεροκάματα των παιδιών, δεν βγαίνει τίποτα.

Βέβαια, το Μπάτμαν δεν θα κλείσει ποτέ. Είναι και θέμα αρχής. Το Μπάτμαν δεν είναι ένα τυχαίο μπαρ που το ανοίξαμε για να βγάλουμε λεφτά μόνο, είναι ένα μπαρ το οποίο παράγει πολιτισμό. Τα παιδιά όλα που δουλεύουν εδώ είναι καλλιτέχνες, είναι μουσικοί, και είμαστε δεμένοι, είμαστε οικογένεια πια, ούτε ένας δεν είναι τυχαίος υπάλληλος. Το σημαντικό αυτήν τη στιγμή είναι ότι όλα τα παιδιά είναι ασφαλισμένα (απασχολούμε τρία άτομα σε κάθε βάρδια, οκτώ συνολικά) και δεν αντιμετώπισαν πρόβλημα επιβίωσης. Πήραν όλοι το 800άρι τους. Σίγουρα δεν μπορούμε να πούμε ότι αρκεί, αλλά φαντάσου πόσος κόσμος δουλεύει μαύρα και δεν τα δικαιούται ούτε αυτά. Αυτό είναι το καλό του δικού μας μαγαζιού.

Από την άλλη, όμως, κι εμείς, ως μαγαζί, πήραμε 800 ευρώ, ένα ποσό που σε επίπεδο επιχείρησης δεν φτάνει ούτε για τα ενοίκια, όχι για τα λειτουργικά έξοδα. Εμείς, που είμαστε μια οικογενειακή επιχείρηση και όχι απλώς μια τετραμελής οικογένεια, είμαστε τρία διαφορετικά σπίτια, τι να πρωτοκάνουμε με τα 800 ευρώ; Κι εκτός από εμάς, βάλε και τις οικογένειες των ανθρώπων που δουλεύουν για μας. Δεν υπάρχει περίπτωση να απολυθεί κανείς, ούτε καν το σκεφτόμαστε αυτό το ενδεχόμενο, θα βάζουμε όσα έχουμε κάτω και θα τρώμε όλοι. Ελπίζουμε να μη φτάσουμε σε σημείο που να ζοριστούμε τόσο. Ευελπιστούμε ότι θα δει το κράτος την κατάσταση λογικά και θα κάνει κάτι.

Ο «κύριος Μπάτμαν» έχει τις κλειστές του Facebook Twitter
Ο κύριος Μπάτμαν, Γιώργος Νάσιος με την κόρη του Αθηνά έξω από το κλειστό μαγαζί τους. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

ΠΕΡΑΣΑΜΕ μια πολύ δύσκολη πενταετία, όλα τα μαγαζιά έχουν βγει από μια πολύ δύσκολη περίοδο οικονομικής κρίσης και πάνω που είπαμε "δόξα σοι ο Θεός", λέμε πάλι "Παναγία, βόηθα". Το Μπάτμαν είναι ίσως πιο ιδιαίτερο μαγαζί, πιο εξειδικευμένο, και στην κρίση στηρίχτηκε πάρα πολύ από καλλιτέχνες, μουσικούς, γενικά ανθρώπους του θεάματος, όλον αυτόν τον κόσμο που τώρα δεν ξέρουμε πώς να τον στηρίξουμε. Γιατί είναι κόσμος που είναι background, που δεν έχει μπει καν στο πλαίσιο να πάρει 5 ευρώ να ζήσει. Επειδή μας στήριξαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ως μαγαζί δεν βιώσαμε τόσο πολύ την κρίση, όλοι αυτοί είναι οι φίλοι μας.

