Τηλεοπτικά γλέντια: Η πιο ένοχη των ένοχων απολαύσεων

Γιορτινά τηλεγλέντια: Η πιο ένοχη των ένοχων απολαύσεων Facebook Twitter
0

Κάτι τα τρισάθλια οικονομικά μας, κάτι που, κυρίως οι κάτω των 30 αντέχουν τις βραδινές εξόδους σε περίοδο γιορτών (σ.σ.: όποιος έχει αλλάξει χρόνο μέσα στο αμάξι, πηγμένος στην Πειραιώς και ενώ αρματώθηκε για κάποιο νυχτερινό κέντρο ή για ρεβεγιόν σε φιλικό σπίτι, ΞΕΡΕΙ!) και τα τηλεγλέντια χρόνια τώρα αποτελούν (κρυφή) σταθερή επιλογή και guilty pleasure για πολύ κόσμο.

«Είναι δυνατόν να διασκεδάζουν μ’ αυτά τα χάλια;», είναι το πάγιο ερώτημα των άλλων, των ανυπόταχτων, των –και καλά- ασύμβατης και ασυμβίβαστης αισθητικής που δεν μπορούν τα τηλεμπουζούκια και την τεχνητή χαρά που ξεχύνεται από τους δέκτες. Είναι τόσο λεπτό το ζήτημα εδώ, διακυβεύεται τόσο το Πτυχίο και η ποιότητά τους, που δεν αρκεί απλώς να μην το παρακολουθήσουν το ρημάδι το πρόγραμμα. Πρέπει να το «κατεβάσουν» κι άλλο και μαζί του αυτούς που δεν το χάνουν.

Κι όμως. Μας αρέσει, δεν μας αρέσει, το κέφι είναι από τις λίγες ψυχικές εμπειρίες (γιατί για το κέφι μιλάμε εδώ) που μεταβιβάζεται με σχετική ευκολία και κυρίως, χωρίς –φαινομενικά- να ξοδέψεις σεντ, ούτε και να αγχωθείς για το τι θα φορέσεις, πόσο πήξιμο θα φας στον δρόμο, κ.ο.κ.

Παλιότερα, Σεμίνα Διγενή και Σπύρος Παπαδόπουλος έδιναν μάχη για τα πιο «ώπα» και ταυτόχρονα πιο ποιοτικά Σαββατόβραδα. Χριστούγεννα δε και Πρωτοχρονιά, γινόταν πόλεμος για το πιο πλούσιο πρόγραμμα, αλλά και εκείνο που θα ‘χε κάτι να δώσει ως συναίσθημα και ως ποιότητα στον (εξ οιασδήποτε ανάγκης) μαντρωμένο τηλεθεατή.

[Αστερίσκος: Ο δε Παπαδόπουλος ετοιμάζεται ξανά και άπαξ για υπερπαραγωγή στην ΕΡΤ με 50 καλεσμένους, σύμφωνα και με τη σχετική ανακοίνωση, για το τι έχει να περιμένει το τηλεοπτικό κοινό το βράδυ της Παραμονής...]

Ξέρω πολύ κόσμο και όχι απαραιτήτως ηλικιωμένο –ή έστω κάποιας ηλικίας- που έχει να μνημονεύσει κάποιο χαρούμενο βράδυ Πρωτοχρονιάς, όπου ήρθε σε μια κάποια ανάταση, παρακολουθώντας τέτοια προγράμματα. Έτσι. Αναπολογητικά και τίμια.

«Ξέρεις πόσο στοιχίζει ένα τραπέζι για 4 σε μαγαζί; Ξέρεις πόσο πάει το μπουκάλι; Οι βενζίνες; Το πηγαινέλα στους δρόμους τέτοιες μέρες; Ο παρκαδόρος; Άσε μη μιλάς, μια χαρά είναι αυτές οι εκπομπές. Να λες καλά που υπάρχουν». Σωστός ο φίλος. Να μια σταθερή απάντηση στους «ω, τι σκουπίδια είναι αυτά», όπως επίσης δυνατό επιχείρημα είναι και το «με Τσαϊκόφσκι δεν γλέντησε ποτέ κανείς».

Τα χρόνια πέρασαν, οι εκπομπές τηλεκεφιού άλλαξαν χέρια και συνήθειες, επίσης. Ήρθαν περαστικοί «νοικάρηδες», όχι πάντα με την ίδια πίστη των πρώτων διδαξάντων, σχεδόν κανείς με την τεχνογνωσία μίας Ρούλας Κορομηλά. Ίδια τραγούδια, ίδια σκαλέτα, άλλο αίσθημα κι άλλες αντοχές, πειραγμένες παλιές συνταγές, ένα ποτηράκι ακόμα (και Πόσα για τον τηλεθεατή και για την ομάδα των τηλεδιασκεδαστών) και μετά ύπνος, πρωινά μαγειρέματα και οικογενειακά φαγοπότια για να περάσουν κι αυτές οι γιορτές.

Πόσες φορές να σκοτώσεις το «Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω (στο πιο ψηλότερο βουνό)»; Πόσες προσωπικότητες του ελληνικού star και quality system να μεθύσεις για να έρθουν στο κέφι που λέγαμε, να «ψηθεί» κι ο τηλεθεατής; Πόσα λάγνα τσιφτετέλια να δώσουν την ανθυπο-είδηση της επόμενης ημέρας και το ανώδυνο κλικ στα sites, με τίτλους τύπου «Μοίρασε εγκεφαλικά με τον χορό της η Τάδε»; Νισάφι. Συκώτι έχουν και αυτοί οι άνθρωποι και σπίτια να τους περιμένουν και φυσιοθεραπευτές για πονεμένες σπονδυλικές στήλες.

