«Πάρος: Κερδισμένο καλοκαίρι»: Ένα καλοκαιρινό διήγημα του Χρήστου Αστερίου για τη LiFO

«Πάρος: Κερδισμένο καλοκαίρι»: Ένα καλοκαιρινό διήγημα του Χρήστου Αστερίου για τη LiFO Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Γιώργος Γούσης/ LIFO
0

Συγκέντρωσα το βλέμμα μου πάνω τους καθώς ασφυκτιούσαν στριμωγμένοι στο κάγκελο της πλώρης, ψάχνοντας διέξοδο μέσα από τα δεκάδες σώματα που με δυσκολία κατάφερναν να σταθούν όρθια στο κατάστρωμα. Με μια πρόχειρη ματιά υπολόγισα ότι το πλοίο ήταν φορτωμένο διπλάσιους επιβάτες απ' ό,τι συνήθως, και δεν μιλάω για τις μέρες της ρουτίνας, όταν έστριβε αργά στο λιμάνι της Πάρου σαν σιδερένιο κήτος με λιγοστά μόνο ζευγάρια μάτια να κοιτάνε πίσω απ' τα τζάμια της οικονομικής θέσης, αλλά ακόμα και για τις μέρες της αιχμής -τον Δεκαπενταύγουστο ή τις Παρασκευές με το βραδινό δρομολόγιο, όταν έρχονταν τσούρμο οι τουρίστες μαζί με Έλληνες συγγενείς και φίλους από την Αθήνα. Το καράβι αγκομαχούσε τώρα κάτω απ' το πλήθος των ανθρώπων που αναγκάστηκαν ν' αλλάξουν τόπο και πατρίδα, ψάχνοντας καταφύγιο στα μέρη μας με τα μπαγκάζια στο χέρι και αναμνήσεις νωπές ακόμα από την καταστροφή. Κατέβαιναν από τα βόρεια τσαμπιάσαμπιά μ' ό,τι έβρισκαν μπροστά τους· γέμισε ο τόπος ως κάτω στην Αττική κι από χθες τους έστελναν Εύβοια, Πελοπόννησο ή τους φόρτωναν άρον άρον στα καράβια για τα νησιά.

Μέχρι την τελευταία στιγμή, λίγο πριν το δω ολόφωτο, δηλαδή, πίσω απ' το εκκλησάκι του Αγίου Φωκά και σιγουρευτώ πως είναι αλήθεια, δεν ήθελα να πιστέψω τις εικόνες των σεισμών και της πλημμύρας. Ο νους μου δεν το χώραγε πως όλοι εκεί πάνω είχανε χάσει σπίτια, περιουσίες και υπάρχοντα.

Αλήθεια το λέω, τις πρώτες ώρες νόμιζα πως ήτανε φτηνή φάρσα από εκείνες των καναλιών που γύρευαν να κερδίσουν τηλεθέαση και να τσεπώσουν διαφημίσεις. Πριν προλάβω να το ξανασκεφτώ, πάντως, έμαθα από πρώτο χέρι πώς είχαν τα πράγματα, κάτι ξένοι απ' τα δωμάτια του Κωστή τα διηγήθηκαν χαρτί και καλαμάρι στην πλατεία. Στα χείλη τα χαμόγελα πάγωσαν και τίποτα δεν ωφέλησε που το θερμόμετρο έδειχνε τριάντα πέντε βαθμούς και κάτι.

Η Πάρος βούλιαζε απ' τον κόσμο κι ήταν παράξενο πως για πρώτη φορά δεν ήταν άνθρωποι περαστικοί, όπως οι τουρίστες που γνωρίζαμε τα καλοκαίρια κι ύστερα φεύγανε ξανά για πόλεις και χωριά που δεν είχαμε ακούσει ποτέ, αλλά ψυχές που έψαχναν καινούργια πατρίδα δίπλα μας.

Το πλοίο έριξε άγκυρα κι άρχισε να πλησιάζει αργά. Λίγο μετά βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο στην αποβάθρα με ανθρώπους μόνους και με οικογένειες μόλις το καράβι άραξε και τέντωσαν τρίζοντας οι κάβοι στις δέστρες.

