ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Το πάθος της απάρνησης. Από την ψυχαναλύτρια Silvia Lippi.

Το πάθος της απάρνησης
 

"Σπάρτη: Ήταν παθιασμένοι εραστές αλλά αυτή τον μαχαίρωσε - Ο Ηλίας και η Πωλίνα.
Σύμφωνα με το θύμα, συνάντησε την κατηγορούμενη έπειτα από δική της προτροπή να βρεθούν στο αγρόκτημά της για να τη βοηθήσει να μαζέψουν και να κάψουν κλαδιά. Οπως ανέφερε στην κατάθεσή του, συνεννοήθηκαν να περάσει εκείνη με το αυτοκίνητό της από το σπίτι του για να τον πάρει, όπως και έγινε: "Με δική της πρωτοβουλία πήρε μια από τις πετσέτες μου για να τη στρώσουμε κάτω λέγοντάς μου "θα κάνουμε και τις δουλειές και θα είναι ωραία γιατί θα κάνουμε έρωτα στη φύση". Αφού φτάσαμε στα ελαιόδενδρα, απλώσαμε την πετσέτα και κάναμε έρωτα". Κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης και ενώ η κατηγορούμενη καθόταν πάνω του έβγαλε μαχαίρι και τον χτύπησε στην κοιλιά." (Korinthia 24 - 04.2022)


 

Το πάθος της απάρνησης Facebook Twitter
Ο Μάρλον Μπράντο και η Μαρία Σνάιντερ στην ταινία Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι (1972) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Wikimedia commons


 

Silvia Lippi
La clinique lacanienne 2005/1 (no 9), σελ. 163 - 180. Éd. Érès.


Η Silvia Lippi γεννήθηκε στη Μπολόνια και ζει στο Παρίσι. Πτυχιούχος φιλοσοφίας και ψυχολογίας, είναι ψυχαναλύτρια, μέλος της 'Ενωσης Espace analytique στο Παρίσι και ψυχολόγος στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Barthélémy Durand d'Etampes. Είναι ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 7 και καθηγήτρια στο IRPA, Ερευνητικό Ινστιτούτο Εφαρμοσμένης Ψυχανάλυσης, στις έδρες του Μιλάνου και του Γκροταμάρε. Δημοσίευσε το La décision du désir (Βραβείο Œdipe, 2014) στη Γαλλία το 2013, το Transgressions: Bataille, Lacan, το 2008 και συν-διεύθυνε το συλλογικό βιβλίο Marx, Lacan : l'acte révolutionnaire et l'acte analytique το 2013.
 
 

Μια γυναίκα μπορεί να αρνηθεί να αγαπηθεί. Η γυναίκα που αρνείται να αγαπηθεί θα θυσιάσει την αγάπη της θυσιάζοντας το αντικείμενο του πόθου της: μπορεί να απαρνηθεί τον άντρα που αγαπά, τον άντρα που επιθυμεί, τον άντρα που της προκαλεί ηδονή, ή ακόμη και -σε ακραίες περιπτώσεις- να τον σκοτώσει. Επιλέγει να σκοτώσει τον εραστή της αντί να μείνει μαζί του, αλλά όχι από εκδίκηση ή επειδή έχει υποστεί κάποια αδικία από μέρους του: γιατί τότε να σκοτώσει τον εραστή όταν το πάθος του δηλώνεται ανοιχτά, όταν δεν υπάρχουν πια εμπόδια, όταν αυτό που ήταν μόνο ένα όνειρο φαίνεται να γίνεται πραγματικότητα; Μπροστά στην ευτυχία του έρωτα, η γυναίκα αποσύρεται, απορρίπτει το αντικείμενό της, λέει "όχι" στην αγάπη του εραστή της. Γιατί δεν θέλει πλέον αυτή την αγάπη;

Ο άντρας που μέχρι τότε ήταν αδύνατος ή που την έκανε να υποφέρει, αποφασίζει τελικά να "εγγυηθεί" την αγάπη του: γάμος, δέσμευση για κοινή ζωή, υπόσχεση ευτυχίας: τότε το "όχι" της γυναίκας μπορεί να πάρει τη μορφή, την ένταση, την τερατώδη κατάληξη της δολοφονίας, της δολοφονίας του άντρα που αγαπά.

Το "όχι" της γυναίκας δεν προέρχεται από μία μείωση ή έλλειψη συναισθήματος: αντίθετα, σκοτώνει επειδή αγαπάει, στον πιο ισχυρό, στον πιο παθιασμένο βαθμό. Είναι σαν ο φόνος να της επιτρέπει να θέτει σε χειμερία νάρκη την αγάπη της για πάντα: η απώλεια είναι ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί τόσο η αγάπη όσο και ο αγαπημένος, για πάντα.

Είναι ένα έγκλημα με πολλαπλούς στόχους: ο εραστής, ο πατέρας και η επιθυμία της γυναίκας στοχεύονται από την πράξη, καθώς και η θηλυκότητά της.

Η θυσία του αντικειμένου της αγάπης αντιπροσωπεύει την επιθυμία να χάσεις τον άλλον όπως και τον εαυτό σου: ο θάνατος αγκαλιάζει τα πάντα. Το τέλος κάθε πιθανής απόλαυσης: για τον θυσιαζόμενο, εννοείται, και για τον θυσιαστή επίσης.

Θα αναλύσουμε το "πάθος της απάρνησης" της γυναίκας στην πιο οξυμένη του μορφή, γιατί στη δολοφονία του αντικειμένου του έρωτα συντελείται μέχρι τέλους.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Παρακολουθώντας το τελευταίο μέρος της ταινίας του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, όταν η Ζαν-Μαρία Σνάιντερ αρνείται τον έρωτα του Πωλ-Μάρλον Μπράντο, αφού πρώτα του δηλώνει την αγάπη της και θρηνεί για την πρότερη αποχώρησή του, δεν καταλαβαίνουμε την πράξη της: γιατί να τον σκοτώσει; Η φεμινιστική εξήγηση είναι ότι την κακοποιούσε και ότι η δολοφονία συμβολίζει την εκδίκηση της γυναίκας απέναντι στον εκμεταλλευτή και βίαιο άνδρα. Αυτό το συμπέρασμα, αν και φυσικά υπερασπίσιμο, ωστόσο δεν μας ικανοποιεί. Γιατί η Ζαν να ανέχεται, και μάλιστα να επιθυμεί, μια σχέση που βασίζεται αποκλειστικά στο σεξ, και στη συνέχεια να αρνείται μια αληθινή σχέση αγάπης; 'Οταν ο άνδρας της προσφέρει την αγάπη του, τότε είναι που τον απορρίπτει και τον σκοτώνει.

