Σε μία ξεχασμένη αλλά δυναμική κοινότητα, αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, ζει η εξάχρονη Χάσπαπι στο όριο της ορφάνιας. Η μητέρα της έχει φύγει από καιρό, ο πατέρας της είναι ένας άγριος σε διαρκές ξεφάντωμα κι εκείνη έχει αφεθεί στην τύχη της σε ένα απομονωμένο περιβάλλον, γεμάτο ημιάγρια ζώα. Αντιλαμβάνεται τον φυσικό κόσμο ως έναν εύθραυστο ιστό πραγμάτων και το σύμπαν ολόκληρο εξαρτάται από αυτά τα πράγματα, από το αν δένουν αρμονικά και σωστά μαζί. Όταν μια καταιγίδα σηκώνει τα νερά, ο μπαμπάς της αρρωσταίνει και άγρια ζώα ξυπνούν από τους παγωμένους τάφους τους, η Χασπάπι βρίσκει τη φυσική τάξη όλων των αγαπημένων πραγμάτων γύρω της να καταρρέει. Απεγνωσμένη να αποκαταστήσει τη δομή του κόσμου της για να σώσει το σπίτι της και τον πατέρα της, αυτή η μικροσκοπική ηρωίδα πρέπει να μάθει πώς να επιβιώσει από μια ασταμάτητη καταστροφή επικών διαστάσεων.

 

Η μεγάλη έκπληξη της χρονιάς, με πολυάριθμες διακρίσεις σε φεστιβάλ και ενώσεις κριτικών καθώς και 4 σημαντικές υποψηφιότητες στα  Όσκαρ, είναι μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς που τιμά το πραγματικό (σε αντίθεση με το υπολογισμένο, μανιερίστικο και επαναλαμβανόμενο) ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά. Δυναμικά, λυρικά, αναπάντεχα και πρωτότυπα, τα Μυθικά Πλάσματα του Νότου μεταμορφώνουν τις λασπωμένες λιμνοθάλασσες της νοτιοανατολικής Λουϊζιάνα, εκεί που χτύπησε καταστροφικά ο Τυφώνας Κατρίνα, σε ένα πρωτόγονο πεδίο μάχης, όπου μια περιχαρακωμένη κοινότητα πάμφτωχων, περήφανων, ημιάγριων ντόπιων αντιστέκεται στον εχθρό, όπως θέλουν να πιστεύουν για τους βιομηχανικά προηγμένους εισβολείς που απειλούν τα χαμόσπιτά τους, ενώ στην ουσία θέλουν να τους περιθάλψουν.

 

Χωρίς να γίνεται ποτέ μια βαριά πολιτική αλληγορία, η ταινία απαντά στα ντοκιμαντέρ που καταγράφουν τις περιοχές που συχνά πλήττονται από τις πλημμύρες και τα φυσικά φαινόμενα με ποιητικό οίστρο και αγνά, χειροποίητα υλικά, σαν κι αυτά που μαζεύουν οι ήρωες για να βγάλουν τη μέρα.

 

Πρωταγωνίστρια η 6χρονη Χασπάπι, ένα θεριό ανήμερο, η αποθέωση της ζωής, σε πείσμα της ανέχειας, της ορφάνιας της και του άρρωστου, επιθετικού και αναξιόπιστου πατέρα της. Μιλάει ακόμα στη μάνα της, διαχειρίζεται τον εαυτό της με επικίνδυνο τρόπο, μπουρλοτιάζει το τροχόσπιτό της, τρώει γατοτροφές, μαθαίνει τα βήματα της επιβίωσης με κραυγαλέες, παγανιστικές σχεδόν ιεροτελεστίες.

 

Γράφει στους τοίχους σαν πρωτόγονη, επινοεί έναν κόσμο γεμάτο άγρια ζώα που ξεπηδάνε από τους εφιάλτες της και οπλίζεται με ατσάλινη θέληση, σαν είδος προς εξαφάνιση από έναν πολιτισμό που δεν την έχει ακουμπήσει. Τα μάτια της θαυματουργής πιτσιρίκας Κουβενζανέ Γουόλις από τη μία αστράφτουν από περιέργεια κι ευρηματικότητα, και από την άλλη λειτουργούν σαν καλειδοσκοπικός φακός μέσα από τον οποίο παρελαύνουν τα υλικά και ανθρώπινα συντρίμμια που ο μέσος θεατής ελεεί με φιλανθρωπική συγκατάβαση και συγκρατημένο οίκτο.

 

Χάρη σε αυτό το κορίτσι από τις Ονδούρες, τους ερασιτέχνες ηθοποιούς και την ασυγκράτητη ορμή του σκηνοθέτη Μπεν Ζάιτλιν, τα Μυθικά Πλάσματα του Νότου επιπλέουν σαν μια ζωτική κιβωτός στα απόβλητα του Μισισιπή.

 

Μια αξέχαστη εμπειρία.

 

 

*Διαβάστε επίσης για την ιστορία της μικρής πρωταγωνίστριας: 

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ: Ποια είναι η 6χρονη ηθοποιός-αποκάλυψη;