Η Σάρα είχε ήδη τυφλωθεί από την ίδια αρρώστια. Όλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η νεαρή γυναίκα αυτοκτόνησε, αλλά η Τζούλια αποφασίζει να ερευνήσει την υπόθεση, μια και διαισθάνεται πως πρόκειται για δολοφονία.

Από τους δημιουργούς του καθηλωτικού Ορφανοτροφείου, συμπεριλαμβανομένου και του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, τα Μάτια της Τζούλια είναι ένα άκρως ικανοποιητικό θρίλερ με αφομοιωμένο ύφος, δεξιοτεχνική αγωνία, ισορροπημένη δομή - ένα εκτεταμένο κινηματογραφικό σχόλιο πάνω στην όραση και το βλέμμα, χωρίς τη συνήθη ηδονοβλεπτική παρεμβολή. Το μυστήριο είναι η τυφλή που αυτοκτονεί. Ο κινητήρας είναι η δίδυμη που αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς τον βίαιο θάνατο της αδελφής της και συναισθάνεται τον κίνδυνο να πάθει το ίδιο, μαζί με το κενό της απώλειας.

Και το κλειδί είναι ένας αινιγματικός άνδρας, ο οποίος περνάει απαρατήρητος όλη του τη ζωή, σαν να μην τον βλέπει κανείς: ένα παράξενο σύνδρομο κατωτερότητας το οποίο σωματοποιεί και διαστρέφει φονικά. Καθώς η όραση της Σάρα εξασθενεί, εισέρχεται σ’ ένα ενδιάμεσο στάδιο, ανάμεσα στην αυτόματη αντίληψη των πραγμάτων και τη φαντασιακή λογική της παραίσθησης. Τα αντικείμενα και οι φιγούρες θολώνουν, και ανακαλύπτει την απειλή στο μισοσκόταδο, χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρη ή να πείσει τους άλλους πως κάποιος παραμονεύει.

Η παράνοιά της ξεκινάει υπαινικτικά και η δυσπιστία καταρρέει όταν όλα συνηγορούν πως δεν παραλογίζεται. Η ειρωνεία είναι όταν πρέπει να υποδυθεί την τυφλή, για να σώσει τη ζωή της, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας προσπαθεί απεγνωσμένα να διακρίνει σιλουέτες και περιγράμματα, για να βρει την άκρη σ’ έναν δυσεπίλυτο γρίφο και να γυρίσει ακριβώς το μπαλάκι στον θεατή: να δει χωρίς να βλέπει, όπως όταν μπαίνει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου αντιλαμβάνεται παρουσίες διά των υπόλοιπων αισθήσεων. Ο ψυχολογικός τρόμος υπερισχύει, χωρίς ν’ απουσιάζει η ανάγλυφη φρίκη όσο προχωράμε σ’ ένα φινάλε με συσσώρευση παράδοξων γεγονότων και υπερβολές, που συχνά αψηφούν την αληθοφάνεια (φυσικά και είναι μέσα στις προθέσεις του σκηνοθέτη Μοράλες να μας υπενθυμίσει πως βλέπουμε ταινία με ακραίο θέμα).

Αν και η ταινία δεν κάνει την υπέρβαση, υπηρετώντας με υψηλή αίσθηση του στυλ και εμπιστοσύνη στην πλοκή το είδος του ψυχολογικού τρόμου, καταφέρνει να φοβίσει και να προκαλέσει ταύτιση με την εκφραστική πάσχουσα. Φλερτάρει με την άσκηση ύφους, αλλά δεν ξεπέφτει στην κουρασμένη μηχανική παρόμοιων φιλμ. Η ατμόσφαιρα είναι αναγκαστικά ψυχρή, αλλά ποτέ κλινική και άδεια περιεχομένου. Άλλωστε, οι χειρουργικές επεμβάσεις δεν προκαλούν συνεχόμενο φόβο, αλλά στιγμιαίο σοκ και αποστροφή.