«Der Wij / Βίι» του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ: Ούτε ροκ, ούτε σοκ

ΤΡΙΤΗ Ούτε ροκ, ούτε σοκ Facebook Twitter
Τα τρία αδέλφια, κρεμάμενα από τα κάγκελα σαν σφαχτάρια, μας αφηγούνται τη σύλληψη, τον βασανισμό, την παρολίγον εκτέλεσή τους. Φωτ.: Fabian Hammer
0

Πώς να τον σοδομήσουν; Με ένα μπουκάλι ή με κάποιο άλλο αντικείμενο; Μήπως να τον κάψουν με βενζίνη; Μπα, πού τέτοια πολυτέλεια... Α, τότε να τον κρεμάσουν! Αυτό δεν κοστίζει. Μα κάποιος έκοψε τα δέντρα έξω στην αυλή... 

Σκοτάδι, σώματα που κινούνται βίαια, πρόσωπα που φωτίζονται με φακούς, κλειστοφοβία, αίσθηση ωμότητας χαρακτηρίζουν τη μάλλον εντυπωσιακή έναρξη του «Βίι». 

Σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο (ξεχαρβαλωμένο σχολικό γυμναστήριο;), μια οικογένεια Ουκρανών κρατά αιχμάλωτο και βασανίζει έναν Ρώσο στρατιώτη. Κι ενώ τα τρία αδέλφια κατεργάζονται την εξόντωσή του, ο παπούς τους –καίτοι «βρόμικος, πεινασμένος, και χεσμένος»– τους σταματά∙ έχει άλλο σχέδιο στο μυαλό του: θέλει ο αιχμάλωτος να παραμείνει ζωντανός, για να διαβάσει «Ρωμαίο και Ιουλιέττα» στη νεκρή εγγονή του.

Η νεκρή ανασταίνεται, γίνεται μαριονέτα, ο αιχμάλωτος γίνεται Ιουλιέττα και για μερικά λεπτά εξατμίζεται η κατάρα του πολέμου: όλοι παραδίδονται στη σαιξπηρική ποίηση, το κελάρι έρχεται στη ζωή, το σανιδένιο φέρετρο γίνεται βάρκα, στη συνέχεια κούνια, μια κιθάρα αρχίζει να συνοδεύει τους στίχους, «αυτό που αποκαλούμε τριαντάφυλλο με οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μύριζε εξίσου γλυκά», όμως εδώ δεν έχει σημασία το όνομα, παρά μόνο η εθνικότητα, και αυτή είναι μισητή, όσον Σαίξπηρ κι αν μας διαβάσει ετούτος ο βρομο-Ρώσος: χώστε τον στο φέρετρο!

Όλα τα υπόλοιπα επεισόδια κινούνται μεταξύ του τετριμμένου, του αυτονόητου και του διδακτικού. Τα τρία αδέλφια, κρεμάμενα από τα κάγκελα σαν σφαχτάρια, μας αφηγούνται τη σύλληψη, τον βασανισμό, την παρολίγον εκτέλεσή τους, δεν υπάρχει όμως τίποτε στην ιστορία τους ή στον τρόπο αφήγησής της που να την καθιστά ξεχωριστή, συγκινητική ή έστω ενδιαφέρουσα.

Παρόλο που οι αρχικές δράσεις κρατούν εν μέρει την περιέργειά μας σε εγρήγορση, γρήγορα αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι των απογοητεύσεων. Η μάνα που αρνείται να παραλάβει τη σορό του γιου της για να μη χάσει το επίδομα κηδείας («αφού δεν τον έστειλα εγώ στον πόλεμο, αρνούμαι να παραλάβω το πτώμα του») επιχειρεί να συνεισφέρει λίγο μπρεχτικό μαύρο χιούμορ στη βαρβαρότητα της συνθήκης. Οι δύο Ρωσίδες που αρνούνται να κάνουν οποιαδήποτε θυσία για χάρη των συζύγων τους, άμα τη επιστροφή των τελευταίων από το μέτωπο («Θα γυρίσεις με αναπηρία κι εγώ θα σε νταντεύω; Θα βλέπω εφιάλτες τα βράδια; Θα κάθομαι να με σπας στο ξύλο; Όχι, δεν έδωσα τέτοιον όρκο. Καλύτερα να σκοτωθείς, μη σκέφτεσαι μόνο την πάρτη σου, πρέπει να πληρώσουμε την υποθήκη»), εκφέρουν ίσως τον μοναδικό πρωτότυπο διάλογο της παράστασης, έναν μάλιστα που στάζει απρόσμενο βιτριολικό φεμινιστικό χιούμορ.

