Μια ταβέρνα – μουσείο στο πιο απόμακρο ελληνικό βουνό

Μια ταβέρνα – μουσείο στο πιο απόμακρο ελληνικό βουνό Facebook Twitter
Η Μουσγιέν και ο Τζεμίλ, οι ιδιοκτήτες της ξακουστής ταβέρνας της Κοττάνης, σε ξεναγούν στα ήθη και τα έθιμα της πομάκικης παράδοσης και γαστρονομίας. Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO
0

Η ακριτική Κοττάνη βρίσκεται ακριβώς στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και θεωρείται ένα από τα πλέον απομακρυσμένα χωριά της ορεινής Ελλάδας. Παίρνοντας τον δρόμο για τα Πομακοχώρια της Θράκης συνειδητοποιώ ότι απέχει περίπου μία ώρα από την πανέμορφη πόλη της Ξάνθης. Η διαδρομή είναι μοναδική αφού διασχίζεις έναν ανεξερεύνητο κόσμο, μιας άλλης Ελλάδας.

Είναι πρωί και η ομίχλη έχει σκεπάσει τα πάντα. Έτσι, ήταν απαραίτητη η στάση στη Σμίνθη για μια πομάκικη μπουγάτσα ωσότου ο ήλιος καθαρίσει την ατμόσφαιρα. Στη συνέχεια, οδηγώντας προς το κεφαλοχώρι του Εχίνου, παρατηρώ τα ερειπωμένα φυλάκια τα οποία θυμίζουν ότι κάποτε εκείνα τα μέρη ανήκαν στις επιτηρούμενες ζώνες, με τη δικαιολογία της προστασίας από τους Βούλγαρους.

Αναμφίβολα, είναι ένα ταξίδι σ΄ ένα διαφορετικό τοπίο αφού ο χρόνος εκεί κυλά με ήρεμο ρυθμό. Από τη μία η ανεκτίμητη αξία της φύσης, τα δάση οξιάς, τα μεσαιωνικά γεφύρια και από την άλλη οι φιγούρες των γυναικών με τις χρωματιστές μαντήλες, οι παλιές πολυκατοικίες, τα απλωμένα ρούχα, τα εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα, τα καφενεία που λειτουργούν και ως μπακάλικα, οι νέοι με τα «πειραγμένα» μηχανάκια, οι εκκλησίες που βρίσκονται δίπλα στα τζαμιά αλλά και τα μουσουλμανικά νεκροταφεία που αποτυπώνουν το μωσαϊκό πολιτισμών.

Φυσικά, τα φημισμένα λουτρά της περιοχής που χρονολογούνται από την εποχή της Οθωμανικής περιόδου αλλά και οι φωνές των μουεζίνηδων από τα ηχεία των τζαμιών είναι μόνο μερικά απ’ όσα σου κάνουν εντύπωση σε όλη την έκταση αυτών των οικισμών.

Η Κοττάνη συμπεριλαμβάνεται στα χωριά που είναι παραδομένα στη λήθη του χρόνου. Έχοντας τον χαρακτηριστικό μιναρέ στο κέντρο του χωριού να δεσπόζει επιβλητικά, αριθμεί λιγότερα από 30 σπίτια ηλικίας 200 ετών και περίπου 30 κατοίκων.

Βασικός προορισμός μου είναι το παραδοσιακής αρχιτεκτονικής απομονωμένο χωριό της Κοττάνης. Το βλέμμα ξεχνιέται στον ορίζοντα αφού απολαμβάνεις τη μοναδική βιοποικιλότητα του τόπου. Φτάνοντας στο τέλος του οικισμού της Μέδουσας, μια ξύλινη επιγραφή με κίτρινα γράμματα σε κατευθύνει προς την τελευταία στάση αλλά και την ξακουστή ταβέρνα του Τζεμίλ και της Μουσγιέν Χαλίλογλου. Για επτά χιλιόμετρα χρειάζεται να οδηγήσεις σε έναν δύσβατο χωματόδρομο ο οποίος απαιτεί υπομονή και κατανόηση αλλά το τέλος της διαδρομής θα υπερκαλύψει όλες τις προσδοκίες σου. 

