O Μάρτιν Σκορσέζε είχε στα χέρια του μια απαράμιλλη ιστορία, την κρυφή, τελειωτική, αποκρουστική σφαγή των Ινδιάνων, τη γέννηση του FBI, ένα τρομερό detective story στην καρδιά ενός απρόσμενου ρομάντσου, καθώς και την πρώτη επί οθόνης συνάντηση των αγαπημένων του ηθοποιών, του Ρόμπερτ ντε Νίρο και του Λεονάρντο ντι Κάπριο. Τι συνέβη και οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού δεν είναι το πετράδι στο στέμμα του κορυφαίου «εγκληματολόγου» του παγκόσμιου κινηματογράφου; Η μεγάλη διάρκεια δεν είναι η μοναδική απάντηση.

 

Το έγκλημα που συνέβη στην Οκλαχόμα πριν από 100 χρόνια δεν χρειάζεται πολλά λόγια για να περιγραφεί: οι native Americans της φυλής Οσέιτζ βρήκαν πετρέλαιο στην περιοχή όπου είχαν δικαιοδοσία, έγιναν πλούσιοι εν μια νυκτί, αγόραζαν όποιο πανάκριβο αγαθό έβρισκαν μπροστά τους και οι λευκοί, που είχαν τον νόμο στα χέρια τους, αλλά και τις συναλλαγές, δεν περιορίστηκαν στο να τους πουλάνε αυτοκίνητα και κοσμήματα, βρήκαν τρόπο να παραστήσουν τους καλούς, να τους φάνε τα χρήματα και να τους ξεπαστρέψουν με δόλιο και ύπουλο τρόπο που ο Μάρτιν Σκορσέζε ξεφλουδίζει σε ένα δράμα διαφορετικό απ’ ό,τι θα περίμενε ο θεατής, ακούγοντας πως το Killers of the Flower Moon, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ Καννών, βγαίνει στις αίθουσες και εν ευθέτω χρόνω στην AppleTv, στοίχισε 200 εκατομμύρια δολάρια και διαρκεί πάνω από τρεισήμισι ώρες.

 

Πιάνει την ιστορία από μέσα, από τον απατηλό χαρακτήρα και τη σάπια καρδιά του Γουίλιαμ Χέιλ (Ρόμπερτ ντε Νίρο), κτηνοτρόφου και γαιοκτήμονα στα χαρτιά, αν και ουσιαστικά ρυθμιστή της περιοχής, γλυκομίλητου πατερούλη για τους Ινδιάνους και μάστορα, και κυριολεκτικά, ως μασόνος που ήταν, κάθε ενέργειας που έμμεσα θα του απέδιδε όφελος. Σε αυτόν καταφεύγει ο ανιψιός του Έρνεστ Μπέρκχαρτ (Ντι Κάπριο), μάγειρας στον στρατό, ανειδίκευτος που αποζητά κάτι για να πιαστεί, και μπαίνει στη δούλεψη του άτυπου Νονού. Γνωρίζει την αυτόχθονα Μόλι (Λίλι Γκλάντστοουν), την ερωτεύεται, όπως κι εκείνη, και παντρεύονται με τις ευλογίες του Χέιλ που καλοβλέπει την επιμειξία ως μία από τις στρατηγικές απορρόφησης του ιθαγενούς πληθυσμού. Και όταν η σταδιακή, ειρηνικότερη «απαλλοτρίωση» δεν προχωρά με τους προδιαγεγραμμένους ρυθμούς και τα προσδοκώμενα κέρδη, πίπτει ράβδος: εν ψυχρώ ανεξιχνίαστοι φόνοι και παράξενες, ανεξήγητες ασθένειες.

