Συνεχίζοντας να παρακολουθούμε δυστοπίες και μετα-αποκαλυπτικά οράματα στο σινεμά, μια παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε είναι ότι το εκάστοτε αίτιο της Αποκάλυψης σταδιακά προσεγγίζει την πραγματικότητα. Αντί για ζόμπι, εξωγήινους και διάφορες δημοκρατικές δυνάμεις της Κολάσεως, ο κόσμος μας καταστρέφεται από επιδημίες, εμφύλιους πολέμους, πλημμύρες και λοιπές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Στο Breathe η ποσότητα οξυγόνου έχει μειωθεί και η ζωή στην επιφάνεια της Γης είναι αδύνατη.

 

Mια οικογένεια ζει σε καλά προστατευμένο (και οξυγονωμένο) κοντέινερ και πραγματοποιεί εξορμήσεις για τα απαραίτητα στην αφιλόξενη επιφάνεια με τη βοήθεια ειδικών στολών. Όταν ο παππούς πεθαίνει, ο πάτερ-φαμίλιας ξεκινά ένα ταξίδι για να τον θάψει δίπλα στη γιαγιά. Μήνες μετά, αγνοείται, ενώ μάνα και κόρη τα βγάζουν πέρα μόνες τους, όταν δέχονται την επίσκεψη τριών ανθρώπων που ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν ακριβώς τι του συνέβη. Αυτό που ακολουθεί είναι μια άνευρη και διογκούμενα εξωφρενική εκδοχή του Panic Room του Ντέιβιντ Φίντσερ, άνευ βιρτουοζιτέ, δίχως δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης και γραμμένη εμφανώς στο πόδι· η δυσφορία δεν προκαλείται από τις στρεσογόνες δοκιμασίες που περνούν οι ήρωες αλλά από τις ασταμάτητες φωνές της Τζένιφερ Χάντσον.

 

Aν κάπως σκοτώνεις την ώρα σου τελικά, αυτό συμβαίνει χάρη στον πειστικά «αποκαλυπτικό» σχεδιασμό του έξω κόσμου σε πείσμα της ένδειας της παραγωγής, σε κάποιες ερμηνείες σαν αυτή της Κουβενζανέ Γουόλις, που μας είχε κλέψει την καρδιά στο Beasts of the Southern Wild, και στη διαχρονικά αγαπητή παραλλαγή του «My favorite things» από τον Τζον Κόλτρεϊν, που επανέρχεται στο έργο για να του δανείσει μια νότα καλαισθησίας – ίσως και μερικές παραπάνω.