Η συμπεριφορά της Πωλίνας στο μυθιστόρημα Paulina 1880 του Pierre-Jean Jouve είναι παρόμοια με εκείνη της Ζαν· ο εραστής της της κάνει πρόταση γάμου δύο φορές: την πρώτη φορά αρνείται και τη δεύτερη τον σκοτώνει.

Αυτές οι δύο φανταστικές ηρωϊδες απεικονίζουν την προβληματική και πάντοντε ανεπίλυτη ιστορία της κόρης και του πατέρα της, ενός πατέρα που μπορεί να έχει διάφορες λειτουργίες, αλλά του οποίου η παρουσία ή η απουσία θα σημαδέψει την ερωτική και σεξουαλική ζωή της γυναίκας καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της.

Η μοίρα της Πωλίνας και της Ζαν, όπως και του Οιδίποδα, είναι να σκοτώσουν τον πατέρα. Ο Οιδίποδας δεν γνωρίζει ότι στο σταυροδρόμι τριών δρόμων θα σκοτώσει τον πραγματικό του πατέρα, και παρομοίως η Πωλίνα και η Ζαν δεν γνωρίζουν ότι σκοτώνοντας τους εραστές τους σκοτώνουν τον πατέρα.

Η Πωλίνα έχει ένα πολύ ισχυρό δεσμό με τον πατέρα της. Η εναλλακτική λύση γι' αυτήν είναι επομένως η εξής: είτε να αποσυνδεθεί από τον πατέρα της δίνοντας το σώμα της σε κάποιον άλλον, είτε να μην δώσει αυτό το σώμα σε κανέναν, να το κρατήσει καθαρό και άθικτο, ώστε να παραμείνει κτήμα του πατέρα της, έστω κι αν εκείνος δεν μπορεί να απολαύσει αυτό το κτήμα. Υπάρχει όμως και μια τρίτη λύση που περιλαμβάνει τις άλλες δύο: να επιλέξει έναν άνδρα που μοιάζει με τον πατέρα και γίνεται υποκατάστατός του: δίνοντάς του λοιπόν το σώμα της θα είναι σαν να το δίνει στον πατέρα, αλλά χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο της αιμομιξίας. Με αυτόν τον τρόπο, δύο φιγούρες συγχωνεύονται σε μία. Η κόρη δεν δίνει το σώμα της απευθείας στον πατέρα της, αλλά το δίνει σε κάποιον που παίρνει τη θέση του, τηρώντας την απαγόρευση της αιμομιξίας.

Η Πωλίνα συναντά αυτό το υποκατάστατο στο πρόσωπο του κόμη Μικέλε Κανταρίνι: γίνονται εραστές κρυφά από τον πατέρα. Γιατί η Πωλίνα δεν προσπαθεί να μιλήσει στον πατέρα της; Γιατί αν το έκανε θα ήταν σαν να του έλεγε: "Έχω τώρα κάποιον άλλον που πήρε τη θέση σου και σε χρειάζομαι τόσο λίγο που θα μπορούσες και να πεθάνεις. Θα ήταν σαν να εξέφραζε την επιθυμία της για τον θάνατο του πατέρα. Το να του εξομολογηθεί τη σχέση θα σήμαινε ότι δέχεται να τον απαρνηθεί μια για πάντα: αντίθετα, αν απατήσει τον πατέρα της, μπορεί να σιγουρευτεί την ύπαρξή του και ο πατέρας διατηρεί τη δυνατότητα να απαγορεύσει τη σχέση με τον Μικέλε. Η απαγόρευση αυτή είναι φανταστική, επειδή ο πραγματικός της πατέρας δεν γνωρίζει τίποτα και δεν έχει απαγορεύσει τίποτα. Αλλά η Πωλίνα θέλει ο έρωτάς της για τον Μικέλε να παραμείνει απαγορευμένος, γιατί το όριο που επιβάλλει ο πατέρας αποτελεί τη βάση του ερωτισμού της.

Ο πατέρας επιτρέπει την πρόσβαση στην επιθυμία μέσω της απαγόρευσης: ο νόμος περιλαμβάνει την επιθυμία, και το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο. Η περίπτωση της Πωλίνας το καταδεικνύει. Η λειτουργία του πατέρα δεν αντιπαραθέτει το νόμο και την επιθυμία, ίσα-ίσα συγκεράζει και τα δύο. Ο πατέρας προβάλλει τον συμβολικό νόμο, ο οποίος είναι πρωτίστως η απαγόρευση της αιμομιξίας, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει μία μετριασμένη πρόσβαση στη σεξουαλική απόλαυση. Πώς μπορούν να εκπληρωθούν ταυτόχρονα και οι δύο λειτουργίες; Κανένας πατέρας δεν θα φανεί ποτέ στο ύψος του: ο πατέρας της πραγματικότητας δεν μπορεί παρά να βρίσκεται σε δυσαρμονία με τη λειτουργία του, αποδεικνύεται πάντα ελαττωματικός, ανεπαρκής, ταπεινωμένος (επειδή αναγκαστικά προδίδεται), όπως ο πατέρας της Πωλίνας. Παρ' όλα αυτά, ακριβώς λόγω της πατρικής ανεπάρκειας είναι δυνατή η σεξουαλική απόλαυση: ένας "πραγματικός πατέρας", ουσιαστικά παντοδύναμος, θα κατέληγε να απαγορεύει εντελώς τη δυνατότητα της απόλαυσης.

Ο παραβατικός χαρακτήρας της σχέσης της με τον κόμη είναι το κλειδί για την απόλαυση της Πωλίνας: έχει παραβιάσει τη (φανταστική) απαγόρευση, διέπραξε ένα σφάλμα. Αλλά αυτή η φανταστική παραβίαση γεννά μια υγιή ενοχή - μια ενοχή που συνοδεύει κάθε πιθανή απόλαυση.

Στο Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι, η Ζαν, αν και δεν ικανοποιείται από μια καθαρά σεξουαλική σχέση, δεν δέχεται να εγκαταλείψει με τον Πωλ το ρόλο της ως σεξουαλικό αντικείμενο. Εντούτοις, δέχεται πρόθυμα να παντρευτεί έναν νεαρό σκηνοθέτη που είναι μάλλον ασήμαντος σε σύγκριση με τον Πωλ. Η Ζαν δεν μπορεί να μειώσει την αντινομία που υπάρχει ανάμεσα στο σεξ και το όνομα: ο άνδρας που δίνει τον φαλλό και ο άνδρας που δίνει το όνομα δεν μπορούν να ενωθούν σε μια ενιαία φιγούρα.

Μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η Πωλίνα δεν μπορεί να δεχτεί να παντρευτεί τον εραστή της, κάτι που θα ομαλοποιούσε τη σχέση της: ο γάμος είναι το επίσημο έγγραφο που πιστοποιεί ότι το όνομα του πατέρα έχει διαγραφεί οριστικά, ότι ο πατέρας έχει συμβολικά πεθάνει. Ο έρωτας εξαπολύει έναν πόλεμο μεταξύ συμβόλων: το όνομα του πατέρα ενάντια στο όνομα του εραστή. Η Πωλίνα αρνείται να πάρει το όνομα του εραστή της, εμποδίζοντάς τον έτσι να σκοτώσει συμβολικά τον πατέρα. Το σφάλμα είναι εξ ολοκλήρου από τη μεριά της γυναίκας και ο άνδρας περιορίζεται στη σεξουαλική του λειτουργία: είναι ένας άνδρας χωρίς όνομα (η Ζαν δεν γνωρίζει το όνομα του εραστή της) και έτσι παραμένει έξω - φαινομενικά - από την προβληματική μεταξύ κόρης και πατέρας. Η γυναίκα παραμένει πάντα η ένοχη: αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει επειδή δεν επέτρεψε στον άνδρα να πραγματοποιήσει τη συμβολική δολοφονία του πατέρα.

Η Πωλίνα και η Ιωάννα δεν πραγματοποιούν τη συμβολική δολοφονία. Πώς φτάνουν στην πραγματική δολοφονία του πατέρα μέσω της δολοφονίας του εραστή;

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Πωλίνα ήθελε να σκοτώσει τον Μικέλε για να απελευθερωθεί από έναν έρωτα που έμοιαζε γι' αυτήν πολύ κοντά στην αιμομικτική αγάπη. Αλλά πώς βιώνεις έναν έντονο έρωτα που να μην περιλαμβάνει την παραβίαση των ορίων της επιτρεπόμενης επιθυμίας, που να μην αγγίζει με άλλα λόγια την αιμομιξία; Το να έχει κανείς σχέση με έναν άνδρα που μοιάζει με τον ίδιο σου τον πατέρα είναι αιμομικτικό, και το χειρότερο είναι ότι η αιμομιξία συντελείται διπλά, και από τις δύο πλευρές, του πατέρα και της μητέρας. Το αντίγραφο του πατέρα συγχωνεύεται τότε με τον βιολογικό πατέρα: αλλά ένας πατέρας που επιτρέπει στον εαυτό του να αποπλανηθεί από την κόρη του δεν είναι πλέον πατέρας! Χωρίς πατέρα, δηλαδή χωρίς κάποιον που κατέχει τη λειτουργία του πατέρα - τη λειτουργία του φραγμού σε σχέση με τη μητέρα - ανοίγει ο χώρος για την αιμομικτική Απόλαυση. Η επιθυμία τότε μπλοκάρεται: η αιμομικτική και χωρίς όριο Απόλαυση είναι εξοντωτική και το υποκείμενο την απορρίπτει.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος για τη δολοφονία του εραστή: όταν ο πραγματικός πατέρας της Πωλίνας είναι νεκρός, το απαγορευμένο δεν έχει πλέον κανένα νόημα: καμία παράβαση - και επομένως καμία σεξουαλική απόλαυση - δεν είναι πλέον δυνατή. Παραμένει όμως ακόμα το τεράστιο σφάλμα ότι σκότωσε τον πατέρα, και η Πωλίνα πρέπει να πληρώσει: στερώντας τον εαυτό της από το αντικείμενο του πόθου της, απαρνούμενη τη σεξουαλική ηαπόλαυση μια για πάντα, πληρώνει. Θα μπορέσει τελικά να βγεί έξω από τον χώρο του σφάλματος; Ή μήπως ο φόνος το διαιωνίζει; Η Πωλίνα βρίσκεται σε έναν ατέρμονα κύκλο: η ενοχή είναι ταυτόχρονα το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για την απόλαυση και η μόνη μορφή απόλαυσης που της προσφέρεται.

Με την πράξη της, η Πωλίνα εκδικείται τον προδομένο πατέρα και σκοτώνει τον πατέρα της σεξουαλικής εξουσίας: έναν πατέρα βιαστή, χωρίς όνομα και χωρίς νόμο: σκοτώνοντας τον πραγματικό πατέρα, σώζει τον πατέρα στη λειτουργία του. Ο Gérard Pommier γράφει ότι ο πατέρας είναι αιμομικτικός και βιαστής στο βαθμό που δεν παρέχει την προστασία του ονόματος: ένα όνομα που συμβολίζει τον φαλλό και εξαλείφει ό,τι σεξουαλικό υπάρχει στην αγάπη του πατέρα. Η Πωλίνα και η Ζαν σκότωσαν τον βιαστή πατέρα του σεξουαλικού τραύματος. Τα τελευταία λόγια της Ζαν μετά τη διάπραξη του φόνου είναι: "Δεν τον είχα δει ποτέ πριν... είναι ένας ξένος, δεν ξέρω καν το όνομά του". Είναι εντυπωσιακό πως επικαλύπτονται ο βιολογικός της πατέρας και ο εραστής της: ο τελευταίος φοράει καπέλο στρατηγού (ο πατέρας της Ζαν ήταν στρατηγός) όταν τον πυροβολεί.

Μετά τη δολοφονία, η Πωλίνα κυριεύεται από ενοχές: δοκιμάζει να αυτοκτονήσει, λες και η ζωή χωρίς τη δυνατότητα της απόλαυσης του πατέρα (και της απαγόρευσης) δεν άξιζε πια τίποτα. Καταστρέφεται επειδή η επιθυμία της καταστρέφεται: ισχύει εδώ η αφάνιση, δεν υπάρχει πια επιθυμία, ούτε και απόλαυση, εκτός από την Απόλαυση της ίδιας της θυσίας. Μένει να δούμε τι είδους απόλαυση είναι αυτή.

ΘΥΣΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΤΗΤΑ

Στο σεμινάριό του για τις Τέσσερις θεμελιώδεις έννοιες της ψυχανάλυσης, ο Λακάν δείχνει την ακαταμάχητη έλξη της θυσίας: τονίζει πόσο σπάνιοι είναι αυτοί που δεν υποκύπτουν "στην τερατώδη αιχμαλωσία της". Αλλά ενώ η θυσία είναι από μόνη της γοητευτική, η αλήθεια της είναι ωστόσο αφόρητη, επειδή είναι η αλήθεια της επιθυμίας που σχετίζεται ουσιαστικά με την επιθυμία του Άλλου.

Υπάρχει μια σχέση μεταξύ της θυσίας και της καντιανής κατηγορικής προσταγής: ο ηθικός νόμος, στα μάτια του Καντ, επιβάλλει μια ριζική απόρριψη του παθολογικού. Είναι ο νόμος για τον νόμο, ο οποίος δεν έχει σκοπιμότητα και δεν λαμβάνει υπόψη του την ευημερία του υποκειμένου (Wohl). Η κατηγορηματική προσταγή προϋποθέτει τη δολοφονία του παθολογικού αντικειμένου, δηλαδή "όλων όσων αποτελούν αντικείμενο της αγάπης μέσα στην ανθρώπινη τρυφερότητά της". Η θυσία του αντικειμένου της αγάπης σημαίνει την απάρνησή του: η στέρησή του συνεπάγεται αναγκαστικά για το υποκείμενο τη στέρηση της απόλαυσής του. Είναι η διαστροφική θέληση του Άλλου που προστάζει την απαθή εκπλήρωση του νόμου, που επιβάλλει τη θυσία της απόλαυσης υπέρ μιας 'Αλλης Απόλαυσης.

Για ποια διαστροφική Απόλαυση πρόκειται στη θυσία του αντικειμένου της αγάπης; Στερώντας τον εαυτό του από το αντικείμενο, το υποκείμενο απαρνιέται τη σεξουαλική απόλαυση υπέρ μιας 'Αλλης Απόλαυσης: οι φόνοι που διαπράττουν η Πωλίνα και η Ζαν μοιάζουν με διαστροφικές πράξεις που μεταφέρουν πάνω στον άλλον το σκληρό αποτέλεσμα του νόμου του Άλλου: είναι ο Άλλος που απολαμβάνει τη θυσία και το υποκείμενο που εκτελεί την πράξη δεν γίνεται παρά ένας απαθής παράγοντας, ένα όργανο στα χέρια του Άλλου. Το υποκείμενο τότε εξαφανίζεται, γίνεται αντικείμενο, περιορίζεται στο να είναι αντικείμενο της ηδονής του Άλλου, επειδή έχει εκπληρώσει τη θέλησή του: είναι αυτή η αντικειμενοποίηση που το "διεγείρει". Πρόκειται όμως για μια εξοντωτική, τρομερή, παθητική Απόλαυση, αν και ελκυστική και αδύνατη. Ο φόνος αποδεικνύεται παθητική πράξη, γιατί αποδεικνύει την υποταγή του υποκειμένου στον Άλλο, όπως μαρτυρούν τα λόγια της Πωλίνας μετά τη δολοφονία του εραστή της:

"Τον αγαπούσα. Πάντα τον αγαπούσα. Η αγάπη γι' αυτόν τον άνθρωπο ήταν το μοναδικό συναίσθημα που ένιωσα ποτέ σε όλη μου τη ζωή. Ω εσύ, είσαι νεκρός; Μα πως είναι νεκρός, θα τον αναστήσω. Ναι, τον σκότωσα. Τον σκότωσα. Τον σκότωσα, γιατί; Μπορεί κανείς να ξέρει; Μπορεί κανείς να μαντέψει; Επειδή τον αγαπούσα υπερβολικά. Όχι, επειδή μία τρελή, η εχθρός μου, πήρε το όπλο. Ω, ω, ω, γλυκέ μου φίλε. Όχι, είναι επειδή ο Θεός κατηύθυνε το χέρι μου. Διάβασα, διάβασα πολύ καλά αυτό που έγραψε ο Θεός στον τοίχο: ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ ΘΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ".

Ο Θεός της Πωλίνας μοιάζει με τον σκοτεινό Θεό του Λακάν. Η εκπλήρωση της βούλησης του Άλλου σημαίνει την εγκατάλειψη της υποκειμενικής θέσης, όταν δεν μπορείς πλέον να αποστασιοποιηθείς από τη δική σου πράξη: υπάρχει μια παρασιτική σκέψη που επιβάλλεται έξω από κάθε εσωτερική συζήτηση, μια σκέψη που δεν βοηθά να διαιρεθεί η πράξη του υποκειμένου, να το κάνει να πει "όχι", ένα "όχι" που θα επέτρεπε στο υποκείμενο να πάρει μια ενεργή θέση απέναντι στον Άλλο και την επιθυμία του. Η σκέψη και η πράξη συγχωνεύονται, δεν υπάρχει πλέον κανένα διάστημα ανάμεσα στο χώρο και το χρόνο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, κανένας δισταγμός, το υποκείμενο και ο Άλλος γίνονται "ένα": με άλλα λόγια, είναι ο θάνατος του διαγραμμένου υποκειμένου ($) - και το υποκείμενο δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν είναι διαιρεμένο.

Η δολοφονία που διαπράττει η Πωλίνα μοιάζει με εκείνη του serial killer ή του τρελού που σκοτώνει το είδωλό του: αυτό που αγαπάει περισσότερο είναι αυτό που πρέπει να καταστραφεί. Η καταστροφή συμβαδίζει έτσι με τη διαιώνιση του αντικειμένου: είναι μια προσπάθεια να φτάσει κανείς στο κακό, το ίδιο το Πράγμα, χτυπώντας το. Αυτό που σκοτώνεται επιστρέφει στο Πραγματικό μέσω της δολοφονίας. Ο Μπατάιγ γράφει για τη σχέση μεταξύ του θυσιαστή και του θυσιαζόμενου:

 "Σε απομακρύνω, θύμα, από τον κόσμο όπου ήσουν και όπου μόνο στην κατάσταση ενός πράγματος μπορούσες να αναχθείς, έχοντας αποκτήσει ένα νόημα έξω από τη στενή σου φύση".

 Το θύμα περνά έτσι από την κατάσταση ενός πράγματος στην κατάσταση του Πράγματος.

Η αγάπη της Πωλίνας είναι πλέον άφθαρτη και το θύμα της έχει γίνει αθάνατο.