Όλα τα υπόλοιπα επεισόδια κινούνται μεταξύ του τετριμμένου, του αυτονόητου και του διδακτικού. Τα τρία αδέλφια, κρεμάμενα από τα κάγκελα σαν σφαχτάρια, μας αφηγούνται τη σύλληψη, τον βασανισμό, την παρολίγον εκτέλεσή τους, δεν υπάρχει όμως τίποτε στην ιστορία τους ή στον τρόπο αφήγησής της που να την καθιστά ξεχωριστή, συγκινητική ή έστω ενδιαφέρουσα.

Ούτε ροκ, ούτε σοκ Facebook Twitter
Η νεκρή ανασταίνεται, γίνεται μαριονέτα, ο αιχμάλωτος γίνεται Ιουλιέττα και για μερικά λεπτά εξατμίζεται η κατάρα του πολέμου. Φωτ.: Fabian Hammer

Στη συνέχεια εμφανίζεται ο Βίι, κάτι σαν ξεπεσμένος ποπ σταρ, φαφλατάς τυραννίσκος νάρκισσος, με ξυρισμένο κεφάλι και μαύρα γυαλιά ηλίου, που επιμένει «μόλις κουνήσω το χέρι μου, θέλω να γελάσετε». Με όπλο του την κραυγαλέα –και κατ’ επέκταση αυτοακυρούμενη– ειρωνεία, αρχίζει να στηλιτεύει τον πόλεμο, να μιλάει για διαμελισμένα μωρά και βιασμένες γυναίκες, καταφεύγοντας σε όλα τα πιθανά κλισέ σχετικά με το θέμα: «Απ’ τη μια μέρα στην άλλη η φυσιολογική ζωή έχει χαθεί», «Τα πτώματα παύουν να σε σοκάρουν, όταν τα βλέπεις καθημερινά: γίνονται στατιστική», «Μαθαίνεις να αγαπάς τον πόλεμο», «Αν είσαι εσύ ο πόλεμος, είμαι κι εγώ ο πόλεμος», ενώ απευθύνεται ξανά και ξανά στον «Απελευθερωτή», χρησιμοποιώντας χλευαστικά τον ίδιο χαρακτηρισμό με τον οποίο αυτοπαρουσιάστηκε ο Πούτιν, προκειμένου να δικαιολογήσει τις εγκληματικές ενέργειές του. «Πηγαίνω όπου με καλούν», λέει ο Βίι. «Με κάλεσες, Απελευθερωτή. Ας ροκάρουμε εδώ, στη γαμημένη χώρα σου, λοιπόν». Είναι, όμως, τόσο άνοστο και ανέμπνευστο όλο αυτό το «σόου» κυνισμού του Βίι, ώστε ούτε... ροκ ούτε σοκ μπορούμε να αισθανθούμε, μονάχα μια ενοχλημένη θλίψη για την επιπολαιότητα του σκηνοθέτη, που καταφεύγει σε τόσο ακατέργαστες και εύκολες μορφές καταγγελίας.

