Αφήνω ασχολίαστο τον καταλογισμό πρόθεσης στο Boy να ακουστεί ως το νέο Unknown Pleasures ή το νέο Closer. Ούτως ή άλλως, κάθε μουσικοκριτικός που σέβεται τον εαυτό του και την άγνοιά του σε βασικά ζητήματα κριτικής έχει το δικαίωμα να πέσει και αυτός θύμα της ''προθετικής πλάνης''. Θα αφήσω, επίσης, ασχολίαστες και επιμέρους αντιφάσεις. Από τη μια μεριά, δηλαδή, δηλώνεται πως ''οι στίχοι γράφτηκαν με μεράκι'' και από την άλλη πως ''στίχοι είναι ένα ξεχωριστό δράμα από μόνοι τους, ενδεδειγμένο μόνο για υπομονετικούς ακροατές''. Κατά τα λοιπά, ομολογώ πως με εντυπωσίασε η φράση ''οι κιθάρες που στην καλύτερη των περιπτώσεων θυμίζουν ΧΧ''. Πέραν του ότι έπρεπε να τεθεί εντός εισαγωγικών, μιας και μεταφράζει/παραφράζει ένα χωρίο της κριτικής του pitchfork ( and there are flourishes that conspicuously recall the xx), θα ήθελα να ρωτήσω ειλικρινά τον συντάκτη πότε ακριβώς οι xx έφτασαν στο σημείο να διαθέτουν ένα δικό τους κιθαριστικό σήμα κατατεθέν που να τους καθιστά μάλιστα και πρότυπο των U2. Νομίζω μια ακρόαση των b-sides των U2 της δεκαετίας του 1980 αρκεί για να αποδειχθεί το ανόητο του ''επιχειρήματος''. Επιπλέον, μένω με την απορία ποια τέλος πάντων είναι αυτά τα μουσικά είδη που η μπάντα υιοθετεί ''άγαρμπα'', και ''που δεν τα κατέχει'' για ''να συλλάβει μάταια το zeitgeist των ημερών που ζούμε''. Πέραν της ασαφούς χρήσης του όρου ''μουσικού είδους'' -μάλλον κάτι άλλο θα εννοούσε ο συντάκτης, αλλά δεν μπορούσε να το διατυπώσει ακριβόλογα- πιθανολογώ αναφέρεται σε κομμάτια όπως το The Showman, το Summer of Love ή το The Best Thing About Me. Όντως, τα συγκεκριμένα τραγούδια παραπέμπουν σε πολύ σύγχρονα μουσικά είδη...Εκτός πάλι και αν ο συντάκτης εννοεί το εισαγωγικό Love is All We Have Left με τη ''συχνή χρήση autotune αλά Kanye'' (η οποία συχνή χρήση περιορίζεται σε ένα μόνο κουπλέ) και τις ''ηλεκτρονικές τσαχπινιές στο στυλ του τελευταίου δίσκου του Bon Iver''. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς πως αυτές οι ηλεκτρονικές ''τσαχπινιές'' (σικ) δεν παραπέμπουν στον Bon Iver αλλά στους ίδιους τους U2 της δεκαετίας του 1990. Και μιας και μιλάμε για αυτοαναφορικότητα, ας κλείσω με μια επισήμανση στη θεματολογίας του δίσκου όπου ''συναντάμε στίχους που μοιάζουν σαν να έχουν κοπεί από σελίδες βιβλίων αυτοβελτίωσης («Free yourself to be yourself / If only you could see yourself»), κλισέ ροκ συγκροτημάτων της δεκαετίας του 1970 («You are rock'n'roll!»)''. Αν ήταν πιο προσεχτικός ο συντάκτης του άρθρου και δεν περιοριζόταν στη λογοκλοπή της κριτικής του pitchfork (moony cliche (“Free yourself to be yourself/If only you could see yourself”), and arena-rock patois (“You! Are! Rock’n’roll!”—the “you” there is America, naturally), θα μπορούσε να αντιληφθεί πως πρόκειται για στίχους που ο ακροατής άκουσε ήδη στον προηγούμενο δίσκο των U2, το Songs of Innocence, και θα μπορούσε, ενδεχομένως, να μιλήσει για αναστοχασμό και ενδο-μουσικότητα (κατά τον όρο ενδοκειμενικότητα της σύγχρονης θεωρίας της λογοτεχνίας). Αυτά, όμως, είναι ''ψιλά'' γράμματα για τον συντάκτη. Το pitchfork να είναι καλά, καθώς και η κριτική στο αναξιόπιστο Rolling Stone. Αν δεν βιαζόταν, μάλιστα, να αναρτήσει την κριτική του σήμερα το πρωί θα μπορούσε να στρέψει τα ''πυρά'' του και στον δικό μας τον Πετρίδη που τόλμησε και αυτός να το τοποθετήσει στο νούμερο 3 της λίστας του με τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς τον ''χειρότερο δίσκο της καριέρας τους''. Αναξιόπιστος και αυτός να υποθέσω και σίγουρα ''ελάχιστος μουσικόφιλος κόσμος παίρνει πια στα σοβαρά'' τον εν λόγω παραγωγό. Άλλωστε ποιος είναι ο Πετρίδης μπροστά στον Calum Marsh του pitchfork. Θα μπορούσα να κλείσω λέγοντας πως πρόκειται για τη χειρότερη κριτική της καριέρας του συντάκτη, αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος πως δεν θα ακολουθήσουν και ακόμη χειρότερες.
Σχολιάζει ο/η