Και μετά, τα χρόνια κουτρουβάλησαν μέχρι εδώ και αυτοί που περιφρονούσαν τα τηλεμπουζούκια (πιφ!), κλειδώθηκαν μέσα με τον κορονοϊό και τα υπέστησαν, κάποτε προς μεγάλη τους ευχαρίστηση ή ανακούφιση, για να είμαστε ακριβείς. Στα χρόνια της πανδημίας ήταν που σταμάτησαν τα πολλά «κελ ντεκαντάνς», στα χρόνια της πανδημίας, τότε που όλοι προέβλεπαν ότι θα βγούμε καλύτεροι απ’ όλο αυτό (ούτε καν και ποτέ) έγινε σαφές ότι, ασχέτως του τι παριστάνουμε, δεν είμαστε όλοι με έναν Νίτσε στο χέρι. Τις μέρες του lock-down όλοι λοξοκοίταξαν προς τις λιγοστές τηλεοπτικές απόπειρες για λίγη χαρά, ακόμα κι αν το έκαναν μόνο και μόνο για να γκρινιάξουν το γνωστό εκείνης της εποχής, «καλά, γι’ αυτούς δεν ισχύουν τα μέτρα;».

Μέχρι να λήξει η πανδημιά, τα τηλεμπουζούκια είχαν ήδη γίνει υβρίδια, κάτι μεταξύ show, talent show και λοταρίας που μοιράζει δώρα και το gossip της επόμενης ημέρας.

Ποια φόρεσε τι, ποια είναι άφωνη και παράφωνη, αλλά «τα ΄χει καλά με τα κυκλώματα», «γιατί τραγουδάει ο Κοκλώνης», «που είχε εξαφανιστεί ο Τάδε» και «πόσα πήρε για να εμφανιστεί εκεί», πόσο κοστίζουν τα σκηνικά, ποιος τα ‘χει με ποιον, ποιος άπλωσε τα ρούχα στην ταράτσα...

Και κάπως έτσι, τα τηλεγλέντια σε καιρούς δύσκολους, παγερούς, πληθωριστικούς και άκαρδους έγιναν αυτό που ήταν παλιά τα gossip περιοδικά. Ένα σημείο μπροστά στο οποίο όλοι μπορούν να χαζέψουν, να σχολιάσουν χωρίς πολλή σκέψη και κράτημα (ποιος τη βράζει την πολιτική ορθότητα), να δηλώσουν συμμετοχή για το τελευταίο iPhone, να τους κάτσει το μεγάλο δώρο της βραδιάς, αμάξι ή μετρητά, να σιγοτραγουδήσουν –μπορεί και να χορέψουν- αν δεν ζορίζονται από διλήμματα αισθητικής, γαλλικών και πιάνου.

Γιατί τηλεγλέντια, τηλεμπουζούκια και τηλεδιασκεδαστές, στη μία ή την άλλη μορφή, ως σούπερ μουσικοί ή ως χρέπια του πενταγράμμου θα υπάρχουν, όσο υπάρχουν (τηλεοπτικά) λεφτά, κι όσο υπάρχουν μόνοι, στενεμένοι οικονομικά, ηλικιωμένοι και άρρωστοι που δεν τους προσφέρονται άλλες, ποιοτικότερες επιλογές για να ξεχαστούν.

Και δεν έχει όλο αυτό καμία σχέση με την αισθητική για την οποία κοπανιόμαστε, δεν έχει καμία σχέση με τους τρόμους των πάρα-πολύ-καλλιεργημένων ότι και καλά πέφτει το επίπεδό μας και που βαδίζομεν. Χωρίς παρεξήγηση, αυτό (το επίπεδο) πεσμένο είναι εδώ και χρόνια, όπως πεσμένες είναι και οι αγοραστικές μας δυνάμεις. Ειδάλλως κάθε Σάββατο, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και γιορτινή σχόλη τα κανάλια θα μετέδιδαν και μία όπερα στο prime time, μήπως μάθουμε όλοι κάποια στιγμή από τι πλάνταξε η Μαντάμα Μπατερφλάι. Ή θα ανταλλάσσαμε απόψεις για το πόσο μαλακό ή σκληρό είναι το νερό της λίμνης Κόμο, ανεβάζοντας τις σχετικές selfies στο Instagram.

(Και φυσικά, Γιώργο Μαρίνο δεν ξανάβγαλε ποτέ αυτή η βιομηχανία. Με τι προσόντα και τι πρόζα να γίνει show αξιώσεων, τύπου καμπαρέ, αν δεν υπάρχει, εκτός από ταλέντο και καλλιτεχνικό βάθος, λίγο μυστήριο, λίγο σκοτάδι και πολύ θάρρος για να γίνει, όντως, επανάσταση στην ακριβή φτήνια). 

Μέχρι τότε, το «Έχω μάτι» είναι υπέρ-αρκετό και σούπερ έντιμο για τα δεδομένα που υπηρετεί. Και δεν μεθάει και κανέναν για να έρθει σε ζορισμένο κέφι και να περάσει καλά μαζί του και ο τηλεθεατής. Εκτός κι αν παίζουν φλασκιά με κονιάκ και άλλα αφεψήματα σε τσέπες και φαρδιά μανίκια παρουσιαστών, κριτών και λοιπών συνεργατών και δεν το ξέρουμε. Αλλά και πάλι, θα καταλαβαίναμε.

Οπτική Γωνία
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