δουλικός, δουλόφρων, εθελόδουλος : αυτός που εκούσια υποτάσσεται, που θεληματικά γίνεται ή μένει δούλος, που ανέχεται τη δουλεία. Το ξεκαθαρίσαμε τώρα ή να επανέλθουμε;
Σχολιάζει ο/η