ΑΠΕΡΓΙΑΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Απόσπασμα από "ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΝΕΟΛΑΙΑ" του καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου, ιστορικού Κώστα ΚατσάπηΗ ΝΕΑΝΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ (ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ) TO ΥΠ' ΑΡ. 1 ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ IV. 1967-1974 Η περίοδος αυτή καλύπτει την επταετή άσκηση της εξουσίας στην Ελλάδα από τους συνταγματάρχες, ύστερα από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Σε πολιτικό επίπεδο, το πλήγμα που επέφεραν οι στρατοκράτες στις αριστερές οργανώσεις νεολαίας ήταν βαρύ καθώς στο σύνολό τους κηρύχθηκαν παράνομες43 και δεκάδες από τα μέλη και τις ηγεσίες τους βρέθηκαν είτε σε κατάσταση παρανομίας είτε δέσμιοι του καθεστώτος. Με άλλα λόγια, και παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις της περιόδου 1967-1971, για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια μέχρι το 1972, οπότε το φοιτητικό κίνημα αποκτά σιγά-σιγά τη δυνατότητα να αντιπαρατεθεί δημόσια και ανοικτά με το καθεστώς (η Νομική τον χειμώνα του 1973 και το Πολυτεχνείο τον Νοέμβριο) θα αποτελέσουν την κατάληξη της διαδικασίας αυτής), το καθεστώς της 21ης Απριλίου φαίνεται πως είχε ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τους πολιτικοποιημένους της αριστεράς.Το ακριβώς αντίθετο, ωστόσο, συνέβη με την κουλτούρα της αμφισβήτησης, η οποία φτάνει στο απόγειό της, ακριβώς την περίοδο του χουντικού πραξικοπήματος, με αποτέλεσμα να αποτελεί πια τον κυριότερο «πονοκέφαλό» του. Το πρώτο καλοκαίρι του καθεστώτος (εκείνο του 1967) είναι για την αμερικάνικη νεολαία το «καλοκαίρι της αγάπης» που σηματοδοτεί την εμφάνιση στο προσκήνιο των χίπις και της κουλτούρας τους. [...]Η νεανική κουλτούρα που λίγα χρόνια πριν προκαλούσε τον γέλωτα και την ειρωνεία των μεγαλυτέρων με τις χαριτωμένες «εξαλλοσύνες» όσων νέων μιμούνταν τα «ακούρευτα» ινδάλματά τους, έχει πλέον μετατραπεί σε ένα τρομακτικό πολιτικό πρόβλημα, αντιπαρατίθεται σ’ αυτές ακόμη τις ιδεολογικές προϋποθέσεις της μεταπολεμικής ευημερίας του δυτικού κόσμου (εκφράζοντας λ.χ. το «δικαίωμα στην τεμπελιά» ή απαξιώνοντας με τα ταξίδια στην Ανατολή τη σταθερή «καλή» εργασία) και προκαλεί ισχυρούς τριγμούς στην κοινωνική ευταξία των κοινωνιών του δυτικού κόσμου. Με άλλα λόγια, η αμφισβήτηση της καθημερινότητας έχει πια ενοποιηθεί με την πολιτική αμφισβήτηση αν δεν την έχει υπερκεράσει. Η σχέση της ελληνικής νεολαίας με το κίνημα της αμφισβήτησης, παρά το ότι ποτέ δεν τέθηκε δημοσίως ως κάτι που ανησυχούσε το καθεστώς, είναι βέβαιο πως αποτελούσε μια άρρητη αλλά βασικότατη μέριμνά του. Επισήμως το καθεστώς μπορούσε να επαίρεται για το «ήθος» και τη σοβαρότητα της ελληνικής νεολαίας. Οι οργανώσεις εκείνες που υποτίθεται πως ήθελαν να την «εκμεταλλευτούν» ωθώντας τη στα πεζοδρόμια και τις διαδηλώσεις, είχαν διαλυθεί. Η