Η αντίληψη της θυσίας ως παραίτησης από τη σεξουαλική απόλαυση υπέρ της απόλαυσης του Άλλου έρχεται σε αντίθεση με την αντίληψη των Hubert και Mauss, οι οποίοι θεωρούν τη θυσία ως μια συμβατική διαδικασία στην οποία η ανιδιοτέλεια αναμειγνύεται με το συμφέρον: αυτός που θυσιάζει πραγματοποιεί την "ανταλλαγή" με το θεό ταυτιζόμενος με το αφιερωμένο θύμα. Η ταύτιση µε το θύµα γλιτώνει τον θυσιαστή από την ολοκληρωτική απώλεια του εαυτού του, στην οποία θα καταδικαζόταν αν δεσµευόταν στην τελετή µέχρι τέλους. Ποια οφέλη, λοιπόν, θα μπορούσαν να είχαν αποκομίσει η Πωλίνα και η Ζαν από τη θυσία τους;

Η θυσία, της οποίας η ετυμολογία είναι sacra-facere - κάνω τα πράγματα ιερά - χάνει όλη την ιδιαιτερότητά της όταν ανάγεται σε μια διαδικασία ανταλλαγής. Η "απώλεια του εαυτού" είναι ουσιώδης στη θυσία: αν ακολουθήσουμε τον Χέγκελ, η αυτοσυνειδησία, εφόσον παραιτηθεί από την κατοχή και την απόλαυση του πράγματος που θυσιάζεται, ανυψώνεται στην "ουσιαστικότητα"- αυτό που διακυβεύεται στη θυσία είναι η αποκάλυψη του εαυτού του από τον ανθρώπο. Ο δήμιος γίνεται θύμα: ο θυσιαζόμενος, ταυτιζόμενος ο ίδιος με το αντικείμενο της θυσίας, "πεθαίνει ο ίδιος βλέποντας τον εαυτό του να πεθαίνει". Η θέση του Μπατάιγ δεν απέχει πολύ από εκείνη του Χέγκελ: στη θυσία, ο άνθρωπος επιχειρεί να επιστρέψει στον εαυτό του, στην ουσία και την ταυτότητά του, σε μια κίνηση που τον οδηγεί να γνωρίσει τον εαυτό του ως "αρνητικότητα" και έτσι να εκτεθεί στον ίδιο του τον θάνατο. Ο Μπατάιγ γράφει στα Δάκρυα του Έρωτα :

"Ιερό!... Εκ των προτέρων, οι συλλαβές αυτής της λέξης είναι φορτισμένες με αγωνία, το βάρος που τις πλακώνει είναι αυτό του θανάτου μέσα στη θυσία... Ολόκληρη η ζωή μας είναι φορτωμένη με θάνατο... Αλλά για μένα, ο τελικός θάνατος μοιάζει με μια παράξενη νίκη. Με λούζει με τη λάμψη του, μου ανοίγει μέσα μου το απείρως χαρούμενο γέλιο: το γέλιο της εξαφάνισης!..."

Η θυσία συνδυάζει τη φρίκη και την ευχαρίστηση, την αγωνία και τη χαρά.

Ποια είναι η στενή σχέση που δημιουργείται μεταξύ του (πραγματικού) θανάτου του θυσιαζόμενου αντικειμένου της αγάπης και του (φανταστικού) θανάτου του θυσιαστή; Η έλξη του θανάτου είναι μεγαλύτερη από την έλξη της ερωτικής απόλαυσης: η επιθυμία δεν πεθαίνει με τη θυσία του αντικειμένου της, αλλά εκφράζεται εκεί στην πιο βίαιη, αληθινή, καταστροφική της μορφή. Είναι μια επιθυμία που συνδέεται με την αιμομιξία, την τρέλα και τη διαστροφή: πρόκειται για καθαρή επιθυμία, την επιθυμία του θανάτου: μιας επιθυμίας που φτάνει μέχρι το τέλος αυτού που ζητά - δηλαδή να εξαφανιστεί.

Η επιθυμία είναι καθαρή μόνο επειδή έχει υποστεί ριζική κάθαρση: έπρεπε να απορριφθεί ό,τι θα μπορούσε να τροποποιήσει, να αλλοιώσει και σε κάποιο βαθμό να διαταράξει την αρχική επιθυμία, που είναι η επιθυμία του Άλλου. Το να ενδίδει κανείς στην επιθυμία του Άλλου σημαίνει ότι δεν καταφέρνει να παραβεί τον νόμο της: πρόκειται για μια δύσκαμπτη, άγρια επιθυμία, μια επιθυμία που οδηγεί σε μια σχεδόν αυτιστική, άβουλη, κενή ηδονή. Με αυτή την έννοια, η θυσία δεν αποτελεί παράβαση αλλά καθαρή επιθυμία, επειδή ο νόμος του Άλλου δεν έχει ανατραπεί. Η απεριόριστη απόλαυση του Άλλου τρομάζει: μια φρίκη που αποτελεί και την έλξη της.

Η καθαρή επιθυμία είναι μια επιθυμία χωρίς εμπειρικό αντικείμενο - η θυσία το καταστρέφει - είναι μια επιθυμία που σχετίζεται άμεσα με την καθαρή έλλειψη, με το Πράγμα. Η ηδονή στην οποία στοχεύει η καθαρή επιθυμία είναι αδύνατη ή θανατηφόρα και διαφέρει από την ηδονή που συνδέεται με ένα εμπειρικό αντικείμενο - ηδονή που αποδεικνύεται δυνατή επειδή η επιθυμία συνδέεται με τον ευνουχισμό.

Η επιθυμία που αφορά το εμπειρικό αντικείμενο σχετίζεται αναγκαστικά με την επιθυμία του Άλλου, αλλά χάρη στην παράβαση, που συνδέεται με το όνομα του πατέρα, περιορίζεται και προστατεύεται ως ένα βαθμό. Για την Πωλίνα και την Ζαν, από την άλλη πλευρά, η επιθυμία του Άλλου - που στοχεύει στη θανατερή απόλαυση- και η επιθυμία του άλλου -που στοχεύει στη σεξουαλική απόλαυση- συγχωνεύονται, επειδή η επιθυμία του Άλλου δεν έχει απωθηθεί.