Ούτε ροκ, ούτε σοκ Facebook Twitter
Σκοτάδι, σώματα που κινούνται βίαια, πρόσωπα που φωτίζονται με φακούς, κλειστοφοβία, αίσθηση ωμότητας χαρακτηρίζουν τη μάλλον εντυπωσιακή έναρξη του «Βίι». Φωτ.: Fabian Hammer

Κι ενώ νομίζει κανείς ότι τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα, η παράσταση κλείνει με τον μονόλογο του τσακισμένου Ρώσου στρατιώτη (του αιχμαλώτου στο υπόγειο), που ουρλιάζει για δέκα ολόκληρα λεπτά την ενοχή του. «Τον σκότωσα. Αρκετά. Δεν αντέχω άλλο. Είμαι ένοχος! [...] Μας ανάγκασαν. Γουρούνια [...] Σταματήστε με. Το δάχτυλο στη σκανδάλη έχει μουδιάσει [...] [Οι Ουκρανοί] δεν χρειάζονται σωτηρία... Δεν ήξερα. Μας έστειλαν τάχα σε γυμνάσια, μα εδώ γίνεται μακελειό... Τους μισώ. Δεν δίνουν δεκάρα για μένα» και όλα αυτά σε ένα «υστερικό» κρεσέντο που μόνο θορυβώδη μελοδραματισμό οικοδομεί ως αποτέλεσμα. 

Είναι ίσως πολύ δύσκολο να εμβαθύνει κανείς στα πράγματα σε πραγματικό χρόνο, την ώρα δηλαδή που συμβαίνουν δίπλα του. Ο Σερεμπρένικοφ κατελήφθη από τόσο μεγάλη αγωνία και άγχος να καταδικάσει την εισβολή, ώστε θυσίασε στον βωμό της άμεσης καλλιτεχνικής ανταπόκρισης μερικές από τις πολυτιμότερες αρετές της (θεατρικής) τέχνης. Συνεργαζόμενος με τον Ουκρανό συγγραφέα Μπόνταν Πανκρουχίν, κατέληξε να αναμασά αντιπολεμικές κοινοτοπίες και κραυγαλέες ειρωνείες, παρουσιάζοντας επί σκηνής αφηγήσεις του πολέμου τις οποίες ο θεατής γνωρίζει ήδη από μαρτυρίες στον Τύπο και οι οποίες δεν είχαν τίποτε να κερδίσουν ή να φωτίσουν περισσότερο απλώς και μόνο επειδή «τοποθετήθηκαν» στη σκηνή ενός θεάτρου. 

Είναι πολύ κρίμα όταν ένας τόσο τολμηρός καλλιτέχνης, που έχει έλθει σε ρήξη με το ρωσικό καθεστώς και ζει αυτοεξόριστος στο Βερολίνο, συστήνεται στο ελληνικό κοινό μέσω μιας παράστασης που αδυνατεί να σταθεί ως κάτι περισσότερο από μία πρωτόλεια, ενστικτώδης αντίδραση απέναντι σε έναν φρικτό πόλεμο. Αυτό μπορεί να συνιστά μια γενναία πολιτική πράξη αλλά σίγουρα όχι και μια αξιόλογη θεατρική πρόταση.

Ούτε ροκ, ούτε σοκ Facebook Twitter
Φωτ.: Fabian Hammer
Ούτε ροκ, ούτε σοκ Facebook Twitter
Φωτ.: Fabian Hammer
Ούτε ροκ, ούτε σοκ Facebook Twitter
Φωτ.: Fabian Hammer

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ



 

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Μια νύχτα στην Επίδαυρο» σε κείμενα Λένας Κιτσοπούλου-Γιάννη Αστερή και σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου στο Εθνικό Θέατρο-REX

Κριτική Θεάτρου / «Μια νύχτα στην Επίδαυρο»: Κριτική για τη μετα-θεατρική επιθεώρηση του Νίκου Καραθάνου

Η παράσταση δεν έχει να παρουσιάσει κάποιο σκηνοθετικό ή άλλο επίτευγμα, όμως πρόκειται για μια τρυφερή επιστολή αγάπης από τους ανθρώπους που κάνουν θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Σχέδιο Μάρσαλ»: Ένα φιλόδοξο σχέδιο σε μια ρημαγμένη χώρα γίνεται παράσταση

