Θυμήθηκα το ποίημα του Bertolt Brecht «Ύμνος στο Θεό», του 1919:Hymne an Gott Tief in den dunklen Tälern sterben die Hungernden,Du aber zeigst ihnen Brot und lässest sie sterben.Du aber thronst ewig und unsichtbarStrahlend und grausam über dem ewigen Plan. Ließest die Jungen sterben und die GenießendenAber die sterben wollten, ließest du nicht…Viele von denen die jetzt vermodert sindGlaubten an dich und starben mit Zuversicht. Ließest die Armen arm sein manches JahrWeil ihre Sehnsucht schöner als dein Himmel warStarben sie leider, bevor mit dem Lichte du kamstStarben sie selig doch – und verfaulten sofort. Viele sagen, du bist nicht und das sei besser so.Aber wie kann das nicht sein, das so betrügen kann?Wo soviel Leben von dir und anders nicht sterben konnten –Sag mir, was heißt das dagegen – daß du nicht bist?Μετάφραση Μάριου ΠλωρίτηΎμνος στο ΘεόΒαθιά στις σκοτεινές κοιλάδες πεθαίνουνε οι πεινασμένοι.Αλλά εσύ τους δείχνεις το ψωμί και τους αφήνεις να πεθαίνουν.Εσύ έχεις θρονιαστεί αιώνιος κι αόρατοςκι αστράφτεις ανελέητος πάνω απ’ το αιώνιο Σχέδιό σου.Άφησες να πεθάνουνε οι νέοι κι οι χαροκόποιμα αυτούς που *θέλαν* να πεθάνουν, *δεν* τους άφησες…Πολλοί από κείνους που τώρα έχουν σαπίσειπιστεύανε σε σένα, και πεθάναν γεμάτοι εμπιστοσύνη.Άφησες τους φτωχούς φτωχοί νά μείνουνε χρόνια και χρόνιαγιατί ήτάνε οι πόθοι τους πιο όμορφοι απ’ τον Παράδεισό σου.Πεθάνανε, αλίμονο, πριν δουν το φως σουπεθάνανε μακάριοι, όμως — και σαπίσαν παρευθύς.Λένε πολλοί πως δεν υπάρχεις και τόσο το καλύτερο.Μα πώς μπορεί να μην υπάρχει *αυτό* που μπορεί *έτσι* να ξεγελά;Αφού τόσοι και τόσοι ζούνε από σένα και δε μπορούν χωρίς εσένα να πεθάνουν —πες μου, τι σημασία έχει — τ’ ότι δεν υπάρχεις;
Σχολιάζει ο/η