Όταν ο Αλεξάντερ Αστρίκ μιλούσε για την «κάμερα-στυλό» και για την ταύτιση της σκηνοθεσίας με την γραφή, είχε στο μυαλό του δημιουργό με τις προδιαγραφές αυτού εδώ του δαιμόνιου Ρουμάνου, του Ράντου Ζούντε, ο οποίος «συγγράφει» με την κάμερά του ακόμα ένα φιλμικό δοκίμιο, κινούμενο μεταξύ ευθυμογραφήματος και καυστικής σάτιρας. Τα δοκίμια του, όποια φόρμα κι αν έχουν, είναι προορισμένα να διαβαστούν από ένα ευρύτερο κοινό, δεν κρύβονται πίσω από τον ελιτισμό του arthouse, κοινωνούν την κωμωδία αφιλτράριστα – εκεί που η mainstream παραγωγή έχει εγκαταλείψει το είδος, με συντρέχουσα ευθύνη του κοινού, έρχονται δημιουργοί σαν τον Λάνθιμο ή τον Ζούντε για να το υπερασπιστούν, καθένας από το μετερίζι του.

 

Η καινούρια τρέλα του Ζούντε τιτλοφορείται Μην περιμένετε πολλά από το Τέλος του Κόσμου και έχει στο επίκεντρό της την Άνγκελα, μια γυναίκα που εργάζεται σε εταιρεία παραγωγής οπτικοακουστικού υλικού. Tην περίοδο αυτή, η Άνγκελα έχει αναλάβει το casting ενός βίντεο εργασιακής ασφάλειας για λογαριασμό πολυεθνικής και συναντά εργάτες που υπέστησαν εργατικά ατυχήματα. Καθώς εργάζεται ατέλειωτες ώρες και περνά τον περισσότερο χρόνο στο αυτοκίνητό της, εγκλωβισμένη στην κίνηση, ανεβάζει reels στα social media με το διάσημο avatar της, τον Μπομπίντσα, μια alt-right, σεξιστική και σεξομανή αρσενική φιγούρα, που παρωδεί influencers τύπου Άντριου Τέιτ – αν και, δεδομένα, κάποιοι ακόλουθοί της δεν πιάνουν το «αστείο» και παίρνουν τα βίντεο στα σοβαρά.

 

Ο σοσιομιντιακός δυισμός –σ.σ. από τότε που εξελίχθηκε σε πάθηση, έχει πάψει να είναι «σοσιαλμιντιακός»– αντιμετωπίζεται κριτικά, όχι όμως και αφοριστικά από τον Ζούντε, που φαίνεται να βλέπει στα βίντεο του TikTok έναν τρόπο έκφρασης, μια ακόμα μορφή τέχνης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε έργα ανάλογα με όσα αναφέρονται στο φιλμ, αν δεν παρενέβαινε η βιοπάλη, εκμηδενίζοντας χρόνο και διάθεση και περιορίζοντας τη λειτουργία του εν λόγω εκφραστικού μέσου σε στείρο δίαυλο εκτόνωσης.

 

Μέσα από μια θεοπάλαβη, φιλότεχνη, «νουβελβαγκική» διαδρομή, μετά εμβόλιμων φιλμικών στάσεων σε φεμινιστική ρουμάνικη ταινία του παρελθόντος, ο Ζούντε κατορθώνει να χωρέσει σκέψεις, απόψεις και απορίες για τους καιρούς μας, καταλήγοντας και πάλι σε μια μεγάλη διαλογική σεκάνς - δυναμίτη, όπου υπενθυμίζει τον δέοντα προσανατολισμό της τέχνης. Ο φακός καρφώνεται στον «τυχερό», έναν ανάπηρο εργαζόμενο της πολυεθνικής που έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ για τη συμμετοχή του ίδιου και της οικογένειας του στο βίντεο, όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, του ζητούν να επισημάνει την ευθύνη του για το εργατικό ατύχημα.

 

Το επικείμενο «τέλος του κόσμου», που αναφέρεται στον τίτλο, εντοπίζεται στη νίκη του αδυσώπητου καπιταλισμού, στην παγίωση της (πάντα ταξικά προσδιορισμένης) ατομικής ευθύνης σε μοναδική πηγή των δεινών. Τα γέλια συνδυάζονται με ένα σφίξιμο στο στομάχι κι ο κινηματογραφιστής μένει με το χρέος της μετάδοσης προειδοποιήσεων και μηνυμάτων, έστω και γραμμένων με μαρκαδόρο σε λευκό χαρτί, όπως στους τίτλους τέλους, καθώς το πράσινο μπορεί να τροποποιηθεί ευκολότερα στο post-production.