Σκυλίσια ζωή

Σκυλίσια ζωή Facebook Twitter
2

Λίγο πριν ανοίξω τα μάτια μου κάθε πρωί, προσεύχομαι στο Θεό να μου χαρίσει άλλη μια μέρα επίγειας ζωής μέχρι να πέσει και πάλι το σκοτάδι και γείρω το κεφάλι μου για να κοιμηθώ, ενώ άλλοτε παρακαλάω να ξυπνήσω στον παράδεισο για ν'αφήσω μια για πάντα πίσω μου την πείνα, το κρύο και τη μιζέρια...


Δεν ξέρω εάν θα πρέπει να ευχαριστήσω ή να θυμώσω με τον Παντοδύναμο, αλλά το δεύτερο δεν έγινε ποτέ! Όταν αντικρίζω το πρώτο φως της ημέρας τίποτα δε φαίνεται να έχει αλλάξει σε σχέση με την προηγούμενη... Το πεζοδρόμιο παραμένει να είναι το μαξιλάρι μου, το σχισμένο χαρτοκιβώτιο εξακολουθεί να είναι το σεντόνι μου, ενώ το γουργουρητό από το στομάχι μου, μου υπενθυμίζει πως για άλλη μια φορά κοιμήθηκα νηστικός.


Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου βρίσκομαι στην ίδια κατάσταση. Ο δρόμος είναι το σπίτι μου και οι περαστικοί η οικογένεια μου. Δεν ξέρω πραγματικά πως βρέθηκα μόνος και έρημος να τριγυρνώ σ' αυτήν την χαοτική και αφιλόξενη πόλη. Νομίζω τώρα πια, ότι το γκρίζο και το μαύρο είναι τα πιο φανταχτερά και όμορφα χρώματα που υπάρχουν, ενώ η οχλοβοή και ο θόρυβος των τροχοφόρων έχω την αίσθηση ότι βγάζουν μια μουσικότητα καλύτερη και από την 7η συμφωνία του Μπετόβεν!


Η ουσία όμως είναι ότι εγώ είμαι ακόμα εδώ παλεύοντας με τους κύκλωπες και τους Λαιστρυγόνες της καθημερινότητας. Νιώθω τόσο μόνος, παρότι βρίσκομαι ανάμεσα σε τόσο κόσμο που περνάει από δίπλα μου, χωρίς ωστόσο να μου δίνει κανείς σημασία ή ακόμα και ένα κομμάτι ψωμί για να καλύψω την πείνα μου. Έχω συνειδητοποιήσει πια ότι ζούμε σε μια κοινωνία με απάνθρωπους ανθρώπους που ο καθένας νοιάζεται για την πάρτη του. Κανείς δε νοιάζεται για κανέναν. Πόσο μάλλον για κάποιον σαν και εμένα!


Παίρνω λοιπόν την απόφαση να πάρω τους δρόμους, όπως συνηθίζω άλλωστε, και να αναζητήσω το σημερινό κολατσιό μου. Οι επιλογές του μενού δεν είναι και τόσο πολλές τους τελευταίους μήνες σε σχέση με παλιότερα. Κάποτε υπήρχαν εξαιρετικά γκουρμέ σκουπιδιατόρια, αλλά τον τελευταίο καιρό σαν να έχει αλλάξει κάτι στις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων. Παλιά έβρισκα καμιά σπαλομπριζόλα και γενικότερα όλο και και κανένα κοκαλάκι περίσσευε, αλλά τώρα πια σαν να το έχουν ρίξει όλη στην χορτοφαγία και στα όσπρια γιατί ακόμα και τα σκουπιδιατόρια φαίνεται ότι πάνε για κλείσιμο το ένα μετά το άλλο μ'αυτό το μενού! Η αναζήτηση τροφής όμως δε σταματάει εδώ! Ξέρω πολύ καλά ότι κάπου εδώ πολύ κοντά στο κέντρο που βρίσκομαι υπάρχει μια ακριβή συνοικία που ζούν εύποροι και μυημένοι στην υψηλή γαστρονομία κάτοικοι και εκεί εναποθέτω τις ελπίδες μου.


Προσπάθησα λοιπόν να συγκεντρώσω τις λιγοστές δυνάμεις μου έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι εκεί ίσως να βρώ τις λύσεις σε όλα τα προβλήματα μου. Η απογοήτευση όμως δεν άργησε ακόμα και εκεί να φανεί. Οι δρόμοι ήταν καθαροί χωρίς καθόλου απορρίμματα ενώ οι κάδοι ήταν ερμητικά κλειστοί σχεδόν απροσπέλαστοι για αδέσποτους σαν και εμένα. Το μόνο που μπορούσε κανείς να βρεί δίπλα σε κάποιους κάδους ήταν πεταμένες δερμάτινες και καλοδιατηρημένες τσάντες, γυναικεία υποδήματα και φανταχτερά ρούχα! Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν ήταν στις γαστριμαργικές μου προτιμήσεις!


Ακόμα και εδώ ο κόσμος ήταν αδιάφορος και απρόθυμος να σκύψει πάνω από το κεφάλι μου. Με μία όμως διαφορά! Εδώ όλοι προχωρούσαν αργά και καμαρωτά κοιτάζοντας προς τον ουρανό. Εγώ μπροστά στα μάτια τους φαινόμουν τόσο μικρός, που πολλές φορές δεν με έβλεπαν καν και έπεφταν πάνω μου φωνάζοντας από οργή που βρέθηκα στο διάβα τους.