Το φεγγάρι φώτιζε την Παροικιά, λαμπυρίζοντας στα ήρεμα νερά του κόλπου της, κι εγώ έβλεπα παντού κουρασμένα πρόσωπα και κορμιά τσαλακωμένα, βλέμματα που πέφτανε πάνω μας με αγωνία. Την ησυχία έσπαγαν κάθε τόσο οι φωνές των λιμενεργατών, οι κοφτές εντολές, τα παραγγέλματά τους. Κι ύστερα ξεχύθηκαν όλοι κάτω, άλλοι αμίλητοι, άλλοι μπήγοντας τα κλάματα ή αφήνοντας μικρές κραυγές ανακούφισης. Οι δικοί μας προσπαθούσαν να βάλουν τάξη, κατευθύνοντας τον κόσμο προς το μεγάλο πλάτωμα στ' αριστερά του λιμανιού. Βέλγοι, Ολλανδοί και Γάλλοι στην πέρα άκρη, Γερμανοί, Δανοί με όλα τους τα υπάρχοντα στην κεντρική πλατεία για μια πρόχειρη καταγραφή, αλλά κι άλλες εθνικότητες, κόσμος διάσπαρτος που προσπαθούσε να βρει μιαν άκρη ν' ακουμπήσει. Δεν χώραγε ο νους αυτά που συνέβαιναν κι όλο το σκηνικό έμοιαζε βγαλμένο από σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

Η Πάρος βούλιαζε απ' τον κόσμο κι ήταν παράξενο πως για πρώτη φορά δεν ήταν άνθρωποι περαστικοί, όπως οι τουρίστες που γνωρίζαμε τα καλοκαίρια κι ύστερα φεύγανε ξανά για πόλεις και χωριά που δεν είχαμε ακούσει ποτέ, αλλά ψυχές που έψαχναν καινούργια πατρίδα δίπλα μας. Τους βολέψαμε από 'δώ κι από 'κεί, άλλους σε σπίτια και σε άδεια ενοικιαζόμενα δωμάτια κι άλλους σε σκηνές που στήσαμε πρόχειρα στις πλατείες. Τα πρώτα βράδια μαζευόμασταν γύρω απ' τις τηλεοράσεις σε καφενεία και ταβέρνες, κοιτώντας εικόνες της καταστροφής κι εκείνο το πελώριο κύμα που είχε ξεθυμάνει τώρα πια λίγο έξω απ' τη Φρανκφούρτη. Τα πρωινά γέμιζαν οι παραλίες κόσμο που έβρισκε διέξοδο στη θάλασσα για να περάσει τη μέρα του και να ξεχαστεί ρουφώντας ιώδιο κι αρμύρα. Τα γέλια τους άρχισαν να μπλέκονται δειλά με τα δικά μας. Γλώσσες ακατανόητες ακούγονταν εδώ κι εκεί μαζί με αγγλικές χαιρετούρες που τις ξέραμε και τις λέγαμε, λίγο πολύ, όλοι. Μοιραστήκαμε στις δουλειές, γυρεύοντας να τα βγάλουμε πέρα όσο μπορούσαμε καλύτερα. Θα ήταν ζόρικα, φαγητό και νερό δύσκολα θα έφταναν για όλους.

Μια νύχτα απ' τις επόμενες δεν είχα ύπνο. Βαρέθηκα να γυρίζω στο κρεβάτι και λίγο πριν απ' το ξημέρωμα έσυρα τα πόδια μου προς τη μεριά του λιμανιού. Καθαρός ουρανός, αρυτίδιαστη θάλασσα, η Πάρος σαν όνειρο μπροστά μου. Παρέες ξάπλωναν στην παραλία δίπλα σε αναμμένες φωτιές. Κάποιοι από το τσούρμο, σηκώνοντας με νόημα μια μπουκάλα κρασί, μου έγνεψαν να πάω κοντά τους. Πλησίασα χαμογελώντας αμήχανα. Κάθισα δίπλα τους και πιάσαμε να μιλάμε κουνώντας χέρια και πόδια, μου έλεγαν τις ιστορίες τους, πώς ήρθαν, τι άφησαν πίσω τους, τι τους περίμενε από 'δώ και πέρα. Θα ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι, είπα μέσα μου. Θα μαθαίναμε να ζούμε μαζί, θέλαμε δεν θέλαμε, εχθροί και φίλοι, Βόρειοι και Νότιοι, ντόπιοι και ξένοι.