 

Η Μόλι είναι διαβητική και εξασθενημένη από τα φάρμακα που της χορηγούν οι «έποικοι» γιατροί της. Παράλληλα, βλέπει τη μητέρα της να αργοπεθαίνει και τις αδελφές της να χάνονται, ανήμπορη να αντιδράσει. Η οικογένειά της μεγαλώνει, αποκτά παιδιά με τον Έρνεστ, την ίδια στιγμή που ο ρόλος του ενισχύεται με βρόμικες δουλειές που εξελίσσονται σε εγκληματικές αποστολές τόσο συστηματικές (όχι μόνο οι δικές του συμμετοχές, αλλά κυρίως οι ενέργειες των άεργων ανδρών της πόλης και κάποιων οπορτουνιστών εκτελεστών) που η Μόλι, σε κακή κατάσταση, μεταβαίνει στην Ουάσινγκτον, απευθύνει έκκληση για βοήθεια εκ μέρους και των προεστών της φυλής της και έρχεται κλιμάκιο του νεοσύστατου FBI (ο Τζέσι Πλέμονς κρατά τις αποστάσεις) με εντολή του φιλόδοξου Τζ. Έντγκαρ Χούβερ, που ενσάρκωσε παλιότερα ο Λεοντάρντο ντι Κάπριο σε σκηνοθεσία Κλιντ Ίστγουντ.

 

Περισσότερο στο ύφος του Ίστγουντ παρά του παλιού Σκορσέζε, οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού ενσωματώνουν την γκανγκστερική ταινία που σκόπευε αρχικά να γυρίσει ο δημιουργός του Ιρλανδού στην ευρύτερη εικόνα της σκόπιμης εκμετάλλευσης και μεθοδευμένης εξόντωσης των αυτόχθονων πληθυσμών για τη δημιουργία της Αμερικής του 20ού αιώνα, της μεγάλης Αμερικής που ονειρεύονταν ο Χέιλ και οι όμοιοί του. Ορθά προτίμησε την επικής κλίμακας τραγωδία έναντι της γνώριμης τυπολογίας του και το έπραξε με σταθερή πίστη στην ιστορία που ήθελε να διηγηθεί, ακόμη κι αν ψήγματα του υποβόσκοντος gangster movie δεν απορροφήθηκαν τελείως σε ένα ενιαίο σύνολο.

 

Ο ρυθμός είναι άνισος και οι θεματικές επαναλαμβάνονται. Κυρίως ο χαρακτήρας του Έρνεστ μοιάζει συχνά με εργαλείο της πλοκής, ένας άνδρας μαγκωμένος στις σεναριακές καταστάσεις, που κυρίως βρίσκεται εκεί για να ακούει και να αδυνατεί να αντιδράσει – κάτι που αποτυπώνεται στην αγχωμένα στραπατσαρισμένη έκφραση του Ντι Κάπριο, ο οποίος έχει δυο σκηνές όπου καταφέρνει να εσωτερικεύσει την πάλη μεταξύ αγάπης και καθήκοντος. Η ανεπάρκειά του δεν γίνεται ποτέ συμπαθής, αλλά τα αντανακλαστικά του Ντι Κάπριο του προσδίδουν συμπόνια, κι έτσι εν μέρει δικαιολογείται η στωικότητα που δείχνει η Μόλι απέναντί του. 

 

Δίπλα του, οι ερμηνείες της Γλάντστοουν και του Ντε Νίρο λάμπουν. Ο παλιός συνοδοιπόρος του Σκορσέζε παίζει «χαμηλά», σαν σκιά που ελίσσεται μεταξύ της καθησυχαστικής πατρικής φιγούρας και του επιτελικού αρχηγού της ανομίας που μετακινεί με ευχαρίστηση τα πιόνια σε ένα στημένο παιχνίδι. Ακόμη κι αν κάποιες φορές ο Σκορσέζε επιτρέπει ανάσες «ντενιρισμών», σαν να αφήνει λίγο τα μπόσικα σε έναν άνθρωπο με σφιχτό πρόγραμμα, ο Ντε Νίρο έχει πάντα τον έλεγχο. Από την άλλη, η Γλάντστοουν είναι χάρμα ιδέσθαι και ταυτόχρονα η συναισθηματική πυξίδα σε έναν ρόλο με μηδενικά μελοδραματικά κλειδιά. Καχύποπτη στην αρχή, διατηρεί την αυτοπεποίθησή της αλλά και κάτι παραπάνω (μια κληρονομημένη πίστη), έχοντας πάντα στο βλέμμα τη μελαγχολία για ένα γένος που χάνεται γρήγορα, βίαια και άδικα. Αγαπά διάφανα, ενώ γνωρίζει πολύ καλά την εκμετάλλευση, τη δική της και της φυλής της. Πονά, φυσικά και ψυχικά, και κρατά ένα μεγαλείο που μεγεθύνεται στα μάτια μας από την αυτοκρατορική παρουσία της – βοηθά πολύ το ότι δεν είναι οικεία ηθοποιός, δεν τη βλέπουμε δει συχνά, άρα συνεχώς μας ξαφνιάζει το αβίαστο εκτόπισμά της.

 

Ακόμη κι όταν μένει μετέωρη σε μερικές σκηνές, διότι δραματικά θα έπρεπε να έχει αντιδράσει νωρίτερα, η ευθύτητά της αφοπλίζει. Παραδίδει την ερμηνεία της ταινίας, αν όχι της χρονιάς, και μαζί με τη Σάντρα Χίλερ από την Ανατομία μιας πτώσης αλλά και τη Ζώνη Ενδιαφέροντος, τη Μάργκο Ρόμπι που ηγείται του τσουνάμι της Μπάρμπι και, βέβαια, την «Μπάρμπι του Φρανκενστάιν» Έμα Στόουν από το Poor Things του Λάνθιμου διεκδικεί μια υποψηφιότητα για Όσκαρ πρώτου ρόλου για το 2024 – υποβλήθηκε για δεύτερο από το στούντιο, αλλά εκείνη επέμεινε να αναβαθμιστεί

 

Μετά τη διαδικασία του φινάλε, που τυπικά εμπεδώνει όσα έχουν προηγηθεί, με την ευγενική και σύντομη συμμετοχή του Τζον Λίθγκοου και του Μπρένταν Φρέιζερ, ο Σκορσέζε επιφυλάσσει τη μεγαλύτερη έκπληξη της ταινίας, ένα μοναδικό εύρημα που πρέπει να δείτε για να κατανοήσετε, και φυσικά να απολαύσετε: είναι η παραδοχή της μυθολόγησης της Ιστορίας, η προσθήκη του σινεμά στην αλήθεια, η επινοητική συγγνώμη του κινηματογραφιστή για το εκτενέστερο έγκλημα επί αμερικανικού εδάφους, με τον μοναδικό τρόπο που γνωρίζει, αυτόν της αφήγησης. Εδώ και τρεις ταινίες ο Σκορσέζε έχει εγκαταλείψει το flash που χαρακτήριζε το πρώιμο έργο του, το μοντάζ, τα τραγούδια, την ορμητική, ασταμάτητη κάμερα που έμοιαζε με τον χειμαρρώδη λόγο του. Αν η Σιωπή ήταν η προσωπική του εξομολόγηση και ο Ιρλανδός η υπογραφή του στο είδος που υπηρέτησε όσο κανείς άλλος, ο Τιτανικός των γκανγκστερικών, το Killers είναι η κορυφαία αμερικανική τραγωδία που δεν παύει να καθηλώνει με τις λεπτομέρειες και το story αλλά και με την εμπειρία του Σκορσέζε να ανατρέπει το κλασικό «ποιος το έκανε», από την αρχή κιόλας, αντικαθιστώντας το με ένα πολύ πιο ενδιαφέρον «πώς έγινε», ωστόσο δεν απογειώνεται σε ένα σύνολο πυκνής συγκίνησης ή βαθιάς οργής.