Έχουμε πάρα πολύ κόσμο που μας στηρίζει, είναι η αλήθεια. Ίσως το Μπάτμαν να έχει γίνει και σύμβολο στην αθηναϊκή νύχτα, το λέω και με καμάρι και με ευθύνη. Νιώθουμε μεγάλη ευθύνη γι' αυτό που κάνουμε. Από το μαγαζί ζουν εννιά οικογένειες, αλλά δεν είναι μόνο αυτές που πλήττονται όσο είμαστε κλειστά. Όλο αυτό που έχει συμβεί αυτήν τη στιγμή είναι ένα ντόμινο τεράστιο, αφορά όλους τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργαζόμαστε κι αυτό ισχύει για όλα τα μαγαζιά. Είναι μια αλυσίδα πραγμάτων που παίρνει η μπάλα: κάβες, πωλητές, αυτούς που κάνουν διανομές, όλους. Π.χ. φεύγοντας από το μαγαζί μας ο πελάτης θα πάει δίπλα να φάει κάτι. Είναι ένας μεγάλος κύκλος που ζημιώνεται όταν ζημιώνεσαι εσύ.

Το μπαρ είναι η "εκκλησία του δήμου", ανταλλάσσονται απόψεις, μιλάει ο ένας στον άλλο, λέει το πρόβλημά του, έρχονται σε επαφή και αυτό λειτουργεί σαν ψυχανάλυση. Αυτή είναι η έννοια του μπαρ, ακόμα και για μας τους ίδιους που έχουμε τα μαγαζιά.

Όταν ξεκίνησε το Μπάτμαν, δεν υπήρχαν μπαρ στη γειτονιά, ήταν μόνο συνεργεία. Υπήρχε μόνο η Αρχιτεκτονική του Ιωσήφ ως μουσική σκηνή. Δεν ξέρω αν το Μπάτμαν το έκανε η εποχή, γενικά, ή ήταν συνδυασμός πραγμάτων. Σίγουρα έχουμε μια γειτονιά που θα τη ζήλευαν πολλοί, μας στηρίζουν και μας ανέχονται, δεν μας δημιουργούν προβλήματα ‒ γιατί υπάρχουν φορές που εμείς τους δημιουργούμε. Επειδή σε ένα μπαρ πίνει κάποιος και μπορεί να κάνει φασαρία, να τσακωθεί ή να βγει να κατουρήσει σε έναν τοίχο. Η γειτονιά το αγαπάει το μαγαζί, όμως, κι εμείς έχουμε άρρηκτες σχέσεις με τους γείτονες.

Δεν ξέρω τι θα γίνουμε, τι γίνουν όλοι αυτοί οι συνάδελφοι που έχουν πληγεί ήδη και θα πληγούν περισσότερο το επόμενο διάστημα. Ο κλάδος μας της εστίασης δεν είναι οργανωμένος. Έγιναν κάποτε κάποιες κινήσεις, αλλά δεν προχώρησαν. Κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον, όπου όλοι κι εμείς, απλώς στον Μπάτμαν έχουμε ένα background χάρη στο οποίο ίσως μπορέσαμε να αντέξουμε, λόγω ιστορίας, λόγω αγάπης που έχουμε μεταξύ μας όλοι όσοι δουλεύουμε σε αυτό το μαγαζί, συν τον κόσμο.

Καθημερινά έχουμε τηλεφωνήματα που μας ρωτάνε: "Πότε θα ανοίξετε, τι θα κάνετε;". Ο περιορισμός στον αριθμό των ατόμων, όταν μας επιτρέψουν να ανοίξουμε, θα είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί δεν θα μπορείς να διώξεις κόσμο. Τι θα του πεις του πελάτη σου, ο οποίος είναι πια φίλος κι έρχεται να σε στηρίξει, "φύγε"; Και σε αυτήν τη γειτονιά δεν γίνεται να είσαι έξω στον δρόμο ‒σε καμία γειτονιά‒, θα δημιουργηθεί θόρυβος και θα έρθουν άλλα προβλήματα.

Ο «κύριος Μπάτμαν» έχει τις κλειστές του Facebook Twitter
Ο Μπάτμαν από την άλλη πλευρά της μπάρας... Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Επειδή το βλέπαμε να έρχεται είχαμε προετοιμαστεί για την επόμενη μέρα, αλλά δεν ήταν η επόμενη μέρα το πρόβλημα, ήταν το μετά από δύο εβδομάδες, μετά από τρεις εβδομάδες, δεν είχαμε φανταστεί ότι θα είμαστε κλειστά για δύο μήνες. Εκεί άρχισα να ζορίζομαι, όταν είδα την κατάσταση και τα οικονομικά, γιατί εγώ τα διαχειρίζομαι: τι πληρώναμε, τα θέματα που άρχισαν να έχουν τα παιδιά. Το επίδομα μπήκε πριν από το Πάσχα, εκεί άρχισα κι εγώ να ζορίζομαι στο κεφάλι μου.