Στερώντας από τον εαυτό τους το αντικείμενο της εμπειρικής τους επιθυμίας (τον άλλον), η Πωλίνα και η Ζαν επέλεξαν να υποταχθούν στον Νόμο του Άλλου. Αυτό που προστάζει τη θυσία είναι επίσης αυτό που στοχεύει στη θυσία, δηλαδή στην Απόλαυση του Άλλου. Ο Μπατάιγ ορίζει τη θυσία ως έναν υπολογισμό: ο θυσιαστής ταυτιζόμενος με το θύμα, βλέπει τον εαυτό του να πεθαίνει μέσα από το θάνατο του θύματος, αγγίζει σχεδόν αυτή την αδύνατη Απόλαυση: το υποκείμενο βρίσκεται σε ένα κατώφλι, το οποίο τελικά το περνάει; Για τον Μπαταίγ, "το να θυσιάζεις δεν είναι να σκοτώνεις, αλλά να εγκαταλείπεις και να δίνεις". Η θυσία αντιτίθεται στην τάξη της διαρκούς πραγματικότητας, είναι στα μάτια του η ουσία της ανάλωσης, η οποία παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό που δίνεται, το οποίο αποτελεί αντικείμενο διατήρησης μόνο για τον δότη, εγκαταλείπεται και εξέρχεται από τον κόσμο των διαρκών πραγμάτων. Αλλά αυτή η "έξοδος" αντιπροσωπεύει τον θάνατο για τον θυσιαζόμενο. Στη θυσία, περνάς το κατώφλι - για να το θέσουμε με φροϋδικούς όρους, βρισκόμαστε πέρα από την αρχή της απόλαυσης: ο φόνος δεν συντελείται στη φαντασία αλλά στην πραγματικότητα.

Το αντικείμενο της θυσίας δεν προσφέρει ηδονή στον θυσιαστή, αλλά επιδιώκει να ικανοποιήσει την επιθυμία του Άλλου. Στη θυσία, η αγωνία - σε αντίθεση με τη σαδική φαντασίωση - είναι και στην πλευρά του θυσιαζόμενου, και η θέση του αντικειμένου είναι και στις δύο πλευρές: ο θυσιαστής είναι "αντικείμενο του Άλλου" ως φορέας της θέλησής του, το ίδιο και ο θυσιαζόμενος, αφού είναι το αντικείμενο που υποτίθεται ότι τον ικανοποιεί. Ο θυσιαστής προσφέρει στον Άλλο αυτό που του ανήκει, δηλαδή αυτό που αρχικά προέρχεται από αυτόν: το αντικείμενο που προκαλεί την επιθυμία, το υπόλοιπο, όπως λέει ο Λακάν, της επιθυμίας του Άλλου.

Για την Πωλίνα και τη Ζαν, η σεξουαλική απόλαυση και η απόλαυση του Άλλου συγχωνεύονται σε μια ενιαία, απεριόριστη απόλαυση που είναι αδύνατο να την υποφέρεις.

Ο άνδρας γίνεται επικίνδυνος όταν συγχέεται με τον πραγματικό πατέρα - έναν πραγματικό πατέρα που ενσαρκώνει μια επιταγή της απόλαυσης και όχι ένα σύμβολο του νόμου της επιθυμίας. Η σεξουαλική απόλαυση συνδέεται τότε με την Απόλαυση του Άλλου και καθίσταται αδύνατη. Γίνεται μια Απόλαυση έξω από τη γλώσσα, προκαλώντας ανεξέλεγκτο άγχος. Όταν καθίσταται αδύνατο να αντέξει κανείς την οποιαδήποτε απόλαυση, λόγω της άμεσης σχέσης της με την Απόλαυση του Άλλου, πρέπει να μπλοκαριστεί: η θυσία αποκτά τότε την αξία μιας απαγόρευσης που μετατρέπεται σε αυτοθυσία. Οι θυσίες της Πωλίνας και της Ζαν συμβολίζουν την παραίτηση από κάθε μορφή απόλαυσης, και ως ένα βαθμό, από το πάθος, από τη ζωή: πρόκειται για την υλοποίηση μιας μαζοχιστικής φαντασίωσης της γυναίκας, έτοιμης να θυσιαστεί όλο και περισσότερο μέχρι να ενωθεί με τον εραστή της σε έναν κοινό θάνατο.
 

"Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΣΑΚΙ ΜΕ ΠΕΡΙΤΤΏΜΑΤΑ
('Αγιος 'Οντο 878 -942)

 

Με τις θυσίες τους, η Πωλίνα και η Ζαν θυσίασαν τη θυληκότητά τους ή την πήγαν μέχρι την ολοκλήρωσή της;

Η γυναίκα μπορεί να φοβάται τη θηλυκότητά της, όπως και κάθε άντρας εξάλλου. Το πρόβλημα της θηλυκότητας έχει να κάνει φυσικά με τον ευνουχισμό, αλλά το ζήτημα δεν θα λυνόταν ακόμη κι αν η γυναίκα είχε αυτό το κομμάτι σάρκας που έχουν επιπλέον οι άνδρες. Το πρόβλημα της θηλυκότητας ξεπερνά αυτό του ευνουχισμού. Όπως παρατήρησε ο Λακάν, η γυναίκα δεν είναι όλη σε μια σχέση με το φαλλικό σύμβολο. Φυσικά μπορεί να αποφασίσει να πάρει τη θέση της φαλλικής γυναίκας που θέλει να δείχνει ισάξια με τον άντρα ή της ευνουχισμένης γυναίκας (της γυναίκας που παραπονιέται ότι δεν της φέρονται τόσο καλά όσο σε έναν άντρα): σίγουρα είναι άνετες επιλογές, χάρη στη φανταστική συνεκτικότητα που μπορεί να δώσει η σχέση με τον φαλλό, είτε με την παρουσία του, είτε με την απουσία του. Αλλά μια γυναίκα μπορεί επίσης να επιλέξει την άλλη οδό, δηλαδή να αποδεχτεί τη θηλυκότητά της και να πάει προς την πλευρά του μη-όλου. Το να θέλεις να είσαι γυναίκα αποκαλύπτεται τότε ότι συνιστά μία παράβαση: είναι η παράβαση του φαλλικού συμβόλου, η υπέρβασή του προς ένα αλλού χωρίς δίχτυ. Η γυναίκα κατέχει μια αιρετική θέση: κίνδυνος για όποια επιλέγει να τοποθετηθεί πέρα ​​από την επιβολή του φαλλού και κίνδυνος για όποιον έρχεται σε επαφή με την εκτός νόμου.