Θέατρο / «Σχέδιο Μάρσαλ»: Ένα φιλόδοξο σχέδιο σε μια ρημαγμένη χώρα γίνεται παράσταση

Η άλλοτε σωτήρια κι άλλοτε δραματική, άλλοτε κωμική κι άλλοτε γκροτέσκα συνύπαρξη του αμερικανικού ιδεώδους με το άναρχο ελληνικό πνεύμα, σε μια παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Living Room», μία περφόρμανς σε σύλληψη Γεώργιου Ιατρού και Ανθής Κουγιά στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, στο πλαίσιο του Athens Pride

Θέατρο / «Living Room»: Nτραγκ, κλασικό τραγούδι, μελοποιημένη ποίηση και εικαστικές τέχνες

Μια περφόρμανς σε σύλληψη του βαρύτονου και ντραγκ περφόρμερ Γιώργιου Ιατρού και της εικαστικού και σκηνοθέτιδας Ανθής Κουγιά στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής στο πλαίσιο του Athens Pride.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η τραγική ιστορία του Βαγγέλη Γιακουμάκη γίνεται θεατρική παράσταση

Θέατρο / Η σοκαριστική ιστορία του Βαγγέλη Γιακουμάκη έγινε θεατρική παράσταση

Η παράσταση-ντοκουμέντο «801,5 μ.» βασίζεται στην υπόθεση του αδικοχαμένου φοιτητή της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων και ανεβαίνει από το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων στο Θέατρο Τζένη Καρέζη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η οδύνη που δεν εκλύεται

Θέατρο / Η οδύνη που δεν εκλύεται

Μέσα από μια πολυπρισματική θεατρική αφήγηση ο συγγραφέας του έργου «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» επιχειρεί να αναδείξει το πολυσύνθετο τοπίο καταπίεσης και εκφοβισμού που οδηγεί σε ακραία φαινόμενα βίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Φωκάς Ευαγγελινός: «Με ζουρνάδες έχω μεγαλώσει, στις ντίσκο χόρευα επειδή χόρευαν γύρω μου»

Οι Αθηναίοι / Φωκάς Ευαγγελινός: «Με ζουρνάδες έχω μεγαλώσει, στις ντίσκο χόρευα»

Από τους πιο αγαπητούς χορευτές και χορογράφους της Ελλάδας, ο Φωκάς Ευαγγελινός αφηγείται την πορεία του από τις εποχές που η τέχνη του χορού δεν έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης μέχρι σήμερα που -ευτυχώς- τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αργύρης Ξάφης: «Η φράση “πάμε κι ό,τι γίνει” είναι ενδεικτική μιας νοοτροπίας που μας έχει γαμήσει σε αυτή τη χώρα σε κάθε επίπεδο»

Θέατρο / Αργύρης Ξάφης: «Να μου προτείνουν τι; Να αναλάβω το Εθνικό; Δεν με ενδιαφέρει»

Το «Πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» είναι από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις της σεζόν και με την ευκαιρία βρεθήκαμε με τον Αργύρη Ξάφη στο θέατρο Θησείο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Θέατρο / Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, μιλά για τις εργασίες μεταστέγασής του στην οικία Αλεξάνδρου Σούτσου, για την πολύτιμη αρχειακή συλλογή αλλά και για το τι αναμένεται να γίνει με τα καμαρίνια σπουδαίων ηθοποιών.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Περιμένοντας τον Γκοντό του Θεόδωρου Τερζόπουλου

Θέατρο / «Περιμένοντας τον Γκοντό»: Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ανατρέπει όσα γνωρίζαμε για το αριστούργημα του Μπέκετ

Ένα ταξίδι, μια παράσταση, μια συνάντηση με τον σημαντικότερο εν ζωή Έλληνα σκηνοθέτη: από το Μιλάνο στην Αθήνα, από το Piccolo Teatro στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Θεόδωρου Τερζόπουλου προσφέρει μια ριζοσπαστική ανάγνωση του έργου του Μπέκετ.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