Είμαστε υγιής επιχείρηση, αλλά όταν είδα τα οικονομικά, πραγματικά σκέφτηκα τα άλλα μαγαζιά που ζούσαν από ένα Παρασκευοσάββατο ή με ένα δάνειο ‒ τι θα τους συμβεί αυτήν τη στιγμή. Ο επόμενος μήνας ήταν το πρόβλημα, όταν πλέον συνειδητοποιήσαμε τι πάει να γίνει. Όταν είσαι δύο μήνες κλειστά ‒τρεις μέχρι να ανοίξουμε‒, όταν τελικά ανοίξουμε δεν θα είναι ίδια η κατάσταση. Δεν θα μπορούμε να δουλέψουμε με τον ίδιο τρόπο, όπως ούτε και όλοι οι υπόλοιποι.

ΤΗΝ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ την πέρασα στο Λαγονήσι. Ερχόμενοι από τις Βρυξέλες καθίσαμε μία ημέρα εδώ, είδαμε τα παιδιά από μακριά και φύγαμε για το Λαγονήσι, να είμαστε απομονωμένοι, γιατί είχαμε ταξιδέψει με αεροπλάνο. Η καραντίνα μάς έπιασε εκεί, αλλά έβγαινα κάθε πέντε μέρες, μόνο για να πάω σούπερ μάρκετ. Έβαλα ζαρζαβατικά στο κτήμα και ασχολήθηκα με αυτά. Δεν βγήκαμε πουθενά, αν και ήμασταν στην εξοχή. Αυτό το πράγμα δεν μπορεί να συνεχιστεί, όμως, δεν είναι κανονικότητα αυτό. Άμα συνεχιστεί, δεν θα μείνει τίποτα όρθιο.

Ούτε μια στιγμή δεν θεώρησα ότι είναι μάταιο που έχουμε το μαγαζί. Ποτέ δεν το έχω σκεφτεί αυτό. Περιμένουμε πώς και πώς να ανοίξουμε. Προς τιμήν τους και τα παιδιά, που είναι οικογένεια πια, αποφάσισαν να κάνουν κάθε Κυριακή μια διαδικτυακή εκπομπή Μπάτμαν. Ο ένας DJ βγαίνει από τη σελίδα του Μπάτμαν στο Facebook live. Την Κυριακή θα ξανακάνουμε και θα συμμετάσχω κι εγώ.

Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις επιτράπηκε να έρθω στην Αθήνα ήταν να δω τα παιδιά μου. Στην καθημερινή μας ζωή δεν έπρεπε να δίνουμε και τόση προσοχή για να είμαστε υγιείς και τώρα έχει γίνει εμμονή το να μην αρρωστήσουμε. Δεν σκεφτόμουν ποτέ πού να πάω και πώς για να μην αρρωστήσω. Δεν ξέρω τι γίνεται και με τα αντισώματα.

Τέλη Αυγούστου ήμουν πάλι στις Βρυξέλλες και έκανα για ένα τριήμερο 39 πυρετό. Ήταν πολύ νωρίς για να είναι κορωνοϊός, αλλά όταν άκουσα τα συμπτώματα, άρχισα να αναρωτιέμαι αν τον πέρασα, δεν ξέρεις ποτέ. Πάντα υπάρχει ένας φόβος, είναι ανθρώπινο. Πλέον βάζεις σε προτεραιότητα την προσωπική σου ζωή, γιατί το ξεχνάμε αυτό όταν έχουμε μια καθημερινότητα με δουλειά, με διάφορα πράγματα που πρέπει να κάνουμε. Ξεχνάμε τον εαυτό μας, την οικογένειά μας. Νομίζω ότι πάρα πολλοί άνθρωποι έβαλαν σε προτεραιότητα την οικογένειά τους τώρα.

