Η τέχνη τού να μαγειρεύεις για πολύ κόσμο

Μαγειρεύοντας για πολύ κόσμο Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Ατελιέ LiFO
0

Το τρακ είναι το μυστικό της επιτυχίας στα τραπεζώματα

Της TwoMinutes Angie*

Το μενού; Σχεδόν αδιάφορο. Τη μια φορά πρωταγωνιστής έγινε το αρνάκι, αλλά για επιδόρπιο… μετατοπίστηκε η Κρήτη προς την Ιταλία, όπως εκείνη την Κυριακή με το τριώροφο τιραμισού. Άλλες φορές λέμε ότι οι γίγαντες στον φούρνο είναι ένα θεσπέσιο ορεκτικό, αρκεί να τους φας με μέτρο, και μετά πάμε κατευθείαν σε χορτοφαγικό… ινδικό και baba au rum για γλυκό με τον καφέ, άλλες φορές πίνουμε τσάι λουίζα που μας χάρισαν στο πιο φιλόξενο ξενοδοχείο της Μάνης και άλλες φορές δοκιμάζουμε τριμμένα κεδροκούκουτσα που μάζεψε ο Στέφανος στις ορειβασίες του ή το cabrales που γοήτευσε τη Σέββη και τον Κωνσταντίνο μας στα Αστούριας.

Τι σημασία έχει το μενού; Σημασία έχει η παρέα, να μπορείς να συζητάς με ένα τρόπο τρελό και χειμαρρώδη επί παντός επιστητού. Μπορεί να ξεκινήσουμε από την πιθανότητα πολέμου στην Ουκρανία και να καταλήξουμε να ρωτάμε πώς πάει ο γιος σου στη δουλειά, με πέρασμα από μια άξια Ουκρανή νταντά που κάποτε της εμπιστευτήκαμε τα παιδιά μας. Τι άλλο να πεις, παρά ό,τι σου κατεβαίνει στο κεφάλι, ό,τι ξεπηδά από την ψυχή; Όλα τα άλλα τα έχουμε αναλύσει όλη την εβδομάδα μόνοι, ολομόναχοι και κλεισμένοι στα σπίτια μας, ο καθένας στο δικό του, αντλώντας σημαντικές πληροφορίες από fake news ή έμπιστες εφημερίδες.

Όσοι μαγειρεύουν συχνά για την παρέα τους ή για πολύ κόσμο, που βρίσκουν με το φαγητό «ευκαιρία» για να ξεσκάσουν, να ανοιχτούν, να τολμήσουν να πουν κάτι που ξαφνιάζει και αυτούς τους ίδιους, ξέρουν πολύ καλά την ευθύνη που φέρουν στους κουρασμένους ώμους τους.

Δεν ξέρω, κάποια στιγμή ακούστηκε και αυτό όταν δέναμε το αυγολέμονο τρεις άνθρωποι (που ακουμπάγαμε ο ένας τον άλλον, χωρίς να φοβόμαστε ότι θα κολλήσουμε, οι παρέες είναι ατρόμητες), «ίσως να φτάσουμε στα άκρα, να κοιμόμαστε σε ξεχωριστά δωμάτια ή, έστω, όπως όλη η Σκανδιναβία, βρε αδερφέ, να κοιμόμαστε ο καθένας με το δικό του μονό πάπλωμα, ή αυτό θα είναι το τέλος της σχέσης και η αρχή ενός καλύτερου, αδιάκοπου ύπνου»; 

Τηλέφωνα μέσα στην εβδομάδα , «τι σκέφτεσαι;». Τα chat με ιδέες και παρακαλετά τύπου «να ξανακάνουμε ταραμοσαλάτα, αν γίνεται, παρακαλώ», κάποιες μέρες που πάει να σε πάρει από κάτω και αντ’ αυτού μοιράζεσαι υποψήφιες συνταγές με χίλια emoticons. Ναι; Όχι; Σου αρέσει; Προτιμάς κάτι άλλο; Οι λίστες με τα κρασιά και τις τσικουδιές, «καλά, πάλι τίποτα δεν θα πιούμε!».