«Αρκετά!» αναφώνησα μέσα μου! Αρκετά με την ταπείνωση και την απαξίωση ακόμα και για κάποιον σαν και εμένα! Δε με χωράει εδώ ο τόπος σκέφτηκα! Άρχισα λοιπόν να τρέχω μακριά χωρίς σταματημό, ενώ ένα στεγνό δάκρυ κυλούσε αργά στο πρόσωπο μου... Δεν ξέρω και γώ πραγματικά πόση ώρα έτρεχα μέχρι που αντιλήφθηκα ότι είχα χαθεί και ότι είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει...


Το μόνο που ξέρω είναι ότι βρέθηκα έξω από κάτι καγκελόπορτες όπου περίμεναν υπομονετικά αρκετοί άνθρωποι κάθε ηλικίας και κάθε εθνικότητας. Μπορεί η πείνα μου να ήταν μεγάλη, αλλά η περιέργειά μου ακόμα μεγαλύτερη... Έτσι λοιπόν χώθηκα ανάμεσα στο πλήθος για να δώ τι συμβαίνει και γρήγορα αντιλήφθηκα ότι στην άλλη άκρη της ουράς υπήρχε ένας πάγκος γεμάτος ατομικές μερίδες και πολύ ψωμί! Τα βάσανά μου είχαν επιτέλους τελειώσει! Μέσα σε λίγα λεπτά ήμουν και εγώ ένας από αυτούς που απολάμβανε το συσσίτιο του, ενώ δεν ήταν λίγοι και εκείνοι που μου πρόσφεραν ότι είχε περισσέψει και από το δικό τους μερίδιο. Μπορεί να βρισκόμουν στο πιο φτωχό προαύλιο ενός κτιρίου με τόσες άγνωστες φιγούρες δίπλα μου, αλλά ένιωθα την καρδιά μου να πλημμυρίζει από αισθήματα που νόμιζα ότι δεν κατοικούσαν πια μέσα μου...


Αφού είχε νυχτώσει για τα καλά, ήταν καιρός να επιστρέψω στη «ζεστή» μου γωνιά που είχα εγκαταλείψει εδώ και τόση ώρα. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση να βρω το δρόμο μέσα στα δαιδαλώδη στενά αυτής της άναρχης πόλης υπό το άγρυπνο βλέμμα των αφιλόξενων κατοίκων της. Σε μια επόμενη στροφή, επιτέλους βρέθηκα σε μία γνώριμη κεντρική οδό μερικά εκατοντάδες μέτρα μακριά από τον τελικό προορισμό μου! Δεν τόλμησα να κάνω ένα δυο βήματα και κοντοστάθηκα! Δεν ήταν ο δρόμος που ήξερα! Δεν υπήρχε κανείς! Ούτε άνθρωπος, ούτε και τροχοφόρα! Τίποτα! Απόλυτη ερημιά σ'έναν πολυσύχναστο δρόμο! Μόνο κάτι σημάδια και ενδείξεις που υπήρχαν στην ατμόσφαιρα προοιώνιζαν ότι κάτι κακό θα συμβεί...


Έντονοι καπνοί και δακρυγόνα είχαν τυλίξει τους παρακείμενους δρόμους, ενώ οι ιαχές από κάποιες ανθρώπινες μάζες γίνονταν όλο και πιο δυνατές. Σε λίγα δευτερόλεπτα ο δρόμος είχε μετατραπεί σ'ένα πεδίο μάχης με τα ματ και τους κουκουλοφόρους να παίζουν πετροπόλεμο μέσα σ'ένα νέφος από ασφυξιογόνα και δακρυγόνα, ενώ πύρινες οβίδες εκτοξεύονταν προς πάσα κατεύθυνση δημιουργώντας μικρές εστίας φωτιάς! Άνθρωποι χτυπούσαν ανθρώπους και έκαιγαν ότι είχαν δημιουργήσει με τα ίδια τους τα χέρια...Και γώ ανάμεσά τους γινόμουν ο αποδέκτης της βίας, του μίσους και της οργής και όλης αυτής της αρνητικής ενέργειας που ήταν διάχυτη σ'αυτή την έκρυθμη ατμόσφαιρα!


Οι δυνάμεις μου όμως άρχισαν να με εγκαταλείπουν. Δεν ήμουν συνηθισμένος σε τέτοιες συνθήκες και η κατάσταση είχε γίνει πια αφόρητη και αποπνικτική! Τίποτα δε μπορούσε να με κρατήσει πια όρθιο στα τέσσερα πόδια μου...Τελικά όλα συνηγορούσαν ότι αυτή θα ήταν η «ζεστή» μου γωνιά για εκείνο το βράδυ...
Την επόμενη μέρα δεν ξύπνησα...Ο Θεός είχε ακούσει επιτέλους τις προσευχές μου και δε με άφησε ποτέ ξανά να νιώσω τον πόνο, το κρύο, την πείνα, αλλά και την οργή των ανθρώπων...

2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

2 σχόλια
δεν ξερω τι να πω..εχω ενα σκυλι και τωρα κοιμαται και τη θεωρω τοσο τυχερη..τι να πεις για αυτες τις ψυχες που ολοι τις προσπερνανε και πολλες φορες με τρομο και αηδια..λες και φταινε αυτες για ολα τους τα δεινα..υπεροχο κειμενο, που πονεσε σα μαχαιρια..