Μια ταβέρνα – μουσείο στο πιο απόμακρο ελληνικό βουνό Facebook Twitter
Φτάνοντας στο τέλος του οικισμού της Μέδουσας, μια ξύλινη επιγραφή με κίτρινα γράμματα σε κατευθύνει προς την τελευταία στάση αλλά και την ξακουστή ταβέρνα του Τζεμίλ και της Μουσγιέν Χαλίλογλου. Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO

Η Κοττάνη συμπεριλαμβάνεται στα χωριά που είναι παραδομένα στη λήθη του χρόνου. Έχοντας τον χαρακτηριστικό μιναρέ στο κέντρο του χωριού να δεσπόζει επιβλητικά, αριθμεί λιγότερα από 30 σπίτια ηλικίας 200 ετών και περίπου 30 κατοίκων. Η ταβέρνα - μουσείο του Τζεμίλ βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, στους πρόποδες του οποίου διέρχεται ο ποταμός Κομψάτος ενώ τα νερά του εκβάλλουν στη λίμνη Βιστωνίδα.

Οι ιδιοκτήτες είναι κάτι παραπάνω από ευγενέστατοι και κάνουν τα πάντα για να σε εξυπηρετήσουν αλλά και να σε ξεναγήσουν στα ήθη και τα έθιμα της πομάκικης παράδοσης και γαστρονομίας. Η επίσκεψη μου ξεκίνησε από τον πάνω όροφο σε αυτό το δίπατο πέτρινο χάνι που ξεπερνά σε χρονολογία τα 200 χρόνια.

Οι εικόνες που αντικρίζω ξυπνούν μνήμες από περασμένες εποχές. Όπως μου λέει ο Τζεμίλ σε αυτό το σπίτι γεννήθηκε και έζησε ως τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Συγχρόνως, βασική τους επιδίωξη ήταν όχι μόνο να λειτουργήσουν την ταβέρνα αλλά να διατηρήσουν και τον χώρο όπως ακριβώς τον άφησαν οι πρόγονοι του.

Μια ταβέρνα – μουσείο στο πιο απόμακρο ελληνικό βουνό Facebook Twitter
Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO

Πράγματι, δεν χορταίνεις να χαζεύεις τις εντυπωσιακές λεπτομέρειες. Οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με οικογενειακά κειμήλια, υφαντά, πολυάριθμες φωτογραφίες και σπάνια αντικείμενα. Είναι αλήθεια ότι ο επισκέπτης μαγνητίζεται από τα παλιά έπιπλα, τις αντίκες, τα πήλινα κουζινικά σκεύη, τις πομακικές φορεσιές, τις πλεκτές κουβέρτες αλλά και τα χειροποίητα χαλιά τα οποία όπως θα μου πει ο Τζεμίλ είναι φτιαγμένα από κατσικίσιο μαλλί.

Πάνω στο τραπεζάκι διακρίνω ένα ζευγάρι γυαλιών, μια πίπα, ένα κομπολόι, ένα ξεχασμένο ραδιόφωνο, το ψυγείο του πάγου και τη μαντεμένια στόφα. Όλα αυτά στο εσωτερικό του σπιτιού ενώ στην πλακόστρωτη αυλή κυριαρχούν τα σαμάρια από γαϊδούρια, η παλιά άμαξα, ο νερόμυλος και τα κατάλοιπα της αγροτικής ζωής που συνέθεταν στο παρελθόν την καθημερινή ζωή των Πομάκων της Θράκης.

Στη συνέχεια, η ανοιχτή κουζίνα με τις απίστευτες μυρωδιές να αναδύονται, τα μεγάλα ταψιά με τις παραδοσιακές πίτες, οι ολόφρεσκες σαλάτες αλλά και οι τοπικές συνταγές που μαγειρεύει με μπόλικο μεράκι και όρεξη η Μουσγιέν είναι μόνο μερικές από τις εκπλήξεις που αποζημιώνουν τους πελάτες του μαγαζιού.

«Όλα είναι βασισμένα σε πατροπαράδοτες ντόπιες συνταγές ενώ τα κύρια πιάτα ποικίλουν και διαφέρουν ανάλογα με την εποχή. Ωστόσο, τα πάντα είναι αποτέλεσμα της πομακικής γαστρονομίας», μου λέει με ένα αστραφτερό χαμόγελο η Μουσγιέν ενώ ο Τζεμίλ, χρόνια μάγειρας σε εστιατόρια της Ξάνθης, έχει αναλάβει το ψήσιμο στη μεγάλη σχάρα.