Όσοι μαγειρεύουν συχνά για την παρέα τους ή για πολύ κόσμο, που βρίσκουν με το φαγητό «ευκαιρία» για να ξεσκάσουν, να ανοιχτούν, να τολμήσουν να πουν κάτι που ξαφνιάζει και αυτούς τους ίδιους, ξέρουν πολύ καλά την ευθύνη που φέρουν στους κουρασμένους ώμους τους: το έτσι-έτσι φαγητό μπορεί να δυσαρεστήσει και να μην τολμήσει να πει ο «δειλός» της παρέας αυτό που σκεφτόταν να μοιραστεί με τους ανθρώπους που ξέρει πια ότι θα το ακούσουν προσεκτικά και με αγάπη. 

Γι’ αυτό, όποιος τραπεζώνει παρέες έχει τρακ, όχι για να μην του πουν «οι λαχανοντολμάδες σου ήταν καλύτεροι την προηγούμενη φορά» ή γιατί φοβάται ότι δεν θα φτάσει το φαγητό για όλους, όχι, όχι, καθόλου, ή για τις μαγειρικές του επιδόσεις, αλλά για να σταθεί στο ύψος της σπουδαιότητας κάθε παρέας φίλων, να τους σερβίρει αυτό που νομίζει ότι θα τους αρέσει κι έτσι θα ριλαξάρουν και θα ανοίξει η ψυχούλα τους μιλώντας, ελπίζουμε, για κάτι πιο ενδιαφέρον από το φαγητό. 

*food blogger twominutesangie.com

Μαγειρεύοντας για πολύ κόσμο Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Ατελιέ LiFO

Ένα κάλεσμα για φίλους

Του Μιχάλη Μιχαήλ*

Ξεκίνησα να μαγειρεύω για «τα πλήθη» στο πανεπιστήμιο. Είχα καθιερώσει για τους συγκατοίκους μου ένα τραπέζι (νομίζω μία φορά τον μήνα), όπου μαγείρευα κάτι σπέσιαλ. Ασχολιόμουνα για μέρες με αυτό το τραπέζι, διάβαζα και κρατούσα σημειώσεις από τις εκπομπές μαγειρικής που έβλεπα. Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν φαγητά και γλυκά που έμοιαζαν να έχουν ξεπηδήσει από την εκπομπή «Κάτι ψήνεται» ή από ένα από αυτά τα φρικαλέα βιντεάκια στα social media, όπου φτιάχνουν όχι ακριβώς φαγητά αλλά κατασκευές (ένα μπιφτέκι γεμιστό με τυρί και αυγό που μετά το τυλίγεις σε ζύμη και μετά σε κάτι ακόμα, ενώ το κόβεις σε τριγωνάκια για να φανεί το μέσα του κ.λπ.). Μακαρονάδες φούρνου με άπειρα τυριά και αλλαντικά, σοκολατίνες που έσταζαν αποτυχημένη ganache και φτηνό κρασί από το Tesco (μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι πώς γίνεται ένα κρασί από τη Χιλή να μπορεί να διατίθεται για δύο λίρες σε σούπερ-μάρκετ του Λονδίνου).

Το τραπέζι ήταν στημένο με τα φτηνοσερβίτσια μας, αλλά ήταν όμορφο, είχαμε λουλούδια που κλέβαμε από τον δίπλα κήπο και μουσική. Ωραία ήταν. Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, τι πείραζε που το φαΐ ήταν αυτό που ήταν; Άλλα μας σπρώχνουν τελικά στο να μαγειρεύουμε για «τα πλήθη» κι αυτό είναι να βλέπουμε αυτούς που θέλουμε στο τραπέζι μας χαρούμενους, να τους δίνουμε αυτό το «κάτι» της ωραίας γιορτής, που δεν είναι αυτονόητο. Μέχρι σήμερα, πολλά πολλά τραπέζια μετά, εγώ τουλάχιστον γι’ αυτό το κάνω.

Η σκληρή αλήθεια, που λέει και ο Άρης Δημοκίδης, βέβαια, είναι πως αν δεν έχεις ανθρώπους να σε βοηθούν και αν δεν το κάνεις για την οικογένειά σου, που σε έχει ανάγκη, πραγματικά το να μαγειρεύεις για πολλούς είναι μια τρέλα. Είναι ώρες έρευνας, είναι απίστευτη κούραση στον δρόμο, στα μαγαζιά, με λίστες στις τσέπες, κουβαλητό, ορθοστασία, ένα σημαντικό έξοδο, και είναι και άγχος. Ναι, εμπεριέχει άγχος αυτή η διαδικασία, τουλάχιστον για όσους νοιάζονται για το τελικό αποτέλεσμα. Είναι μια ευθύνη. 