Αυτό που φοβίζει στη γυναίκα είναι ακριβώς το σημείο όπου αρχίζει να αυτοπροσδιορίζεται έξω από τη φαλλική αναφορά. Το πρόβλημα του ευνουχισμού για μια γυναίκα – να το έχει ή να μην το έχει – τη βοηθά να αποφύγει να αντιμετωπίσει μια καθαρά γυναικεία θέση (ο κίνδυνος που διατρέχει να βρεθεί αλλού, "λίγο" έξω από τον ευνουχισμό). Η επίκληση του ευνουχισμού της επιτρέπει να κρύψει την πιο θεμελιώδη διαίρεση του μη-όλου. Αυτή η διαίρεση δεν είναι το "υγιεινό" $, αλλά κάτι που παίζει ανάμεσα σε ένα $ και σε ένα επιπλέον υποκειμενοποιήσιμο. Μια γυναίκα ταλαντεύεται συνεχώς μεταξύ ευνουχισμού και ενός αλλού πέρα ​​από τον ευνουχισμό, ενός είδους "τρύπας" όπου κανένα υποκείμενο δεν θα έχει την άνεση να μπορεί να συμπεριληφθεί, όπως συμβαίνει με την καταγραφή "αντρική πλευρά" που ανακουφίζει, καθησυχάζει και επιτρέπει τη σύνδεση με ολόκληρη την κοινότητα των Vx x [το σύνολο των ανδρών που υπόκεινται στον ευνουχισμό -σ.σ.].

Η επιθυμία της γυναίκας είναι αναγκαστικά βίαιη και επικίνδυνη, γιατί δεν αρκείται σε ένα συσχετισμό με το Φ, όπως συμβαίνει με τον άνδρα, όπου μια επιθυμία που καθορίζεται απαραίτητα από το όριο μερικές φορές την κάνει λιγότερο προβληματική.

Η ικανότητα της γυναίκας να θυσιάσει τον εαυτό της σηματοδοτεί την επιθυμία της, και αποτελεί μάλιστα και τη δύναμή της: επιθυμία που είναι ταυτόχρονα απάρνηση της απόλαυσης και της αγάπης και απόλυτη υποταγή στον Άλλο (όπως το δείχνουν οι θυσίες της Πωλίνας και της Ζαν). Η γυναίκα είναι έτοιμη να θυσιαστεί για τον Άλλο της.

Ο Χίτλερ το 1923, σε μία συνομιλία με τον φίλο του Ερνστ Χάνφσταενγκ, είχε δηλώσει:

"Το πλήθος, οι άνθρωποι, τους θεωρώ σαν μια γυναίκα [...]. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται τον εγγενώς γυναικείο χαρακτήρα του πλήθους δεν θα είναι ποτέ αποτελεσματικός ομιλητής. Αναρωτηθείτε τι περιμένει μια γυναίκα από έναν άντρα: ακρίβεια, απόφαση, δύναμη, δράση... Αν της μιλήσουμε σωστά, θα είναι περήφανη που θα θυσιαστεί, γιατί καμία γυναίκα δεν θα νιώσει ποτέ ότι οι θυσίες της ζωής της ήταν αρκετές."

Η γυναίκα γνωρίζει την παντοδυναμία της ολοκληρωτικής υποταγής στον Άλλο: η δύναμη που κρύβει την άνευ όρων υπακοή της τρομάζει τον άπληστο και απαιτητικό Άλλο, ο οποίος θα εμφανιστεί στο τέλος μέσα στη διαίρεσή του.

Η υποταγή της γυναίκας στο θέλημα του Άλλου μπορεί να συγκριθεί με αυτή του Αβραάμ ενώπιον του Θεού: αφού έδεσε τον Ισαάκ, ο Αβραάμ βγάζει το μαχαίρι του χωρίς δισταγμό, αλλά ένας άγγελος του Θεού σταματά το χέρι του. Αυτός ο άγγελος του Θεού είναι η υλοποίηση της αγωνίας του Θεού ακριβώς τη στιγμή που κινδυνεύει να ικανοποιηθεί: προκαλώντας την αγωνία του Θεού, ο Αβραάμ αποκτά την εκδήλωση της επιθυμίας του και την επιβεβαίωση της συμμαχίας.

Η θυσία, που γίνεται αυτοθυσία, αποκαλύπτει έτσι την πραγματική της φύση. Συνδυάζει τον αγώνα, την εξέγερση και συνεπώς τη χειραφέτηση απέναντι στην επιθυμία του Άλλου: αντί να επιδιώκει να ικανοποιήσει τον Άλλο, όπως τα φαινόμενα μπορεί να δείχνουν, στοχεύει να του προκαλέσει μία έλλειψη, αφαιρόντας από αυτόν, μέσω της καταστροφής του θύματος, αυτό που του είχε προσφερθεί. Το να δίνεις και να παίρνεις πίσω γίνονται ισοδύναμα: αυτό αντιστοιχεί στη στρατηγική της αποπλάνησης, που στοχεύει να κάνει τον Άλλο επιθυμητό ενώ τον αφήνει ανικανοποίητο. Όπως ο Σρέμπερ [Γερμανός νομικός του οποίου η παράνοια αναλύθηκε μεταξύ άλλων από τον Φρόυντ και τον Λακάν -σ.σ.] που χαίρεται να στολίζεται με τα μπιχλιμπίδια του μόλις "κατάλαβε" ότι η θηλυκοποίησή του θα μπορούσε να επαναφέρει την τάξη στο σύμπαν. Οι γυναικείες ελαφρότητες αντικατοπτρίζουν πολύ καλά την απατηλή πλευρά από την οποία ο θεός (ο Άλλος) γίνεται αιχμάλωτος και, εννοείται, ευνουχισμένος.

Η Πωλίνα και η Ζαν δείχνουν το ακραίο σημείο της θηλυκότητας, μιας θηλυκότητας που για να πραγματοποιηθεί πρέπει να αυτοθυσιαστεί, αλλά αυτή τη φορά χωρίς να επιτευχθεί συμμαχία με τον Άλλο. Η δύναμη της αυτοθυσίας τους είναι αφοπλιστική και μας δείχνει τη δύναμη της αγάπης τους: τρελή αγάπη, αγάπη που δεν σταθεροποιείται με την παρέμβαση του συμβολικού, αδύνατη αγάπη. Η Πωλίνα και η Ζαν επιλέγοντας να αρνηθούν την αγάπη, στην πραγματικότητα τη φτάνουν στα άκρα: πως κατέχουμε καλύτερα τον αγαπημένο αν όχι χάνοντάς τον; Η αγάπη ενώνει την ορμή του θανάτου σε ό, τι πιο καταστροφικό ενέχει. Η αγάπη συναντά το Πραγματικό και καταλήγει σε ένα "αυτό πρέπει να σταματήσει!" ”, αλλά, για τις δύο γυναίκες, δεν σταματά.