Θα 'πρεπε να ξεχάσουμε τη ζωή που ξέραμε ως τώρα, σκέφτηκα, μα μπορεί στο τέλος κάπου να βγαίναμε κερδισμένοι.

Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2012

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ντέιβιντ Λοτζ: «Θεραπεία»

Το πίσω ράφι / Η «Θεραπεία» του Ντέιβιντ Λοτζ για το υπαρξιακό μας άγχος

Ένα από τα δημοφιλέστερα βιβλία του Βρετανού συγγραφέα (και του εξαιρετικού ψυχογράφου με το πικρόχολο χιούμορ), που βρισκόταν εδώ και χρόνια εκτός αγοράς, επιτέλους επανεκδίδεται.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μπερνάρ Πιβό: «Αμήχανοι θεατές»

To πίσω ράφι / Όταν ο Μπερνάρ Πιβό επιτέθηκε στη μέση νοικοκυρά για τα τηλεοπτικά σκουπίδια που καταναλώνει

Το βιβλίο «Αμήχανοι θεατές» του Γάλλου πολιτιστικού δημοσιογράφου που πέθανε πριν από λίγες ημέρες ήταν σαν τις εκπομπές του, ανάλαφρο και ταυτόχρονα διεισδυτικό.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Ν. Μούσχουρη- Φ. Απέργης: «Το όνομά μου είναι Νάνα»

Το πίσω ράφι / Νάνα Μούσχουρη: «Είμαι ικανή ν’ αγαπήσω, αλλά όχι να πέσω στα πόδια του ανθρώπου που αγαπώ»

Η βιογραφία «Το όνομά μου είναι Νάνα», ένα δυσεύρετο πια βιβλίο του 2007, προέκυψε από την απόφασή της Μούσχουρη ν’ αφηγηθεί τη ζωή της στον Φώτη Απέργη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Υπάρχει η βουλιμική, υπάρχει και η ανάγνωση dégustation. Προτιμώ τη δεύτερη»

The Book Lovers / «Υπάρχει η βουλιμική, υπάρχει και η ανάγνωση dégustation. Προτιμώ τη δεύτερη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον Νίκο Τσούχλο, πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Ωδείου Αθηνών και αναπληρωτή καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, για το αναγνωστικό του εκκρεμές.
THE LIFO TEAM
σταινμπεκ

Σαν Σήμερα / Σαν σήμερα το 1940 «Τα σταφύλια της οργής», το magnum opus του Τζον Στάινμπεκ, τιμάται με το βραβείο Πούλιτζερ

Στο δημοφιλέστερο βιβλίο του, που τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ σαν σήμερα το 1940, ο Στάινμπεκ αποτυπώνει την ψευδαίσθηση του αμερικανικού ονείρου κατά την περίοδο της μεγάλης οικονομικής ύφεσης.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Με το καινούργιο κοστούμι Ραλφ Λόρεν

Βιβλίο / Ο Σαλμάν Ρούσντι έζησε για να ξαναβάλει κοστούμι Ραλφ Λόρεν

Τα πιο κρίσιμα 27 δευτερόλεπτα της ζωής του, η δολοφονική επίθεση που δέχτηκε το 2022 σε ένα κέντρο για συγγραφείς στη Νέα Υόρκη αποτελεί τον πυρήνα του αυτοβιογραφικού βιβλίου του «Μαχαίρι».
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Απώλειες / Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Η ζωή και το έργο του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα που στις σελίδες του κατάφερε να συνδυάσει τη μαγεία των Γνωστικών με την περιπέτεια της περιπλάνησης και τη νουάρ ατμόσφαιρα με τα πιο ανήκουστα αυτοβιογραφικά περιστατικά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