Γιατί το κάνω λοιπόν; Δεν ξέρω, δεν είναι η αγάπη μου για τη μαγειρική που με σπρώχνει προς τα εκεί. Και με τον τρόπο που ζω, δεν έχω και καμία υποχρέωση. Είναι σαν ένα «κάλεσμα» κάθε τόσο που βαράει ένα καμπανάκι στο μυαλό μου και μου λέει πως αυτό το 8άρι τραπέζι που έχεις εδώ έχει παραμείνει άδειο. Είναι σαν να το αποζητούν το σπίτι, οι τοίχοι, να ακουστούν οι φωνές των ανθρώπων μας εδώ μέσα, να ανακατευτεί η ενέργεια.

Παρά τα τόσα αρνητικά που έχω αναφέρει, στο τέλος, την ώρα που μόνος στην κουζίνα πρέπει να βρεις την ενέργεια να βάλεις τάξη στο χάος (ναι, ανήκω σε αυτούς που δεν πηγαίνουν για ύπνο πριν καθαρίσουν τα πάντα και έχω και ένα έξτρα ελάττωμα, δεν επιτρέπω σε κανέναν να με βοηθήσει στο μάζεμα ‒ τι σόι φιλοξενία είναι αυτή, να βάζεις τον άλλον να σου πλένει τα πιάτα;), μένει μόνο η χαρά που έδωσες. Αλήθεια σας λέω, δεν είναι για όλους αυτό, αλλά για όσους το γουστάρουν είναι ένα μια πολύ λυτρωτική διαδικασία.

Έχει χυθεί πολύ μελάνι από τους γραφιάδες του φαγητού για το «αν σου αποτύχει το φαγητό, δεν πειράζει και μην έχεις άγχος». Λοιπόν, πειράζει, παιδιά, κανείς δεν θέλει να τρώει τις αποτυχίες σου. Δεν είναι και το τέλος του κόσμου, αλλά, πραγματικά, γιατί να σερβίρεις κακό φαγητό; Γι’ αυτό φτιάξε αυτά που ξέρεις και κάνεις καλά, ακόμα κι αν είναι μια απλή μακαρονάδα.

Στα πρακτικά τώρα. 

Μην το παρακάνεις με τον αριθμό των καλεσμένων. Έξι-οκτώ άτομα για φαγητό είναι ήδη πολλή δουλειά.  

Φαντάσου πώς θες να είναι το τραπέζι σου από πριν. Φτιάξε μια εικόνα στο μυαλό σου για να ξέρεις τι και πώς. Η τρικυμία εν κρανίω δεν βοήθησε ποτέ κανέναν μάγειρα, σπιτικό και μη. 
Άσε τις φιλοδοξίες και τους πειραματισμούς για μια άλλη φορά. Σήμερα φτιάξε τα σιγουράκια σου. Έχει χυθεί πολύ μελάνι από τους γραφιάδες του φαγητού για το «αν σου αποτύχει το φαγητό, δεν πειράζει και μην έχεις άγχος». Λοιπόν, πειράζει, παιδιά, κανείς δεν θέλει να τρώει τις αποτυχίες σου. Δεν είναι και το τέλος του κόσμου, αλλά, πραγματικά, γιατί να σερβίρεις κακό φαγητό; Γι’ αυτό φτιάξε αυτά που ξέρεις και κάνεις καλά, ακόμα κι αν είναι μια απλή μακαρονάδα.

Μην κάνεις πολλά διαφορετικά φαγητά. Δεν είσαι εστιατόριο, δεν περιμένει κανείς από σένα τέτοιο performance και δεν είσαι και η μάνα σου, που μαγείρευε τρεις μέρες για ένα τραπέζι. Στα πιο φιλόδοξα τραπέζια μου κατέληξα να φτιάχνω, πια, ένα αυτοσχέδιο καναπεδάκι για την αρχή, μια σαλάτα, ένα κυρίως και γλυκό. Αν τα κάνεις καλά και με προσοχή, είναι ήδη πολλά. 
Αν μπορείς να κόψεις δρόμο, κόψε. Στην πόλη όπου ζούμε μπορείς να κάνεις τραπέζι χωρίς να μπεις καν στην κουζίνα. Φτάνει να ξέρεις τι να αγοράσεις και από πού. Επίσης, όταν οι καλεσμένοι σου σε ρωτάνε τι να φέρουν, μη διστάσεις να ζητήσεις αυτό που χρειάζεσαι.  