Είναι τότε η αναπόφευκτη μοίρα της γυναίκας να έρθει αντιμέτωπη με το δίλημμα: είτε η αγάπη είναι αδύνατη, είτε συνεπάγεται τη θυσία του άλλου ή/και του εαυτού της; Για να μπορέσει να αγαπήσει (και να αφήσει τον εαυτό της να αγαπηθεί με τη σειρά της), μια γυναίκα πρέπει να δεχτεί μια μεγαλύτερη ή μικρότερη δόση αμηχανίας: η βία της επιθυμίας της συμβαδίζει με την αδυναμία να εκφραστεί. Είναι μια επιθυμία που εκρήγνυται από τα μέσα: επιβεβαιώνεται στην απάρνηση της επιθυμίας και της αγάπης, στη θυσία τους.
 

Όταν η γυναίκα επιλέγει να συνάψει μια ερωτική σχέση και προσπαθεί να την διατηρήσει  –σε αντίθεση με τη Ζαν και την Πωλίνα– πρέπει να αντιμετωπίσει αρκετές λογικές δυσκολίες: από τη μία, πρέπει να επωμιστεί τη δύσκολη θέση του αντικειμένου του πόθου (αφού έχει κάνει τα πάντα για να βρεθεί εκεί), και από την άλλη θα πρέπει να υπερασπιστεί την υποκειμενική της ταυτότητα: πρέπει να υποστηρίξει το χάσμα μεταξύ της ταυτότητάς της και της απόλαυσής της. Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι είχε εξηγήσει σε μία συνέντευξή του την επιλογή της Μαρία Σνάιντερ για τον ρόλο της Ζαν: είχε επιλέξει το σώμα της καθώς ήταν ταυτόχρονα αρρενωπό (μακριά πόδια, μεγάλοι ώμοι, συγκεκριμένος τρόπος περπατήματος) και θηλυκό (μεγάλο στήθος). Η εξωτερική εμφάνιση της Ζαν δείχνει ξεκάθαρα τη σύγκρουση μεταξύ του ονόματος και του σώματος σε μια γυναίκα.

Η θηλυκότητα πηγαίνει πάντα αγκαλιά με την ενοχή: η γυναίκα θα έχει τότε την αίσθηση ότι έχει εγκαταλειφθεί, απορριφθεί μόλις ένας άντρας την επιθυμήσει ή απολαύσει το σώμα της. Η απόρριψη αντιπροσωπεύει την τιμωρία που της αξίζει στα μάτια της, επειδή προσφέρθηκε ως αντικείμενο στην επιθυμία του Άλλου: το να βάζεις τον εαυτό σου να ενσαρκώνει τον φαλλό (την έλλειψη) για έναν άντρα, είναι αφόρητο και κυρίως αιμομικτικό. Γίνεται μεμιάς ο μητρικός φαλλός: αυτό της προκαλεί ηδονή, φυσικά, αλλά χάνεται σε αυτή την απόλαυση, χάνει την ταυτότητά της και καταριέται το σώμα της που την έσυρε τόσο μακριά. Η Πωλίνα, μετά από κάποιο διάστημα, αφήνει τον εραστή της και αποφασίζει να επιστρέψει στο μοναστήρι. Θέλει να εξαγνιστεί, θέλει να ξεφορτωθεί το σώμα της και γι' αυτό επιλέγει να το ταπεινώσει. Αυτοτραυματίζεται, θέλει να κάνει το σώμα της να πεθάνει για να είναι πια μόνο μια ψυχή. Το σώμα μιας γυναίκας είναι εκεί για να υπενθυμίζει ότι πρέπει να διεγείρει την επιθυμία του άλλου και να του προσφέρει απόλαυση: έναν άλλον που μπορεί να συγχέεται με τον μεγάλο Άλλο και έτσι να κάνει την απόλαυση αδύνατη.
 
Η γυναικεία απόλαυση έχει να κάνει με τη διαίρεση μεταξύ γλώσσας και σώματος. Ο Λακάν μιλά για μια 'Αλλη απόλαυση για τη γυναίκα, μια καθαρή υπόθεση για την οποία υπάρχει μόνο μια αρνητική διατύπωση: αν η γυναίκα είναι μη-όλη μέσα στη φαλλική απόλαυση, τότε ένα μέρος του εαυτού της πρέπει να βρίσκεται αλλού. Η απόλαυση είναι ένα είδος μη απόλαυσης για τη γυναίκα, με την έννοια ότι η απόλαυσή της απαιτεί την καθαίρεση, τον αφανισμό, ως τη μόνη δυνατή λύση. Ο οργασμός δεν ικανοποιεί ποτέ. Είναι ένα συνεχές κάλεσμα, μια άπειρη κραυγή: Ναι! Ξανά! Η απόλαυση της γυναίκας είναι πράγματι μια ικανοποίηση (με αυτή την έννοια διακρίνεται από την επιθυμία που δεν ικανοποιείται), αλλά μια ικανοποίηση που δεν ικανοποιείται –αρκετά– την στιγμή ακριβώς που ικανοποιείται: η απόλαυση της γυναίκας είναι μια ανικανοποίητη ικανοποίηση, μοιάζει λίγο με την έννοια της "δίψας" στο Sartre: το να πίνεις σε ανακουφίζει, αλλά δεν καταργεί τη δίψα, που δεν θέλει να εξαφανιστεί: με άλλα λόγια, αυτό που τη γεμίζει την αδειάζει. Η γυναικεία απόλαυση δεν είναι εντοπισμένη και δεν έχει τέλος: έτσι διαφέρει από την απόλαυση του άντρα που είναι ικανοποιημένη, που είναι πεπερασμένη, που σταματά στο φαλλικό σύμβολο.
 
Η ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ, Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, απεικονίζει την αμηχανία ενός άνδρα αντιμέτωπου με τη γυναικεία διαίρεση: βλέπει τη διπροσωπία ενός πλάσματος που πότε αναζητά διακαώς τη σεξουαλική απόλαυση και πότε αρνείται πεισματικά να δοθεί στον άντρα. Η διπροσωπία αυτής της γυναίκας τον διαλύει και τον διεγείρει, σε σημείο που δεν μπορεί πια να κάνει χωρίς "το αντικείμενο του". Ο υπηρέτης του, που πιθανότατα γνώριζε τα κείμενα του Αγίου Οδού, ιεροκήρυκα του 9ου αιώνα, του είπε την άποψή του για το γυναικείο ζήτημα: "Η γυναίκα είναι ένα σακί με περιττώματα. "
Αλμανάκ

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