Σε κάποιες διακοπές με τον πρώην, μείναμε σε ξενοδοχείο. Είχαμε κερδίσει ένα τουριστικό πακέτο και ήταν καλούτσικο ξενοδοχείο, με θέα στο λιμάνι του Ηρακλείου, χλιδή και για μένα που είχα μικρή εμπειρία από ξενοδοχεία αλλά και για εκείνος που ήταν κάπως μίζερος. Ένα πρωί είπαμε να πάρουμε πρωινό στο δωμάτιο και να καθήσουμε στη βεράντα. Εγώ, ως άλλη Σαμάνθα, είμαι στο μπάνιο μέχρι να έρθει το πρωινό, ντουζάκι, κρεμούλες, μπουρνουζάκι, μυρίζει πλούτος παντού, ζω ένα όνειρο, δεν χρειάζεται να στρώσω κρεβάτια, να καθαρίσω μπάνια, να πλύνω πιάτα. Ορμάει κάπως αγχωμένος ο πρώην, ρουφάει τη χρυσόσκονη το σιφόνι, και μου λέει ότι δεν έχει ξαναδώσει πουρμπουάρ έτσι στην ψύχρα, πώς να το δώσει, στην τσέπη, στο χέρι, στον δίσκο μετά, βγες εσύ λέει, τι λε ρε φίλε λέω, μα τι να κάνω λέει, ε, δεν ξέρω λέω, φτύσ'το και κόλλα το στο μέτωπο. Εκείνη τη στιγμή βρήκε να έρθει και ο σερβιτόρος, που είχαμε πεταχτεί δυο λεπτά στο αλώνι. Από τα γέλια ούτε τιπ πήρε ούτε τίποτα.
Σχολιάζει ο/η