Φρόντισε τα κρασιά σου. Πήγαινε σε μια κάβα με φιλικούς πωλητές και ζήτα τους να σου ταιριάξουν ένα-δυο κρασιά με το φαγητό που φτιάχνεις και το budget που έχεις. 

Όσοι από εμάς ασχολούμαστε με το σπορ, έχουμε φτιάξει πλέον ένα «οπλοστάσιο» με σκεύη, σερβίτσια, τραπεζομάντιλα και κηροπήγια και είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε κάθε μάχη. Είναι πολύ ωραία όλα αυτά και κάθε φορά που μαγειρεύω για φίλους χαίρομαι πολύ και για το όμορφα στρωμένο τραπέζι μου και για όλα τα κόλπα που έχω στο τσεπάκι μου γι’ αυτές τις λίγες ώρες μαγείας. Να μην σας αγχώνουν όλα αυτά και να κάνετε τραπέζια με ό,τι έχετε και όπως μπορείτε. Η χαρά θα είναι η ίδια. Απλώς, κάποια πολύ φιλόδοξα πράγματα θέλουν και τον εξοπλισμό τους. Να το θυμάστε αυτό.

Και ένα τελευταίο, δικό μου μυστικό. Πριν σκεφτώ την αρχή και τη μέση του τραπεζιού μου, σκέφτομαι το φινάλε. Έτσι ο φίλος θα φύγει με τη γεύση του ωραίου γλυκού στο στόμα. Βάζω πολύ κόπο στο γλυκό που φτιάχνω. Θέλω να είναι ελαφρύ και ιδανικό για το τέλος, να έχει όμορφη όψη (και πάλι οι γραφιάδες: «μη σας νοιάζει η όψη του, να έχει ωραία γεύση έχει σημασία» ‒ μα είναι δυνατό να φας ένα βομβαρδισμένο τοπίο;). 

Φρόντισε να είσαι περισσότερο στο τραπέζι παρά στην κουζίνα. Για να γίνει αυτό, σημαίνει πως όλα πρέπει να είναι έτοιμα από πριν και να μη χρειάζονται κάποιου είδους φροντίδα από εσένα την ώρα του σερβιρίσματος. Μην αποφασίσετε να φτιάξετε ριζότο, που θέλει να είστε πάνω από την κατσαρόλα μισή ώρα και να σερβιριστεί αμέσως, ας πούμε… Αυτό είναι κάτι που εγώ ακόμα το προσπαθώ, αν και ριζότο για οκτώ δεν έχω φτιάξει ποτέ!

Υ.Γ.: Μαγειρεύω για φίλους και μαγειρεύω καλά για περισσότερο από είκοσι χρόνια τώρα. Δεν ήθελα ποτέ να γίνω σεφ, δεν ήθελα ποτέ να έχω δικό μου εστιατόριο, ταβερνάκι, καφενείο, ζαχαροπλαστείο κ.λπ. Όλο αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και καλό είναι να μην τα μπερδεύουμε. Σας φιλώ!

*Γενικός Διευθυντής της LiFO

Μαγειρεύοντας για πολύ κόσμο Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Ατελιέ LiFO

Το καλό σπιτικό φαγητό είναι τελετουργικό, ερωτικό, σταθεροποιητικό

Της Μαρίας Δεληγιάννη-Μπαζιώνη*

Θέλω να σκεφτείς το πατρικό μου σαν μια μεγάλη κουζίνα, γιαγιά, μαμά, θεία στα τηγάνια κι εμένα μικρή, μπερδεμένη στα πόδια τους, να δοκιμάζω τα φαγητά, να γεμίζει το μυαλό μου μυρωδιές, συνταγές και εικόνες. Αρχές '70s, πολυκατοικία στο Παγκράτι, αντιπαροχή του παππού, συγκατοικούσαμε πάνω-κάτω όλο το σόι, τα κλειδιά στις εξώπορτες, τα σπίτια πάντα ανοιχτά. Η πολυκατοικία μύριζε πορτοκάλι απ' το απογευματινό κέικ της μαμάς στον τέταρτο, κανέλα απ' το ρυζόγαλο της γιαγιάς ή μπαχάρια απ' το κοκκινιστό της Μικρασιάτισσας θείας δίπλα. Τα τραπεζώματα, εβδομαδιαία, μια γιατί είναι γιορτή, μια γιατί ήρθε ένα κατσικάκι απ' το Καρπενήσι και πώς θα το φάμε μόνοι μας, γιατί κάποιος βρήκε δουλειά ή απλώς έτσι. Η οικογένεια μεγάλη, η παράδοση στη μαγειρική γενεές πίσω, οι γυναίκες της οικογένειας άξιες, καλές, δυναμικές, έφερναν τον κόσμο βόλτα μέσα απ' την κουζίνα τους, κουμάνταραν παιδιά, άντρες, σόγια, όλοι κάτω απ' τη φροντίδα και την επιρροή τους.

