Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης των δεκαετιών του '90 και '00 (ως το 2008) πώς επιτεύχθηκαν νομίζεις; Μέσα από την άγρια εκμετάλλευση ενός πάμφηνου εργατικού δυναμικού, προερχόμενου κυρίως από τις χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. και των συμμάχων της στην Ανατολική Ευρώπη. Δεκάδες - ίσως και εκατοντάδες - χιλιάδες οικονομικοί μετανάστες βίωσαν στο πετσί τους τι σημαίνει «κοινωνικός ιμπεριαλισμός» γιατί, ας μη γελιόμαστε, ο ρατσισμός δεν εκπορεύεται μόνο από τα πάνω αλλά είχε εν πολλοίς τη στήριξη και ενεργητική συμμετοχή ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού «λαού», κυρίως μικρομεσαίων. Ήταν η ένδοξη περίοδος του Κωστοπουλικού lifestyle, του τζογαρίσματος στο χρηματιστήριο («το χρήμα γεννάει χρήμα», έτσι δεν είναι;), όταν ο κάθε πατριώτης ελληναράς ονειρεύοταν να πηδήξει ένα «δίμετρο ουκρανικό μωρό» (και φυσικά το έκανε στα κωλόμπαρα και τα μπουρδέλα, έναντι ενός ευτελούς αντιτίμου)· η κατάσταση αυτή σηματοδοτεί την τελεσίδικη ηθική, διανοητική και συναισθηματική χρεωκοπία της ελληνικής κοινωνίας, οι βρωμεροί καρποί της οποίας βγήκαν ως γνωστόν στον αφρό από το 2010 και ύστερα.Όφελος, πάντως, έτσι γενικά για τη «χώρα» δεν υφίσταται. Υπάρχει όφελος (δηλαδή κέρδη) για τμήματα των ντόπιων αφεντικών που εκμεταλλεύονται (ει δυνατόν και με την κάνη στον κρόταφο· βλ. φραουλοπαραγωγοί στη Μανωλάδα) φθηνή, ανασφάλιστη εργασία, χωρίς σταθερό ωράριο, υπό χείριστες εργασιακές συνθήκες, ανθρώπους στο κοινωνικό περιθώριο, που ζουν κυριολεκτικά σε τρώγλες, έχοντας να αντιμετωπίσουν, πέρα από την εργοδοτική τρομοκρατία και τις «καλλωπιστικές επιχειρήσεις» των κρατικών υπηρεσιών, και τον διανοητικό λουμπενισμό των ντόπιων υπηκόων που κυμαίνεται από την αδιαφορία μέχρι τον ανοιχτό και απροκάλυπτο ρατσισμό. Θέλουν δεν θέλουν να το πιστέψουν κάτι «εθνικά ευαίσθητοι» πατριώτες, η ελληνική χρηματοπιστωτική επέκταση στα Βαλκάνια μετά την διοικητική κατάρρευση των εκεί κρατών στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στην υπεξαίρεση του μόχθου και του πλούτου που παρήγαγαν αυτοί για τους οποίους κάποιοι αναρωτιούνται τώρα (τάχα μου αθώα) «ποιό είναι το όφελος της παραμονής τους στη χώρα».
Σχολιάζει ο/η