Μια ταβέρνα – μουσείο στο πιο απόμακρο ελληνικό βουνό Facebook Twitter
Ο επισκέπτης μαγνητίζεται από τα παλιά έπιπλα, τις αντίκες, τα πήλινα κουζινικά σκεύη, τις πομακικές φορεσιές. Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO
Μια ταβέρνα – μουσείο στο πιο απόμακρο ελληνικό βουνό Facebook Twitter
Η ανοιχτή κουζίνα με τις απίστευτες μυρωδιές να αναδύονται, τα μεγάλα ταψιά με τις παραδοσιακές πίτες. Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO

Την ημέρα που τους επισκέφθηκα γεύθηκα τις φανταστικές πίτες, το ζυμωτό ψωμί, τις μελιτζάνες ψημένες με τυρί, το τας κεμπάπ και το αγριογούρουνο στιφάδο. Επίσης, στη λίστα των φαγητών υπήρχαν ακόμη το πατάτνικ, γνωστή ως πατατόπιτα, σπιτικό τουρσί, χουνκιάρ μπεγεντί, λουκάνικα, φασολάδα, σουτζουκάκια και τα ξακουστά του γλυκάδια.

Ο Τζεμίλ στη συζήτηση μας στέκεται αρκετά στα διάφορα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εδώ και είκοσι χρόνια σε αυτήν την ακριτική περιοχή. «Το χωριό συνδέθηκε οδικώς, έστω με αυτόν τον χωμάτινο δρόμο, μόλις το 1998. Μέχρι τότε χρειαζόταν να μετακινούμαστε με άλογα και μουλάρια μέσω μονοπατιών. Είναι κρίμα που ακόμη δεν έχει προνοήσει κανείς να μας φτιάξει αυτό τον δρόμο για να μπορεί και ο κόσμος να έρχεται πιο άνετα και με ασφάλεια.

Τα χιόνια και οι ακραίες καιρικές συνθήκες πολλές φορές διακόπτουν εντελώς την επικοινωνία μας με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτός είναι και ο λόγος που ειδικά τον χειμώνα λειτουργούμε μόνο Παρασκευές και Σαββατοκύριακα.

Επίσης, ένα άλλο πρόβλημα είναι οι τηλεφωνικές συνδέσεις αφού το χωριό δεν διαθέτει ίντερνετ. Άρα εμείς δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε POS και κάποιοι πελάτες εκνευρίζονται δικαιολογημένα.

Προφανώς, δεν έχουμε ούτε στιγμή μετανιώσει που λειτουργήσαμε την ταβέρνα σε αυτόν τον απομακρυσμένο τόπο αλλά χρειαζόμαστε βοήθεια από την πολιτεία. Όπως και να ‘χει εμείς επιστρέψαμε για να ζωντανέψουμε το χωριό και σε ένα βαθμό το έχουμε καταφέρει», αφηγείται μ’ ένα μελαγχολικό ύφος.

Μια ταβέρνα – μουσείο στο πιο απόμακρο ελληνικό βουνό Facebook Twitter
Οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με οικογενειακά κειμήλια, υφαντά, πολυάριθμες φωτογραφίες και σπάνια αντικείμενα. Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO

Ο Τζεμίλ και η Μουσγιέν κάνουν τα πάντα για να αισθανθείς ότι βρίσκεσαι σπίτι σου. Χαμογελούν διαρκώς, σε ρωτούν συνεχώς αν θες κάτι άλλο ή λεπτομέρειες για το ταξίδι σου ενώ οι ίδιοι θα σου περιγράψουν παλιές ιστορίες για διάσημους ανθρώπους που τους έχουν επισκεφθεί αλλά και γεγονότα που τους επηρέασαν.

Για παράδειγμα, δεν μπορώ να μην τους ρωτήσω για το ότι κάποτε τους χώριζε από την υπόλοιπη εγχώρια επικράτεια μια μπάρα. Στο σημείο αυτό ο Τζεμίλ θα μου πει ότι αυτό είναι ένα θέμα που έχουν απωθήσει από τη μνήμη τους.

«Δεν θέλουμε να αναφερόμαστε σε αυτό το θέμα γιατί μας πληγώνει και μας στενοχωρεί. Ό,τι έγινε, έγινε, όλα αυτά αποτελούν ένα μακρινό παρελθόν. Ξέρεις, εκείνη η περίοδος ήταν πολύ δύσκολη. Τότε ήμασταν πολύ παραμελημένοι.