Εγώ την έβλεπα αυτήν τη δύναμη, τη γούσταρα, την αισθανόμουν, την ήθελα. Κάπου στα δέκα μου χώθηκα κι εγώ στην κουζίνα να αυγοκόψω, να ζυμώσω, να σιροπιάσω φαγητά και γλυκά που είχα δει δεκάδες φορές πώς γίνονται. Εργένισσα, χρόνια αργότερα, έβαζα κατσαρόλα για μένα μόνο, έστω και αργά, μετά το γραφείο. Στο κεφάλι μου βρήκαν λύσεις πολλά προβλήματα την ώρα που ψιλόκοβα κρεμμύδια ή καθάριζα πατάτες, η συγκέντρωση, η εγρήγορση, η χειρωναξία της μαγειρικής μού πρόσφερε ψυχική και πνευματική δύναμη και υγεία.

Γουστάρω κι αυτούς που δεν μαγειρεύουν, που τις ατελείωτες ώρες που εγώ διαβάζω συνταγές, ψωνίζω το ψάρι από δω, το μήλο από κει, δοκιμάζω εφτά γραβιέρες για να διαλέξω μία και παραγγέλνω τα λάχανα απ' την Ερέτρια, λες και, ρε φίλε, τι, δεν έχει η Αθήνα, αυτοί έχουν χρόνο για τόσο περισσότερα πράγματα, τόση ποικιλία ενασχολήσεων, και γειώνουν το φαγητό σε ένα μέγεθος μικρότερο, ρεαλιστικότερο, πρακτικότερο.

Ως οικοδέσποινα έχτισα σχέσεις φιλίες και δουλειές γύρω από το τραπέζι, εκεί όπου οι άνθρωποι επικοινωνούν, συνδέονται κι εξομολογούνται. Με τον άντρα μου σπιτωθήκαμε απ' το πρώτο ραντεβού. Μια μέρα, λοιπόν, τότε στις αρχές, μου λέει «θα σου μαγειρέψω ένα…». Δεν τελείωσε την πρόταση, κοψοχολιασμένη του λέω: «Η κουζίνα είναι δική μου». Κι «ο έρωτας περνάει απ' το στομάχι» είπα από μέσα μου, και περνάει και παραπερνάει σας λέω είκοσι πέντε χρόνια μετά, το καλό σπιτικό φαγητό είναι τελετουργικό, ερωτικό, σταθεροποιητικό, η καθημερινότητα γίνεται ευκολότερη, ομορφότερη. Και γρήγορα κάναμε τρία παιδιά κι η τέχνη έγινε βιοτεχνία, έπρεπε να ακουμπάω τουλάχιστον δεκαπέντε μερίδες φαγητό την ημέρα στο τραπέζι, η ευθύνη μεγάλη και η κούραση αλλά και η χαρά να ταΐζεις, να θρέφεις, να ανατρέφεις, να μεγαλώνουν κάθε μέρα σώμα - νους - ψυχή. Και τα παιδιά μας μεγάλωσαν και μάθαν κι αυτά να μαγειρεύουν και έχουν απαιτήσεις απ' το φαγητό.

«Μαμά, πώς γίνεται το γαλακτομπούρεκο;», συνταγή στο WhatsApp και σε μερικές ώρες φωτογραφία το γαλακτομπούρεκο, έτοιμο, και να μια παρέα Ελλήνων φοιτητών στο εξωτερικό να το μοιράζεται και περήφανα, κάπου εκεί δίπλα, να βρισκόμαστε και όλες οι Ελληνίδες μανάδες, και οι αναμνήσεις και οι γεύσεις και όλη η πατρίδα. Δεν ξέρω πόσες άλλες τέχνες και τεχνικές χρειάζονται όσοι δεν μαγειρεύουν για να τραφούν, να ψυχοθεραπευτούν, να κοινωνικοποιηθούν.