πολιτική δραστηριότητα ιδίως στα πανεπιστήμια, υπήρξε για πολύ καιρό ελεγχόμενη από τους πράκτορες και τα όργανα της χούντας. Η νέα, «εθνική» ηγεσία είχε δείξει εξαρχής τη φροντίδα της για τη νεολαία, και η τελευταία υποτίθεται πως ένιωθε ανακουφισμένη. Παρατηρώντας το κύμα της νεανικής εξέγερσης που λάμβανε χώρα στη Δύση, το καθεστώς μπορούσε να προωθεί έντεχνα την προπαγάνδα του και να αποκρούει την κριτική που του ασκούνταν για βασανισμούς, βαρβαρότητα και καταπάτηση των στοιχειωδέστερων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτά ωστόσο, επισήμως. Στο παρασκήνιο, ο φόβος για τη διάδοση εκείνων των ιδεών και της νοοτροπίας που είχαν καταστήσει τις νεολαίες του δυτικού κόσμου «δυσήνειες», ήταν έντονος.44 Η όλο και περισσότερο ριζοσπαστικοποιημένη κουλτούρα των νέων προκαλούσε φόβο για την επιρροή της στην ελληνική νεολαία αλλά και αμηχανία, καθώς η ανάσχεσή της προϋπέθετε τη λήψη μέτρων (π.χ. απαγόρευση ροκ μουσικής και λοιπών πολιτισμικών συμβόλων της νεολαίας, όπως το μακρύ μαλλί), που ήταν βέβαιο πως και κτύπημα στη βιομηχανία του τουρισμού θα επέφεραν, και θα αποτελούσαν βούτυρο στο ψωμί για όσους ασκούσαν κριτική στο καθεστώς.45Ακόμη και το προνομιακό πεδίο δράσης των πολιτικοποιημένων νέων, ο χώρος δηλαδή του φοιτητικού κινήματος, φαίνεται πως, από ένα σημείο και μετά, αναγνωριζόταν από το καθεστώς πως είχε δεχτεί άμεση επίδραση από την κοσμοθεωρία, την κουλτούρα και τις αναζητήσεις της διεθνούς νεολαίας. Τον Φεβρουάριο του 1973, την περίοδο δηλαδή που πραγματοποιείται στη Νομική η πρώτη σοβαρή δημόσια αντιπαράθεση των φοιτητών με τη χούντα, απόρρητο έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Πρωθυπουργού επιχειρεί να αναλύσει το προφίλ του έλληνα φοιτητή. Είναι ενδεικτικό ότι το κείμενο εστιάζει όχι τόσο στα πολιτικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου φοιτητή, όσο στην πολιτισμική του συγκρότηση και τις επιρροές που αυτή έχει δεχτεί: «3. Ο σημερινός φοιτητής είναι γενικώς πλέον έμπειρος (υψηλότερος δείκτης νοημοσύνης)», επισημαίνει ο συντάκτης της ανάλυσης, «ή άλλως πλέον απαιτητικός, πλέον ευαίσθητος, πλέον επιδεικτικός και πλέον ανήσυχος. Δυσκόλως συμβιβάζεται προς όσα συνιστούν αμεταβλήτους καταστάσεις, εξωτερικάς μορφάς πειθαρχήσεως, προτροπάς προς προπαρασκευήν δια μίαν ζωήν ελάχιστα διάφορον εκείνης των γονέων του (GENERATIONAL GAP κ.λπ.)».46 Και συνεχίζει ο συντάκτης του υπομνήματος: «4. Εξαιτίας σειράς όλης νέων επίσης συντελεστών (άμεσοι επικοινωνίαι, κοινότης προβλημάτων, δημιουργία και διάδοσις του σημερινού ιδιοτύπου YOUTH SUBCULTURE) η συλλογική φοιτητική ψυχολογία αποβάλλει σταθερώς και συχνά εις απειλητικόν βαθμόν κάθε “εθνικό χρώμα”. “Διεθνοποιείται” από της απόψεως των αιτίων, του προβληματισμού, του δυναμισμού, των μορφών εκφράσεως. “Μονώσεις” αυτής ή εκείνης της εθνικής ακαδημαϊκής νεολαίας είναι σήμερον αδύνατοι».47 Και καταλήγει ο συντάκτης κρούοντας απειλητικά τον κώδωνα του κινδύνου: «5. Οι άκρως ριζοσπαστικοί φοιτηταί εις αυτήν ή εκείνην την Χώραν αποτελούν την ελαχίστην μειοψηφίαν (δύο έως πέντε τοις εκατό). Παρά τούτο, η “φιλοσοφία” τούτων και, πρωτίστως, αι δραστηριότητές των (η βιαιότης των εκδηλώσεων) εντός του οικείου εθνικού χώρου ή και επί της διεθνούς σκηνής διαγράφονται ως άκρως απειλητικαί».48 Στις αρχές του 1970 είναι πια σαφές ότι ο ριζοσπαστισμός της ελληνικής νεολαίας αποτελεί κάτι το ανεξέλεγκτο που θα πρέπει να τιθασευτεί. Έτσι κι αλλιώς, στα τέλη του ’60 η νεανική κουλτούρα έχει φτάσει στο απόγειό της, καθώς είναι δημιουργική όσο ποτέ, απολύτως επιδραστική (influential) για τους νέους ανθρώπους, και συνώνυμη της εξέγερσης. Το καθεστώς, έχοντας από το 1967 επισημάνει την ύπαρξη του «προβλήματος» έχει προχωρήσει, ήδη από το 1968, στη σύσταση μιας ειδικής υπηρεσίας, της Διευθύνσεως Νεότητος, επιφορτισμένης με το έργο της άσκησης μιας «ορθής» πολιτικής, προκειμένου η νεολαία να «μη χαθεί», και να δημιουργηθούν έγκαιρα τα κατάλληλα αναχώματα που θα απέτρεπαν τη μεταφορά στην Ελλάδα του πνεύματος της γενικευμένης ανυπακοής και απείθειας. Στις αρχές του 1970, η Διεύθυνσις Νεότητος, προχωρεί σε μια συνοπτική περιγραφή του «προβλήματος νεολαία», και στην πρόταση μιας σειράς μέτρων για την αντιστροφή της κατάστασης. Το κείμενο απόκειται στις συλλογές της Εταιρείας Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας (ΕΜΙΑΝ),49 ταξινομημένο στα έγγραφα του Α΄ Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως, και θεωρώ ότι αποτελεί ένα εκπληκτικό τεκμήριο, μια εξαιρετική σύνοψη του «προβλήματος», όπως βέβαια αυτό γινόταν αντιληπτό και ερμηνευόταν από τους αναλυτές της 21ης Απριλίου. Το βασικό χαρακτηριστικό και αυτής της προσέγγισης είναι η εμφατική απουσία της πολιτικής συνιστώσας από τις αιτίες διαμόρφωσης του «προβλήματος». Το τελευταίο δεν είναι αποτέλεσμα της δουλειάς μιας αριστερής καθοδήγησης που έχει «εξαπατήσει» τη νεολαία εκμεταλλευόμενη τον ιδεαλισμό και την «απειρία» της, όπως η κυρίαρχη προπαγάνδα επανειλημμένα είχε υποστηρίξει. Αντιθέτως. Γενεσιουργές αιτίες του προβλήματος υποδεικνύονται ο εξαμερικανισμός της νεολαίας, η χειραφέτηση από την οικογένεια, η ασέβεια, η αναίδεια, και όλα αυτά τα τραυματικά φαινόμενα που είχαν ακολουθήσει το Big Bang της νεανικής κουλτούρας: Τεντιμποϊσμός, Μπητλισμός (η ταύτιση δηλαδή με τους Μπήτλς και την παράγωγη νεανική κουλτούρα), Χιπισμός. Σύμφωνα με τον συντάκτη του κειμένου, η «κρίσις της νεότητας» οφειλόταν σε ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες, στο παιδικό και νεανικό πείσμα, αλλά και στο νοσηρό κλίμα της εποχής που είχε οδηγήσει στον «εκπεσμό των ηθικών αξιών». Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την έλλειψη ηθικής αντιστάσεως από τους σύγχρονους νέους και για τον λόγο αυτό το καθεστώς έκρινε πως έπρεπε να παρέμβει (ΑΝΑΓΚΗ ΑΜΕΣΟΥ ΠΑΡΟΧΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ, όπως με χαρακτηριστικά κεφαλαία γράμματα έγραφε). Το σύνθημα προς τούτο θα έπρεπε να είναι το κλασικό ΕΛΛΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, κάτι που ερχόταν όχι ως αποτέλεσμα ενός κάποιου ηθικού συντηρητισμού, αλλά ως ανάγκη αναζωπύρωσης της χριστιανικής πίστης στην ψυχή του νέου, κάτι στο οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικά στις επόμενες σελίδες. Για την ανάσχεση της νεανικής κουλτούρας της ανυπακοής συγκροτούνταν ένας ολόκληρος «επιτελικός μηχανισμός», ο οποίος ξεκινούσε από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό στην κορυφή του, περνούσε από την Κεντρική Επιτροπή Νεότητος και το Γραφείον Μελετών και Προγραμματισμού, και ενέπλεκε ένα ολόκληρο φάσμα κρατικών λειτουργών και στελεχών, όπως την Εκκλησία στο σύνολό της (Ιερά Σύνοδος, Μητροπολίτες, εφημέριοι), τους διευθυντές των σχολείων και τους διδάσκοντες, τη Γενική Διεύθυνση Τύπου, Θεαμάτων, Ραδιοφώνου, Τηλεοράσεως και Αθλητισμού, διευθυντές κρατικών υπηρεσιών, αλλά και τις ελληνικές οικογένειες. Το «πρόβλημα» διαγραφόταν μεγάλο, επομένως η κινητοποίηση ενός εκάστου στην κατεύθυνση πειθάρχησης της νεολαίας κρινόταν απαραίτητη. Το πρόγραμμα του σχεδίου αυτού ήταν τριετές και είχε δύο σκέλη που κάλυπταν τόσο στόχους βραχυπρόθεσμους, τουτέστιν τη συμπεριφορά των νέων στο σχολείο και την οικογένεια, όσο και μακροπρόθεσμους, δηλαδή την οργάνωση και διάθεση του ελεύθερου χρόνου των νέων, αλλά και τον επαγγελματικό τους προσανατολισμό.50Όπως είπα και παραπάνω, το κείμενο αυτό είναι πραγματικά εκπληκτικό, όχι μόνο γιατί δείχνει την ύπαρξη ενός ολόκληρου μηχανισμού που κινητοποιήθηκε συντονισμένα (σε έναν βαθμό τουλάχιστον) ιδίως μετά το 1970, στην κατεύθυνση της ανάσχεσης της νεανικής κουλτούρας, αλλά και γιατί επισημαίνει τη σημασία της τελευταίας στην εμπέδωση στη νεολαία ενός κλίματος γενικευμένης απείθειας. Η μεταλαμπάδευσή της στους έλληνες νέους και η διάχυση της νεανικής ανυπακοής στην Ελλάδα, υπήρξε μια τρομακτικά δυσάρεστη προοπτική για τη Δικτατορία, έστω και αν ποτέ δεν το παραδέχτηκε δημοσίως. Εν κατακλείδι, θα λέγαμε πως η νεανική αμφισβήτηση η οποία είχε ξεκινήσει δειλά τη δεκαετία του ’50, διαχεόμενη τόσο στην πολιτική δραστηριότητα των νέων ανθρώπων, όσο και στην καθημερινότητά τους, στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών έφτανε στο αποκορύφωμά της. Το ενδιαφέρον είναι ότι στην περίοδο αυτή φαίνεται να αντιστρέφονται οι όροι με τους οποίους εκδηλώνονται. Ενώ στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 η πολιτική αμφισβήτηση είναι αναμφίβολο ότι γεύεται τη μερίδα του λέοντος στην ανησυχία όσων πανικοβάλλονται από την έλευση της νεολαίας στο προσκήνιο, στη διάρκεια της επταετούς Δικτατορίας, η βίαιη καταστολή κάθε έκφρασης πολιτικής εναντίωσης στο καθεστώς και η συνεχής ριζοσπαστικοποίηση της νεανικής κουλτούρας θα έχουν ως αποτέλεσμα την ανάδειξη της τελευταίας ως του κυριότερου και μάλιστα προνομιακού εκφραστή της νεανικής «δυσφορίας».
Σχολιάζει ο/η