To Αdamant είναι ένα πλωτό κέντρο ψυχικής υγείας στον Σηκουάνα που οργανώνει δραστηριότητες για τους ασθενείς του, στοχεύοντας στην τόνωση της συλλογικής τους συνείδησης και στη δημιουργία μιας κοινότητας. Η ταινία ξεκινά με μια επίκληση στην αυθεντία. «Να αφήνεις κενά, έτσι ώστε να χωρέσουν οι εικόνες» μας προτρέπει μια καρτέλα, θυμίζοντας το γνωστό, πολυχρησιμοποιημένο ρητό ενός μεγάλου ποιητή του πενταγράμμου που ισχυρίζεται ότι «στα πάντα υπάρχει μια ρωγμή, έτσι μπαίνει το φως».

 

Ο φακός του έμπειρου ντοκιμαντερίστα Νικολά Φιλιμπέρ παρατηρεί τους ανθρώπους της κοινότητας, καταγράφει τις δραστηριότητές τους, τους αφήνει να αφηγηθούν τις ιστορίες τους και να μιλήσουν για την εμπειρία τους, αναζητώντας τις «εικόνες» ανάμεσα στα «κενά» και επιχειρώντας να χαρτογραφήσει τον ιδιαίτερο τρόπο που λειτουργεί το μυαλό τους. Είναι, πρακτικά, ένα ντοκιμαντέρ παρατήρησης. Σε ένα πρώτο επίπεδο κινηματογραφικής ηθικής, το ζήτημα της παρουσίας του ντοκιμαντερίστα έχει λυθεί, αποδεχόμαστε μεν το ότι η παρουσία της κάμερας αλλοιώνει ελαφρώς την πραγματικότητα, αλλά πρόκειται για θεμιτή παρέμβαση. Τα ζητήματα που έχει το φιλμ είναι πρωτίστως εξωκινηματογραφικής ηθικής. Ο Φιλιμπέρ ισορροπεί πάνω σε μια πολύ λεπτή γραμμή και μάλλον την τσαλαπατά.

 

Ναι, φιλμάροντας τους ασθενείς τούς χαρίζει την ιδιωτικότητα της κρίσης τους και των πιο δύσκολων στιγμών τους – αλίμονο, μόνο ένας χαμερπής κινηματογραφιστής θα έπραττε αλλιώς. Παρατηρείς, όμως, ότι τους κάνει και ερωτήσεις που εμφανώς τους ζορίζουν και στη συνέχεια κρατά το πλάνο αρκετά παραπάνω, αφήνοντας την εντύπωση ότι θέλει να πάρει κάτι πιο έντονο από τον άνθρωπο που έχει μπροστά του και αυτό δεν σε κάνει να νιώθεις καθόλου όμορφα για τις προθέσεις του. Αν αναζητήσετε πληροφορίες για τις αγωγές που κατατέθηκαν σε βάρος του για το Être et Avoir, ντοκιμαντέρ που κατέγραφε τη ζωή σε ένα μικρό επαρχιακό σχολείο, ανεξαρτήτως του αν ικανοποιήθηκαν νομικά τα αιτήματα των αγωγών, θα ανακαλύψετε δηλώσεις και μαρτυρίες για παραπλάνηση των γονιών σε σχέση με τη στοχοθεσία της παραγωγής και για συζητήσιμη συμπεριφορά προς τα παιδιά, από τα οποία φαίνεται να ζητήθηκε επανειλημμένα και επίμονα να φερθούν με συγκεκριμένο τρόπο στον φακό. Αν υποθέσουμε ότι οι ισχυρισμοί είναι αληθείς, τότε γεννάται θέμα και κινηματογραφικής ηθικής. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι αντίστοιχες πρακτικές έλαμψαν διά της απουσίας τους εδώ. 

 

Επίσης, όπως ισχύει για το σύνολο του κινηματογράφου, έτσι και στα ντοκιμαντέρ παρατήρησης έχει σημασία το υλικό που επιλέγεις να χρησιμοποιήσεις στο δωμάτιο του μοντάζ. Είναι αυτό που έκρινες ως μείζον, που εκτίμησες ότι εξυπηρετεί τις θεματικές σου και όσα έχεις να καταθέσεις πάνω σ’ αυτές. Υπάρχει, λοιπόν, στιγμιότυπο στην ταινία όπου ασθενής εκθειάζει παλιά τηλεοπτική εκπομπή που άφηνε την κάμερα ανοιχτή για να καταγράφει τους ανθρώπους και επισημαίνει πανηγυρικά την αλήθεια και τη σπουδαιότητα της πρακτικής εκείνης. Ποιος ο λόγος συμπερίληψης του συγκεκριμένου αποσπάσματος στο τελικό cut της ταινίας, πέρα από την ικανοποίηση του ναρκισσισμού του δημιουργού της; Αφού αφήνει την κάμερα ανοιχτή για να καταγράψει τους επιβάτες του Αδάμαντα, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι πράττει κι αυτός κάτι «αληθινό» και «σπουδαίο», σωστά;

 

Για να μη μακρηγορήσουμε, υπάρχει η κοινωνικά ευαίσθητη δημιουργία και υπάρχει και η δημιουργική εκμετάλλευση ενός ευαίσθητου κοινωνικού θέματος που μπορεί να φέρει (και) τη φεστιβαλική καταξίωση, ειδικά σε κινηματογραφικές εποχές που προκρίνεται αξιολογικά και χαιρετίζεται κριτικά το θέμα για το οποίο μιλάς και όχι το πώς μιλάς γι’ αυτό. Το On the Adamant κλίνει περισσότερο προς τη δεύτερη κατηγορία και κερδίζει δικαιωματικά μια θέση στο βάθρο των χειρότερων βραβεύσεων του Φεστιβάλ Βερολίνου εντός του 21ου αιώνα – το Touch me not βρίσκεται στην κορυφή, αλλά νιώθει την ανάσα του.