Σίγουρα πολλά άλλα ξέρουν, που εγώ απλώς αγνοώ. Γουστάρω κι αυτούς που δεν μαγειρεύουν, που τις ατελείωτες ώρες που εγώ διαβάζω συνταγές, ψωνίζω το ψάρι από δω, το μήλο από κει, δοκιμάζω εφτά γραβιέρες για να διαλέξω μία και παραγγέλνω τα λάχανα απ' την Ερέτρια, λες και, ρε φίλε, τι, δεν έχει η Αθήνα, αυτοί έχουν χρόνο για τόσο περισσότερα πράγματα, τόση ποικιλία ενασχολήσεων, και γειώνουν το φαγητό σε ένα μέγεθος μικρότερο, ρεαλιστικότερο, πρακτικότερο.

Ίσως τελικά αυτοί να είναι πολύ πιο αυτόνομοι ασφαλείς και κουλ από μένα, γιατί, παιδιά, ας το παραδεχτούμε, ο καλός ο μάγειρας θέλει με πάθος να είναι ο βασιλιάς του στομαχιού, της καρδιάς και του μυαλού όλων. ΝΤΕΛΙΒΕΡΙ, παιδί μου, αύριο, πίριοντ.

*Real Estate Investments & Design (Λονδίνο), Manager (3), πρώην media/communications (Αθήνα), wannabe ζωγράφος και συγγραφέας, οικιακή μαγείρισσα

Μαγειρεύοντας για πολύ κόσμο Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Ατελιέ LiFO

Eνωμοτία μαγειρείου!

Του Αλέξανδρου Μελένγκοβιτς*

Πρωτομαγείρεψα για πολύ κόσμο στα δώδεκα. Εκείνη την ημέρα, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ήμασταν «ενωμοτία μαγειρείου». Το πρωινό για την ομάδα των τριάντα περίπου ναυτοπροσκόπων έπρεπε να είναι έτοιμο στις οκτώ. Ως εκ τούτου, το προσκοπάκι-σκοπός με τη βάρδια 5-6 είχε εντολή στις έξι να πάει στη σκηνή της ενωμοτίας μαγειρείου και να τους ξυπνήσει για να επιληφθούν του πρωινού.

Πρώτη δουλειά, το μάζεμα των ξύλων για τη φωτιά. Με την τσίμπλα στο μάτι μισή ντουζίνα προσκοπάκια χτενίζαμε τον χώρο γύρω από την κατασκήνωση, αναζητώντας κλαράκια για τη φωτιά. Η δουλειά μας ήταν να ζεστάνουμε το γάλα στο μεγάλο καζάνι και να το σερβίρουμε με κακάο. Καθώς δεν είχαμε ψυγείο αλλά μόνο μια ινδιάνικου τύπου σκηνή ως «αποθήκη μαγειρείου», έπρεπε απλώς να ζεστάνουμε το νερό, να το αναμείξουμε με κονσέρβες γάλα ζαχαρούχο και να ρίξουμε μέσα το κακάο. Στην αποθήκη μαγειρείου είχαμε φραντζόλες ψωμί και έπρεπε να διαλέξουμε τις λιγότερο ξερές, να τις κόψουμε φέτες και να τις σερβίρουμε με μαρμελάδα. 

Για να μην καεί το γάλα, έπρεπε κάποιο προσκοπάκι να ανακατεύει συνέχεια το γάλα με τη μεγάλη κουτάλα πάνω από τη δυνατή φωτιά. Τις πιο πολλές φορές, η φωτιά ήταν τόσο δυνατή, που ήταν αδύνατο να πλησιάσεις χωρίς να καείς. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα: η κουτάλα δεν έφτανε στον πάτο του καζανιού και το γάλα σερβιρόταν στις τσίγκινες καραβάνες των προσκόπων με το άρωμα του καμένου. 

Το ίδιο άρωμα είχαν και τα άλλα γεύματα της ημέρας: οι μεσημεριανές φακές ή τα βραδινά μακαρόνια δεν είχαν καλύτερη τύχη. Τη χρυσή τομή μεταξύ άψητου και καμένου σπάνια την πετυχαίναμε. 

Πάνκεϊκ έφαγαν όλοι οι πρόσκοποι εκείνη την ημέρα, κι ας ήταν μερικά λίγο καμένα και μερικά λίγο άψητα. Σημασία έχει ότι το πρωινό εκείνο έμεινε και ξεχωρίζει στη συλλογική μνήμη της ομάδας μας.

Με τις αναμνήσεις αυτές επέστρεψα ως επισκέπτης στην κατασκήνωση δέκα χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του ’82. Ως φοιτητής στην Αμερική, είχα γίνει λάτρης των πάνκεϊκ! Μια μέρα, λοιπόν, αποφασίσαμε την επομένη να σερβίρουμε πάνκεϊκ αντί για την παραδοσιακή ξερή φραντζόλα. Φυσικά, όχι από μείγμα (δεν ξέρω αν υπήρχαν καν μείγματα για πάνκεϊκ τότε) αλλά «φρομ σκρατς». Από την προηγουμένη αγοράσαμε όλα τα συστατικά που απαιτούσε η συνταγή και μαζέψαμε τα ξύλα ώστε να έχουμε χρόνο το πρωί για διπλή φωτιά: γάλα και πάνκεϊκ! 

Σε καζάνι, βέβαια, δεν μπορείς να φτιάξεις πάνκεϊκ, χρειάζεσαι τηγάνι. Τηγάνι όμως πού να χωράει πάνκεϊκ για μερικές ντουζίνες προσκόπους δεν είχαμε. Είχαμε όμως το τεράστιο παραλληλόγραμμο ταψί για τα καλοκαιρινά λαδερά που στέλναμε για ψήσιμο στον φούρνο του χωριού, συνήθως γεμιστά ή μπριάμ. (Εδώ απαιτούνταν στενή συνεργασία με την ενωμοτία μεταφορών, που πήγαινε και έφερνε το ταψί από τον φούρνο του χωριού. Ο κίνδυνος ήταν να αναποδογυρίσει το ταψί κατά τη διάρκεια του κουβαλήματος και να πρέπει να διαλέξουμε, ή να μείνουμε νηστικοί ή να φάμε το φαγητό με λίγο χώμα από το μονοπάτι.)

Έχοντας ετοιμάσει το μείγμα των πάνκεϊκ, απλώσαμε τη φωτιά, βάλαμε από πάνω το τεράστιο ταψί, ρίξαμε το λάδι, το αφήσαμε να ζεσταθεί και με την κουτάλα του μαγειρέματος αρχίσαμε να αδειάζουμε στο ταψί το μείγμα για τα ατομικά πάνκεϊκ. Γρήγορα όμως διαπιστώσαμε ότι ήταν αδύνατο να φτιάξουμε 30-40 ατομικά  πάνκεϊκ, καθώς αρπάζανε από την πλευρά που ψήνονταν πολύ πιο γρήγορα από τον δικό μας ρυθμό τροφοδοσίας, και μέχρι να γεμίσουμε το ταψί τα πρώτα θα μας είχαν καεί, χωρίς να προλάβουμε καν να τα αναποδογυρίσουμε. 

Τότε μας ήρθε η ιδέα: ξεχνάμε τα ατομικά πάνκεϊκ, φτιάχνουμε τεράστια, σαν μεγάλες πίτσες ακανόνιστου σχήματος, και τα κόβουμε για να τα μοιράσουμε. 

Πάνκεϊκ έφαγαν όλοι οι πρόσκοποι εκείνη την ημέρα, κι ας ήταν μερικά λίγο καμένα και μερικά λίγο άψητα. Σημασία έχει ότι το πρωινό εκείνο έμεινε και ξεχωρίζει στη συλλογική μνήμη της ομάδας μας.

*Συνταξιούχος πολυεθνικής και επίδοξος ερασιτέχνης αγρότης/καραβομαραγκός

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΥΤΕΡΑ 31/01 - ΕΧΕΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΕΙ-Ξεφυλλίζοντας το πρώτο βιβλίο μαγειρικής που τυπώθηκε στην Ελλάδα

Η Πείνα / Ξεφυλλίζοντας το πρώτο βιβλίο μαγειρικής που τυπώθηκε στην Ελλάδα

Το 1828 τυπώνεται στην Ερμούπολη το πρώτο μεταφρασμένο βιβλίο μαγειρικής «εκ του ιταλικού». Η Ελένη Ψυχούλη μαζί με τη φιλόλογο Άννα Φλωροπούλου προσπαθούν να το αποκωδικοποιήσουν και στο τέλος να ετοιμάσουν μια πανεύκολη συνταγή μέσα από αυτό.
ΕΛΕΝΗ ΨΥΧΟΥΛΗ
Τα εστιατόρια και τα μπαρ μιλούν πλέον για βιωσιμότητα

ADM The Green Issue / Τα εστιατόρια και τα μπαρ μιλούν πλέον για βιωσιμότητα

Από κουζίνες υψηλής γαστρονομίας μέχρι τα πιο hip στέκια για cocktails στην πόλη, κάποιοι καλλιεργούν την πρώτη τους ύλη ή την προμηθεύονται από μια ορισμένη ακτίνα και φροντίζουν να μην πετάνε κάθε βράδυ σακούλες γεμάτες με υλικά που μπορούν να αξιοποιήσουν.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Πειράζει να βάλουμε αβοκάντο στη χωριάτικη;»

Radio Lifo / «Πειράζει να βάλουμε αβοκάντο στη χωριάτικη;»

Μπορούμε να μιλάμε για ελληνικότητα στην κουζίνα χωρίς να γινόμαστε φολκλόρ; Η Κωνσταντίνα Βούλγαρη συζητά με τον πολυταξιδεμένο μάγειρα Γιώργο Βενιέρη που, μεταξύ άλλων, ερευνά την κουζίνα των «πειρατών του Αιγαίου» και εμπνέεται από το fusion.
THE LIFO TEAM
«Αχ, τα φασολάκια»: Όσα ανυπομονούν να μας ταΐσουν οι σεφ

Γεύση / «Αχ, τα φασολάκια»: Όσα ανυπομονούμε να μας ταΐσουν οι σεφ

Πήραμε τηλέφωνο τις αγαπημένες μας μαγείρισσες και τους μάγειρες της Αθήνας (και όχι μόνο), τους πετύχαμε στη λαϊκή, τους ρωτήσαμε τι βρήκαν ωραίο, τι ήταν μάπα και τι καλό θα μας μαγειρέψουν τους επόμενους μήνες.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Μοsel: Γιατί βγαίνουν εκεί τα καλύτερα Riesling στον κόσμο;

Το κρασί με απλά λόγια / Μοsel: Γιατί βγαίνουν εκεί τα καλύτερα Riesling στον κόσμο;

Η Υρώ Κολιακουδάκη Dip WSET «ταξιδεύει» τον Παναγιώτη Ορφανίδη σε μια από τις πιο αγαπημένες της οινοπαραγωγικές περιοχές, μοιράζεται ιστορίες από το τελευταίο της ταξίδι εκεί και εξηγεί με απλά λόγια τις ιδιαιτερότητες της περιοχής.
THE LIFO TEAM
Με το λούπινο από τις μοβ ισλανδικές πεδιάδες μέχρι τα χωράφια της Μεσσηνίας

Nothing Days / Το λούπινο που άλλαξε το τοπίο της Ισλανδίας και σχεδόν εξαφανίστηκε από τα χωράφια της Μεσσηνίας

Το όσπριο που οι Νοτιοαμερικανοί κάνουν vegan σεβίτσε και έθρεψε γενιές Ελλήνων έχει βγει πια από τη διατροφή μας. Οι πεδιάδες της Ισλανδίας γίνονται ένα απέραντο μοβ από αυτό, είναι η μόνη χώρα που το έχει σε αφθονία και δεν το τρώει.
M. HULOT
Η αναβίωση της Παλιάς Αγοράς της Ερμούπολης

Γεύση / Η αναβίωση της Παλιάς Αγοράς της Ερμούπολης

Ο εξωτερικός χώρος του Μουσείο Κλωστοϋφαντουργίας Ερμούπολης μετατράπηκε σε ένα «σκηνικό θεάτρου», όπου οι σημερινοί επαγγελματίες της αγοράς και της γαστρονομίας αναπαρήγαγαν την αγορά των προγόνων τους.
ΜΙΝΑ ΚΑΚΑΝΙΑ
Τα παραδοσιακά παριανά γλυκά του Πάσχα

Γεύση / Τα πασχαλινά και τυρένια γλυκά της Πάρου

Τρεις Παριανές μπήκαν στην κουζίνα και μας ετοίμασαν παραδοσιακά γλυκά με μυζήθρα που κρατούν ακόμα τα σκήπτρα στα τραπέζια του νησιού, μας έδωσαν τις συνταγές για τα ραφιόλια, τα μελιτίνια και μια γλυκιά μυζηθρόπιτα.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