«Τα μάτια κλείνω και πεθαίνει όλη η πλάση, θαρρώ πως στο μυαλό μου σ’ έχω πλάσει». Κάπως έτσι μεταφράζεται το δίστιχο από την τελευταία στροφή του «Mad girl’s love song» της Σίλβια Πλαθ που ανοίγει αυτό το πανέμορφο, μικρό φιλμ από την Ουγγαρία και δίνει το στίγμα όσων θα ακολουθήσουν. Μετά από χρόνια εργασίας στις ΗΠΑ, μια Ουγγαρέζα νευροχειρουργός αφήνει τη δουλειά της και τη ζωή της και επιστρέφει στη Βουδαπέστη για να βρει κάποιον με τον οποίο γνωρίστηκαν επί αμερικανικού εδάφους και έδωσαν μελλοντικό ραντεβού στην ουγγρική πρωτεύουσα. Εκείνη, πιστεύοντας πως είναι ο ένας και μοναδικός, πηγαίνει στο σημείο συνάντησης και τον σταματά, μα ο άντρας τής λέει ότι δεν την αναγνωρίζει. Μήπως όντως στο μυαλό της τον είχε πλάσει;

 

Το εν λόγω εύρημα είναι η αφορμή για ένα κινηματογραφικό ταξίδι στην κισλοφσκική ενδοχώρα και στα χαοτικά χωροχρονικά πηγαινέλα του Χούλιο Μέντεμ, με τον έρωτα να αναδεικνύεται υποκειμενική υπόθεση και παράγωγο ενδιάθετου φρονήματος. H παρείσφρηση της ρεαλιστικής, πεζής λύσης του ερωτικού μυστηρίου «μολύνει» την ποίηση που προηγήθηκε, ενώ η αφαιρετική αφήγηση ίσως διώξει μια μερίδα θεατών, μα θα σαγηνεύσει μια άλλη, η οποία θα ερωτευτεί την ταινία και θα την πάρει μαζί της για άγνωστη χρονική περίοδο. Αυτό ισχύει για όλους τους έρωτες, άλλωστε, κάθε μεγαλόστομο «για πάντα» τελεί υπό την απειλή ενός αιφνίδιου τέλους που παραμονεύει να το συνθλίψει από ψηλά, σαν αιωρούμενο βαρύ αντικείμενο, όπως αφήνει να εννοηθεί το θεσπέσιο τελευταίο πλάνο.