    

ΕΝΑ ΜΑΓΑΖΙ, εκτός τη μισθοδοσία, έχει ΔΕΗ, Ίντερνετ, νερό, όλα τα λειτουργικά ενός τέτοιου χώρου, καθαρισμούς εξαερισμών, τεχνικούς γενικότερα, ψυκτικούς, ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, ασφάλειες ΙΚΑ-ΕΦΚΑ, απεντομώσεις, τα πνευματικά δικαιώματα για να έχεις μουσική στο μαγαζί, λογιστή, ΦΠΑ... Και καθημερινά έξοδα, όπως οι κάβες. Κόβεις καθημερινά από τον τζίρο σου, συνέχεια δίνεις λεφτά. Τα περισσότερα λειτουργικά έξοδα δεν τα γλιτώνεις, ούτε με κλειστό το μαγαζί. Και δεν ήταν μέτρο το 40% που κόβεις από το ενοίκιο, γιατί φέρνεις σε αντιπαράθεση κοινωνικές ομάδες. Εμείς το πληρώσαμε κανονικά γιατί ξέρουμε ότι από τα δικά μας λεφτά ζει μια γιαγιά 80 χρονών στη Μυτιλήνη, η οποία πληρώνει μια γυναίκα να την κρατάει και τη διατροφή της. Εάν τους κόβαμε το 40%, αυτοί οι άνθρωποι θα είχαν πρόβλημα, δεν θα είχαν να φάνε. Κάθε υγιής επιχείρηση έτσι πρέπει να είναι. Γιατί να φέρεις εμένα σε αντιπαράθεση με τον ιδιοκτήτη; Δεν θα έπρεπε να δίνει το κράτος στον ιδιοκτήτη τα υπόλοιπα;

  

Ξέρω τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, π.χ. οι γονείς του γαμπρού μου χρηματοδοτήθηκαν για ένα μικρό μεζεδοπωλείο στο Βέλγιο με 1.500 ευρώ για τις 15 μέρες του Μαρτίου και με 5.000 ευρώ για τον Απρίλιο. Με αυτά τα λεφτά μπορούν να πληρώσουν τα έξοδα της επιχείρησης και να ζήσουν. Κι εμείς Ευρωπαίοι πολίτες είμαστε, με μεγάλο ΦΠΑ, με δασμούς και βιοτικό επίπεδο χαμηλότερο απ' όλης της Ευρώπης. Τη στιγμή που πάμε να βγούμε από μια τεράστια κρίση, μόλις βγήκαμε από τα μνημόνια; άντε πάλι το ίδιο! Κι εγώ, τώρα, σαν μεγάλος άνθρωπος, δεν σκέφτομαι τον εαυτό μου, σκέφτομαι τα παιδιά μου, τα παιδιά που θέλουν να κάνουν. Πώς θα ζήσουμε;

Αυτό που ανακοίνωσαν δεν μπορεί να ισχύσει, δεν γίνεται να μπαίνει τόσο αραιά ο κόσμος στο μαγαζί. Και τα μαγαζιά που δεν έχουν έξω χώρο, όπως το δικό μας, τι θα γίνουν; Έχουμε σοβαρό πρόβλημα όλα τα μπαρ, τα εστιατόρια, τα μικρά μεζεδοπωλεία. Στα μπαρ δεν έχεις χώρο που είναι ξεκάθαρος, δηλαδή δεν είναι ένα τραπέζι που μπορείς να βάλεις πλεξιγκλάς και να το περιορίσεις.


Έχω μια υγιή επιχείρηση που έφτιαξα με κόπο μιας ζωής, δεν γίνεται να κλείσει από έναν ιό και τον φόβο...».

facebook.com/batmanbarofficial

 

Αθήνα
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Επιτέλους, ξανά Cine Paris

Οθόνες / Επιτέλους, ξανά Cine Paris

Η ωραιότερη θερινή κινηματογραφική αίθουσα-ταράτσα της Πλάκας είναι έτοιμη να υποδεχθεί το κοινό έπειτα από τέσσερα χρόνια απουσίας υπό τη νέα διαχείριση του Cinobo με ένα προσεκτικά σχεδιασμένο πρόγραμμα προβολών για όλο το καλοκαίρι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