Ακολουθώντας τη μεγάλη επιτυχία του Γκοτζίλα εναντίον Κονγκ (περίπου μισό δισεκατομμύριο σε εισπράξεις), η Νέα Αυτοκρατορία είναι καλύτερη περιπέτεια, χωρίς απαραίτητα να είναι καλή ταινία, γιατί έχει περισσότερη δράση και (κυριολεκτικά) στο φινάλε εξελίσσεται σε απενοχοποιημένο kaiju, σαν να έχει πάθει συνεχόμενη ηλεκτροπληξία, μια μονομαχία των γιγαντιαίων τεράτων με εξίσου τεράστιους και πολύ χειρότερους εχθρούς της Γης, με τους πάλαι ποτέ ορκισμένους αντιπάλους, τον Γκοτζίλα και τον Κονγκ, να προστατεύουν συμμαχικά τη φύση και την ανθρωπότητα αντίστοιχα. Υπόδειγμα συμπερίληψης, το καστ της θαρραλέας, κατά βάση ψύχραιμης πρωταγωνίστριας (Ρεμπέκα Χολ), της κωφής, υιοθετημένης και πνευματικά προικισμένης κόρης της με το μεταφυσικό άγχος, του παρεξηγημένου Αφροαμερικανού nerd και του εκκεντρικού Βρετανού κτηνίατρου, όλοι καλοί άνθρωποι με αναπάντεχα σπινθηροβόλα ατάκα στις πιο απίθανες περιστάσεις, δεν έχει καμία σημασία, αφού απλώς χρησιμεύει ως πλοηγός για να ενώσει την αφύπνιση των αγαπημένων ηρώων με το μέχρι τελικής πτώσης, όπως συνήθως συμβαίνει, ξυλοκόπημα με ραδιενεργές ακτίνες και απλά, πρωτόγονα εργαλεία, εξαιτίας μιας ασυνήθιστης, επικίνδυνης δραστηριότητας στα αχαρτογράφητα έγκατα του πλανήτη μας – ένας άγνωστος λαός τούς προειδοποιεί για την ύπαρξη πανάγριων και ζοφερών πλασμάτων. Η δράση δεν πολυασχολείται με τις υπο-πλοκές περιττών περιφερειακών χαρακτήρων και ο Άνταμ Γουίνγκαρτ συνθέτει ένα ψυχεδελικό λούνα παρκ, σαν το Xanadu με αμφεταμίνες, με φόντο ένα κρυφό, ιριδίζον βασίλειο και ενδιάμεσους σταθμούς υπέργεια ορόσημα που ποδοπατά ο Γκοτζίλα στο πέρασμά του, από το Κολοσσαίο όπου αράζει, γιατί εκεί χωράει, μέχρι τις Πυραμίδες, τον βράχο του Γιβραλτάρ και την Κοπακαμπάνα του Ρίο, προφανώς διότι είναι οικεία αξιοθέατα, και το έχει αποδείξει ο Ρόλαντ Έμεριχ στα καταστροφικά του έπη. Παρά τις μυστικιστικές του αιχμές, το Γκοτζίλα x Κονγκ δεν προσπαθεί να αποδείξει κάτι ιδιαίτερο στη φλέβα των συνειδητοποιημένων Άβαταρ, στρέφεται χωρίς ενδοιασμούς στο «ψητό», δεν είναι τίποτε σπουδαίο και έχει πλάκα, με έναν ‘80s, μοβ, πολύχρωμο τρόπο.