To Eo του Γέρζι Σκολιμόφσκι, ως μια υποκειμενική και –ας μας επιτραπεί καταχρηστικά ο όρος‒ ιμπρεσιονιστική παραλλαγή του Au hasard Balthazar, αναθέρμανε το ενδιαφέρον για την ταινία του Ρομπέρ Μπρεσόν. Το σινεμά του τελευταίου μοιάζει, χρόνο με τον χρόνο, να απομακρύνεται από το σινεφιλικό μας διαιτολόγιο, ίσως γιατί ο ρυθμός του δοκιμάζει περισσότερο το ολοένα μειούμενο attention span μας, ίσως και επειδή κάποιες ταινίες του έχουν θρησκευτικές απολήξεις και η διερεύνηση της θρησκευτικότητας –προσοχή, όχι η θρησκευτική ταυτότητα που επανέρχεται δυναμικά (και, ενίοτε, άκρως συντηρητικά) ως στοιχείο αυτοπροσδιορισμού‒ δεν αφορά πολλούς.

 

Κι όμως, ο Μπαλταζάρ θα κέρδιζε και θεατές ελάχιστα εξοικειωμένους με ένα σινεμά που σήμερα αποκαλούμε arthouse, αν του έδιναν μια ευκαιρία. Είναι, βλέπεις, μία από τις πιο συγκινητικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, δίχως να μεταχειρίζεται τους μηχανισμούς και τα τεχνάσματα του μελοδράματος ούτε να επιχειρεί συναισθηματικές επικλήσεις στα φιλοζωικά μας ένστικτα, εστιάζοντας στη (δεδομένη) χαριτωμενιά του γλυκύτατου γαϊδαράκου που φέρει το όνομα του τίτλου. Τα περισσότερα κείμενα για την ταινία τη διαβάζουν ως χριστιανική παραβολή και επόμενο είναι, καθώς η χριστιανική σημειολογία είναι έκδηλη. Θα δούμε, για παράδειγμα, τον Μπαλταζάρ να φορά στεφάνι, θα τον δούμε να μοιράζει και τον άρτο. 

 

Ο Μπαλταζάρ, βέβαια, δεν είναι ακριβώς χαρακτήρας, τουλάχιστον όχι με την έννοια του ανθρώπου, είναι ένα πλάσμα πέρα από τα ανθρώπινα, ένα ον αν-ήθικο, μα όχι ανήθικο. Στο φιλμ λειτουργεί ως δραματουργικό όχημα για να δούμε τα έργα των ανθρώπων και, ταυτόχρονα, ως σύμβολο, ίσως όχι απαραίτητα της αγιοσύνης –αν θες να αγιάσεις, πρέπει να αμαρτήσεις, λέει ο ποιητής‒, μα σίγουρα της καλοσύνης. Σε νεαρή ηλικία, όταν δυο παιδάκια θα τον επιλέξουν και θα τον λατρέψουν, θα γνωρίσει την άδολη αγάπη. Στη συνέχεια, καθώς αλλάζει ιδιοκτήτες, θα γίνει στωικός αποδέκτης εκτόνωσης των χειρότερων ανθρώπινων συμπεριφορών και ενστίκτων, της ερωτικής ζήλιας, της κτητικότητας, της υστεροβουλίας, της κακοποίησης. Κάθε φορά που ένας άνθρωπος υποκύπτει σε αυτά τα ένστικτα, την πληρώνει ο Μπαλταζάρ, δηλαδή η αθωότητα στην πιο αγνή, καθαρή μορφή της, η καλοσύνη μας.

 

Η διαδρομή του Μπαλταζάρ αποτελεί αφορμή για την ανάδειξη της ανθρώπινης εμπειρίας και, για όσους ερμηνεύσουν το ζώο (και) ως συμβολικό φορέα αυτής, και αποτύπωσή της, με την ταινία να μετατρέπεται σε υπαρξιακό αδελφάκι της έτερης μπρεσονικής αναγωγής της λιτότητας στην υψηλότερη μορφή κινηματογραφικής τέχνης, του Α man escaped. Το τέλος θα έρθει γι’ αυτόν αναπόφευκτα, σε ανύποπτο χρόνο και με απρόβλεπτο τρόπο, όπως για όλους μας. Θα φύγει μεταξύ αμνών, οι οποίοι θα του γυρίσουν την πλάτη καθώς αφήνει την τελευταία του πνοή. Έπειτα, θα ρίξουν ένα βλέφαρο στο κουφάρι του και θα προχωρήσουν, σαν να μη συνέβη τίποτα, αντί να τον περιτριγυρίσουν και να τον «κρύψουν» μέσα τους.

 

Ίσως, τελικά, ως «αμνοί» κι εμείς κατά τις χριστιανικές διδαχές, απλώς να μην έχουμε τα εργαλεία για να οικειοποιηθούμε την καλοσύνη. Ίσως να είχε δίκιο ο Καρδινάλιος Λαμπέρτο στον Νονό 3 και, παρά τους αιώνες που περιβαλλόμαστε από τη χριστιανοσύνη, ο «Χριστός» να μην εισχώρησε ποτέ μέσα μας, η χριστιανική μας ταυτότητα να είναι απλώς το ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στην εγγενή αδυναμία μας να τηρήσουμε τη θεμελιώδη εντολή της διδασκαλίας του, εκείνη που (υποτίθεται ότι) κατάργησε όλες τις προηγούμενες. Γι’ αυτό κάθε φορά το τέλος θα γράφεται με τον ίδιο τρόπο, με τον Μπαλταζάρ άψυχο σε ένα λιβάδι, μόνο και ξεχασμένο, δίχως βοήθεια από τους λίγους που προσπάθησαν να τον προσεγγίσουν τρυφερά και ματαιώθηκαν βάναυσα από τους πολλούς, οι οποίοι τον βασάνισαν και τον εκμεταλλεύτηκαν, καταναλώνοντας λίγο λίγο την ανθρώπινή τους φύση.