Άλλωστε, όταν πήγαινες να ζητήσεις κάτι, ήσουν Τούρκος. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε άδειες, να αγοράσουμε κτήματα, ούτε καν να βγάλουμε δίπλωμα για αυτοκίνητο. Είχαμε δύο ταυτότητες και αν έκανες το λάθος να ξεχάσεις τα αστυνομικά σου έγγραφα σε κατέβαζαν από το λεωφορείο και αναγκαζόσουν να επιστρέψεις στον τόπο σου με τα πόδια. Τραγικές στιγμές. Άδειες εισόδου, συνεχείς έλεγχοι διέλευσης και σύνορα εντός των συνόρων».

Για την ιστορία να θυμίσουμε ότι η ύπαρξη επιτηρούμενων ζωνών εντός της ελληνικής επικράτειας χρονολογείται από τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά ενώ η επίσημη κατάργηση τους αποφασίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 όταν υπουργός Εθνικής Άμυνας ήταν ο Γεράσιμος Αρσένης

Τα γευστικά πιάτα, το υπέροχο τοπίο, η ζεστή φιλοξενία αλλά και οι εικόνες μιας άλλης εποχής με τα έντονα βιώματα και τις συγκλονιστικές ιστορίες των ανθρώπων, συμβάλλουν ώστε το ταξίδι σε αυτόν τον μακρινό τόπο να εξελίσσεται σε μια ανεξίτηλη εμπειρία. Στα αυτιά μου ηχούν ακόμη λέξεις της πομακικής γλώσσας όπως «γκάλενιε» που σημαίνει «αγάπη» αλλά και «χούμποβο πάτ», δηλαδή «καλό δρόμο». Χωρίς αμφιβολία, η ταβέρνα του Τζεμίλ και της Μουσγιέν αποτελεί ένα ζωντανό μουσείο γεύσεων και μια ασύγκριτη μύηση στα άδυτα της πομάκικης παράδοσης.

Μια ταβέρνα – μουσείο στο πιο απόμακρο ελληνικό βουνό Facebook Twitter
Το ταξίδι σε αυτόν τον μακρινό τόπο εξελίσσεται σε μια ανεξίτηλη εμπειρία. Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO
Μια ταβέρνα – μουσείο στο πιο απόμακρο ελληνικό βουνό Facebook Twitter
Όπως μου λέει ο Τζεμίλ σε αυτό το σπίτι γεννήθηκε και έζησε ως τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO
Μια ταβέρνα – μουσείο στο πιο απόμακρο ελληνικό βουνό Facebook Twitter
Η ταβέρνα - μουσείο του Τζεμίλ βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, στους πρόποδες του οποίου διέρχεται ο ποταμός Κομψάτος ενώ τα νερά του εκβάλλουν στη λίμνη Βιστωνίδα. Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO
Ταξίδια
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μια οικογένεια, τρεις πιλότοι: Η τελευταία ημέρα ενός κυβερνήτη μετά από 21.000 ώρες στον αέρα

Ταξίδια / Μια οικογένεια, τρεις πιλότοι: Η τελευταία ημέρα ενός κυβερνήτη μετά από 21.000 ώρες στον αέρα

Το 1989, ο Τηλέμαχος Σινιόρος πέρασε τις εξετάσεις για να γίνει πιλότος στην τότε  Ολυμπιακή. Τριάντα πέντε χρόνια μετά, η AEGEAN τού επιφύλασσε μια ξεχωριστή έκπληξη για τη συνταξιοδότησή του, ενώ πλέον μπορεί να καμαρώνει τον γιο του ως κυβερνήτη της εταιρείας.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΑΡΗΣ
Ινδία, Νεπάλ, Μπουτάν: Καταγράφοντας τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, την τεχνητή νοημοσύνη και όσα πρεσβεύει η «γκουρού» Βαντάνα Σίβα

Οθόνες / Δύο Έλληνες κινηματογραφιστές ψάχνουν στην Ινδία μια απάντηση για το μέλλον του πλανήτη

Ο Χρόνης Πεχλιβανίδης και η Μαρία Γιαννούλη ξεκίνησαν μια έρευνα σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη και την «έξυπνη γεωργία», ταξίδεψαν σε Ινδία, Νεπάλ και Μπουτάν και συζήτησαν με τη διάσημη περιβαλλοντική ακτιβίστρια, Βαντάνα Σίβα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης: Ο τόπος μου, οι Σέρρες

Γειτονιές της Ελλάδας / Τρία πράγματα οφείλεις να δοκιμάσεις στις Σέρρες: Μπουγάτσα, σουβλάκι και ακανέ

Ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης μένει στις Σέρρες από τότε που γεννήθηκε, με ένα μικρό διάλειμμα για σπουδές, και περιγράφει τα θετικά και τα αρνητικά της περιοχής.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Πώς η ανάβαση στο Έβερεστ κατέληξε από ηρωικό κατόρθωμα σε μαζική μπίζνα

Ταξίδια / Πώς η ανάβαση στο Έβερεστ κατέληξε από ηρωικό κατόρθωμα σε μαζική μπίζνα

Η συντριπτική πλειονότητα των αναβατών είναι πελάτες που πληρώνουν εξαψήφια ποσά και μεταξύ αυτών που ανέβηκαν πρόσφατα στην «κορυφή του κόσμου» ήταν κάποιοι τυφλοί, δύο 13χρονοι, αρκετοί εβδομηντάρηδες, ακόμη και άτομα που είχαν υποστεί διπλό ακρωτηριασμό.
THE LIFO TEAM
«Το χωριό μου, ο Δεσύλλας Μεσσηνίας, είναι ένας μικρός κρυφός παράδεισος»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Το χωριό μου, ο Δεσύλλας Μεσσηνίας, είναι ένας μικρός κρυφός παράδεισος»

Ο Μάριος Γκρόγκος μιλά για τον τόπο του με την ανεμπόδιστη θέα στον μεσσηνιακό κάμπο, για ένα μέρος που πια έχει όλα κι όλα δύο μαγαζιά – έχει όμως και μια ομάδα κατοίκων που στήνει φεστιβάλ και εκθέσεις φωτογραφίας και ανανεώνει εθελοντικά την όψη του χωριού.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Αβινιόν/Αρλ

Ταξίδια / Ένα road trip στην Αβινιόν των επτά Παπών και στην Αρλ του Βαν Γκογκ

Γοτθική αρχιτεκτονική, μια «δεύτερη Ρώμη», πολλά δωρεάν μουσεία, φοιτητές να πίνουν μπύρες σε ζωντανές πλατείες και φιλότεχνοι που αναζητούν την αύρα που ενέπνευσε τον Ολλανδό ζωγράφο, αλλά και τον Πικάσο και τον Γκογκέν. Δυο πόλεις που σε κάνουν να ξεχνάς με το ιστορικό τους κέντρο όλα τα βάσανα του ταξιδιού.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Όλα από την αρχή στο Σκαμνέλι, σε ένα Ζαγοροχώρι 25 κατοίκων

Γειτονιές της Ελλάδας / Όλα από την αρχή στο Σκαμνέλι, ένα Ζαγοροχώρι 25 κατοίκων

Ο Φίλιππος Φραγκούλης άφησε πίσω του μια πολυετή καριέρα στις τράπεζες προκειμένου να επιστρέψει στις ρίζες του, στην Τύμφη. Αντικατέστησε τα meetings με τα πυκνά δάση που αποτελούν πλέον το φόντο της νέας του πορείας στη ζωή, έχοντας όμως να αντιμετωπίσει πια τις δυσκολίες ενός ορεινού τόπου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Γειτονιές της Ελλάδας / Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Ο Άρης Αβέλλας περιγράφει τη ζωή του στη Σαμαρίνα, σε ένα μέρος που τραβάει την προσοχή ξένων αλπινιστών, σε έναν τόπο όπου όταν λιώνουν τα χιόνια μπορεί κανείς να βολτάρει σε καταρράκτες, να θαυμάσει άγρια ζώα, να δροσιστεί σε βάθρες.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Ταξίδια / Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Πήραμε το πλοίο της γραμμής για να κάνουμε το δρομολόγιο που κάνουν οι ναυτικοί μετ’ επιστροφής, χωρίς να κατέβουμε σε κάποιο λιμάνι. Η διαδρομή μας ήταν Πειραιάς – Κύθνος – Σέριφος – Σίφνος – Κίμωλος – Μήλος και πίσω, ενώ άλλες μέρες προστίθενται κάποιοι ακόμα προορισμοί, με τερματικό λιμάνι εκείνο της Σαντορίνης. Στις περίπου 17 ώρες προσπαθήσαμε να δούμε και να καταγράψουμε τη ζωή τον χειμώνα μέσα σε ένα από τα πολλά πλοία που ταξιδεύουν αδιάκοπα στις ελληνικές θάλασσες.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΛΑΣΑΚΗΣ