Ο βάναυσος κι αιμοδιψής βασιλιάς Υπερίων (Μίκι Ρουρκ) και ο δολοφονικός στρατός του προελαύνουν στην αρχαία Ελλάδα, καταστρέφοντας ανηλεώς τα πάντα στο πέρασμά τους. Το ένα χωριό μετά το άλλο παραδίνεται στις λεγεώνες του Υπερίωνα, ο οποίος, με κάθε νίκη, πλησιάζει όλο και πιο κοντά στον βασικό του στόχο: να «ξυπνήσει» την τρομερή δύναμη των κοιμώμενων Τιτάνων και να εξαφανίσει τους Θεούς του Ολύμπου και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Φαινομενικά, τίποτα δεν μπορεί ν’ ανακόψει την πορεία του αιμοδιψή βασιλιά προς την απόλυτη κυριαρχία επί του κόσμου. Κι όμως, ένας νεαρός λιθοξόος ονόματι Θησέας (Χένρι Καβίλ) θα χάσει τη μητέρα του κατά τη διάρκεια μιας εφόδου και θα ορκιστεί να πάρει εκδίκηση. Όταν θα συναντηθεί με τη σίβυλλα Φαίδρα (Φρίντα Πίντο), η μάντισσα θα πειστεί από τα οράματά της ότι αυτός ο νεαρός άνδρας είναι ο μόνος που μπορεί να σταματήσει την καταστροφή. Με τη βοήθειά της, ο Θησέας θα καταφέρει να συγκεντρώσει μια μικρή ομάδα ακολούθων και θ’ αποδεχθεί το πεπρωμένο του σε μια τελευταία, απέλπιδα μάχη, από την οποία θα εξαρτηθεί το μέλλον της ανθρωπότητας.

Λουσμένοι στο μεγαλοπρεπές κιτς που μόνο η ελληνική μυθολογία μπορεί να προκαλέσει σε μια χολιγουντιανή παραγωγή, οι Αθάνατοι είναι ένας τεράστιος καμβάς, όπου οικείοι μύθοι μπαίνουν απ’ την πόρτα και βγαίνουν απ’ το παράθυρο. Λόγω της χρονικής απόστασης από την επιστημονική καταγραφή και τη δεδομένη, παραμυθένια της φύση, η μυθολογία είναι μια αφορμή για ιστορίες που προειδοποιούν και μαγεύουν κι όχι η ίδια η Ιστορία που πρέπει να τη σεβαστούμε και να προσέξουμε ιδιαίτερα να μην τη σπιλώσουμε. Ωστόσο, όταν δίπλα στον Θησέα πολεμάει ένας κάποιος Σταύρος (ο Στίβεν Ντορφ, με μαγκιά Αμερικανού μισθοφόρου, που, στο φινάλε, γιατί να μην τον λένε Νώντα;), οι ιερείς μοιάζουν να έχουν βγει από ένα βυζαντινό μοναστήρι και ο Δίας λέει πως έχει περάσει μια οδύσσεια, τότε υπάρχει ένα πρόβλημα συνέπειας. Τη σύγχυση σώζει το μεγάλο ταλέντο του δοκιμασμένου στη διαφήμιση και τα βιντεοκλίπ Ταρσέμ Σινγκ στη σύνθεση δυνατών εικόνων που μένουν στο μυαλό - το ίδιο έκανε και με το Κελί. Συνδυάζει χρώματα και υφή με στιλπνό και απόκοσμο τρόπο, επιχειρεί τολμηρούς συνδυασμούς εικονογραφίας από πάμπολλα στυλ, από το art deco δωδεκάθεο μέχρι ινδικά μοτίβα, κάποια από τα οποία του βγαίνουν και σαφώς διαφέρουν από τη βαρετή πεπατημένη των ελληνορωμαϊκών «πεπλοσάνδαλων», επικών περιπετειών του συρμού - βλέπε Τιτανομαχία, από τις πρόσφατες. Το κατόρθωμά του είναι ότι ενοποιεί την ταινία επειδή έχει visual πείσμα κι ένα προσωπικό όραμα, ανεξαρτήτως σεναρίου. Αν πάει κάποιος να δει την ταινία, αδιαφορώντας πλήρως για τους κανόνες και τη χρονολογική σειρά της μυθολογίας, όπως περίπου την ξέρουμε και την έχουμε διδαχθεί (και το λέω χωρίς να είμαι αρτηριοσκληρωτικός purist), τότε θ’ αφεθεί στην άκρατη, αρτίστικη βία και την αναπόφευκτη λύτρωση. Αν ο θεατής έχει θέμα με την ουσία, τότε θ’ αναρωτηθεί πώς είναι δυνατόν να έχουν μπερδευτεί τόσο πολύ οι δυο Ελληνοαμερικανοί ονόματι Τσάρλι και Βλας Παρλαπανίδης, που συνυπογράφουν το σενάριο. Ο Ινδός Ταρσέμ, πάντως, έκανε καλά τη δουλειά του, συνεχίζοντας το ύφος των 300, αλλά με τη δική του ματιά.