"Ακριβώς όπως ασήμαντες λέξεις μπορούν να αποτελέσουν το κείμενο ενός ωραίου τραγουδιού, έτσι και με ασήμαντα αντικείμενα μπορεί να γίνει μια τέλεια εικόνα".

 

Έτσι σχολιάζει ο Sir Ernst Gombrich στο Χρονικό της Τέχνης τη ζωγραφική του ολλανδικού 17ου αιώνα και το ιδιαίτερο αυτό είδος τής "νεκρής φύσης", όπου οι Ολλανδοί ζωγράφοι των βόρειων επαρχιών διέπρεψαν, αξιοποιώντας μια  παλιά παράδοση άριστης τεχνικής. Όπως σωστά επισημαίνει ο Gombrich το είδος αυτό αντανακλά τη διάθεση και τη σκέψη του καλλιτέχνη καθώς εκείνος διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο να διαλέξει αυτό που του αρέσει να ζωγραφίσει ενώ  αυτό  αποτελεί  ιδανικό πεδίο για πειραματισμούς. Και έτσι εξηγείται πώς οι ζωγράφοι  επανέρχονται στο είδος αυτό κάθε φορά μέσα σε διαφορετικά ιστορικά συμφραζόμενα.

 

Είναι είδος δημοφιλές την εποχή που οι Ολλανδοί αισθάνονται περήφανοι για τα υλικά αποκτήματα που φέρνει η εργατικότητά τους, ωστόσο η προτεσταντική τους ευλάβεια αναζητά μια υπόμνηση της ανθρώπινης θνητότητας. Είναι δημοφιλές και τον 19ο αιώνα όταν η αστική τάξη ευημερεί και θέλει να επιδείξει την ευημερία της και συνεχίζει να προσφέρεται για τους πειραματισμούς του Σεζάν και των πρωτοποριών του 20ου αιώνα μέχρι και σήμερα. Η θριαμβευτική επιβίωση της "νεκρής φύσης" αποδεικνύει τελικά ότι το θέμα έχει δευτερεύουσα σημασία στην τέχνη καθώς δεν έχει νόημα η παρατήρηση που επιδιώκει την αντιγραφή. Η οπτική εμπειρία δεν καταγράφεται, καταγράφεται η καλλιτεχνική απόπειρα ανάλυσης και ανασύστασης του αντικειμένου, μια διαδικασία που η φαντασία του θεατή συνεπικουρεί.

 

Ο Ιωσήφ Χαλβατζόγλου ζωγραφίζει και αναμετριέται με την ύλη. Αναπαριστά άψυχα αντικείμενα ή και τοπία, που όμως τα διαχειρίζεται σαν μορφές και θέλει να κατανοήσει τη δυναμική των σχέσεων που αναπτύσσεται μεταξύ τους ώστε να την αποδώσει με τους όρους της τέχνης του.

 

Υπολογίζει τις αποστάσεις  και καμπυλώνει τα περιγράμματα για να φαίνονται κι όσα κρύβονται. Μαλακώνει ή σκληραίνει τις γραμμές και η αρχική αβεβαιότητα γίνεται πύκνωση και στερεότητα.

 

Ισορροπεί τη σύνθεση και επιδιώκει έναν χώρο γεωμετρικό, με δυνατές οριζόντιες και κάθετες γραμμές που η αδρότητά του της προσδίδει δύναμη και ένταση. Εδώ, στην επιμήκυνση ορισμένων σκιών και στη γεωμετρική δομή, βρίσκονται ζωγραφικές μνήμες από τη μεταφυσική ζωγραφική, από τον Μοντριάν και τη γεωμετρική αφαίρεση, από τον Σεζάν, τον Μοράντι ή τον  Ρόθκο, μνήμες που ο καλλιτέχνης  αφήνει ευανάγνωστες, σχεδόν τις επισημαίνει σαν απόδοση φόρου τιμής.

 

Αυτό που αρχικά ο ζωγράφος  "είδε" στην ύλη, αυτή η φευγαλέα εντύπωση διεκδίκησε την αυτονομία της. Στη ζωγραφική του Ιωσήφ Χαλβατζόγλου το φως, οι σκιές, τα περιγράμματα και ο χώρος κερδίζουν την αυτονομία που διεκδίκησαν, όμως το χρώμα ενοποιεί στο τέλος και μαζί με την αυτονομία αποδίδεται και το μερίδιο στην καθολικότητα της οποίας η ύλη είναι φορέας.

 

Η επιλογή της νεκρής φύσης φανερώνει καμιά φορά την αρχική διάθεση του καλλιτέχνη για πλήρη έλεγχο του θέματός του. Όμως αυτό που τελικά φανερώνεται  σε αυτή τη ζωγραφική είναι το "εκτός ελέγχου" που αρχικά την προκάλεσε.