Η σύγκρουση ανάμεσα στον Λίνκολν και τους ισχυρούς άνδρες του υπουργικού συμβουλίου του, στην προσπάθειά του να τερματίσει την πιο αιματοβαμμένη σύγκρουση της χώρας, τον Εμφύλιο Πόλεμο, και ν' αλλάξει τον ρου της ιστορίας, βάζοντας τέλος στη δουλεία κι επαναφέροντας την Ένωση της Αμερικής.

 

Αυτή ήταν και η 13η, φαρμακερή όπως αποδείχτηκε, Τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος, 50 περίπου χρόνια μετά τις πρώτες 12 του θεμελιωτή Τζορτζ Γουόσινγκτον, μία νίκη του Λίνκολν που ο Σπίλμπεργκ δραματοποιεί, λαμβάνοντας υπόψη πολλές πολιτικές παραμέτρους και κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι σε μια χρονιά κρίσιμων εκλογών στη χώρα του. Πράγματι, από τις τρεις ταινίες που φέτος θέλουν να πιστεύουν πως έχουν κάτι να πούνε πέρα από την ιστορία που αφηγούνται, το Λίνκολν είναι η μόνη που συνδέεται υπόγεια με το σήμερα - οι άλλες δύο, γραμμικές και ανεκδοτολογικές, είναι το Επιχείρηση «Αργώ» του Μπεν Άφλεκ και το Zero Dark Thirty της Κάθριν Μπίγκελοου.

 

Πάρα πολλά έχουν ειπωθεί για το στυλ και το περιεχόμενο των ταινιών του Σπίλμπεργκ, με μόνιμη την αμφιβολία για το αν είναι πραγματικός δημιουργός ή ένας υπερτεχνίτης με ευρηματικότητα και ευδιάκριτη υπογραφή. Δεν καταλαβαίνω απόλυτα τον διάλογο επί του θέματος: ο Σπίλμπεργκ έχει γυρίσει ευφυείς και άστοχες ταινίες και στις δύο «αποκλίσεις» του, τη διασκεδαστική και τη δραματική, και μετά από 30 χρόνια είναι πιο auteur και από τους αυτοαποκαλούμενους καλλιτέχνες της υψηλής διανόησης, χωρίς να έχει την έπαρση να συγχαίρει τον εαυτό του.

 

Μιλώντας για το θέμα της δουλείας, ήδη έχει στο ενεργητικό του μια αδιάφορη και μπερδεμένη, βαριά και ανεπιτυχή προσπάθεια, το Amistad. Το Λίνκολν διαφέρει. Ο 16ος Πρόεδρος των ΗΠΑ είναι το πολιτικό του ίνδαλμα. Βλέποντας την ταινία, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το γιατί: ο Λίνκολν προτιμούσε παραβολές, αφηγούνταν παραμύθια κατανοητά στη μάζα και είχε την αίσθηση του επείγοντος, όταν έβαζε κάτι στο πεισματάρικο μυαλό του.

 

Ο Σπίλμπεργκ δεν τον θεοποιεί αλλά τον εξανθρωπίζει, τον κατεβάζει από το περιβόητο βάθρο του, δηλαδή το τεραστίων διαστάσεων άγαλμά του που είδε μικρός και τον σημάδεψε. Κινηματογραφικά, τον φαντάζεται σε καθημερινές δραστηριότητες, ενσταντανέ τρυφερά ή άχαρα, τον φέρνει κοντά στον κόσμο, βουτάει το όνειρό του στις λάσπες και τα συντρίμμια του πολέμου, τον τοποθετεί στη μέση μιας μακρόσυρτης, σκληρής και πικρής πολιτικής ζύμωσης που ανέδειξε το ταλέντο του στην πειθώ, την τήρηση των ισορροπιών και την πάση θυσία υλοποίηση των στόχων του.

 

Το «πάση θυσία» καταλαμβάνει μεγάλο κομμάτι της σχεδόν τρίωρης ταινίας. Η επίτευξη της πλειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων έγινε με διαφθορά και πάμπολλες αντεγκλήσεις, σε μια διελκυστίνδα ενδοκομματικής βεντέτας και εθνικού διχασμού. Ο Σπίλμπεργκ ξοδεύει αρκετό χρόνο για να εγκαταστήσει τη ζωτική οικειότητα ανάμεσα στον (ενδεχομένως) πληροφορημένο θεατή και τον Πρόεδρο. Στο σενάριο του Τόνι Κούσνερ, ο Λίνκολν είναι ένα μοναχικός, μελαγχολικός άνθρωπος των ανθρώπων, ένας πατέρας που αγαπάει τα παιδιά του και περνάει χρόνο μαζί τους σε μια εποχή που οι άνδρες δεν το έκαναν, που συμπονά τη μανιοκαταθλιπτική γυναίκα του για τον πρόωρο θάνατο του μεγάλου τους γιου και αρέσκεται στο να αφηγείται ιστορίες από τα παλιά, συχνά πικάντικες αλληγορίες και σοφίες του δρόμου, σε πείσμα των προτεραιοτήτων των υπουργών του και του χρόνου που έτρεχε, γιατί πίστευε πως έτσι ένωνε μυστικά την πολύτιμη κληρονομιά με μία κρίσιμη απόφαση.

 

Πολύ μπλα μπλα, αλλά χρήσιμο για την πλοκή και δημιουργικό, μία πλήρης σύνθεση ακαδημαϊσμού, ιστορικών πληροφοριών και γόνιμης μυθοπλασίας που δίνει πάσα στον Σπίμπεργκ να πλάσει μια αξέχαστη τριάδα πρωταγωνιστών (ο ηγετικός Πρόεδρος, η σύζυγος της καρδιάς, ο λομπίστας πολιτικός αντίπαλος στο τραχύ πρόσωπο και τον σαρδόνιο λόγο του τεταμένου, υπέροχου Τόμι Λι Τζόουνς), να ενσωματώσει με αφηγηματική άνεση πολλούς βοηθητικούς χαρακτήρες και να κλιμακώσει το έργο του τρεις φορές, στην αναγγελία της δολοφονίας, τον ενωτικό, θλιμμένο περίπατό του στο πεδίο της μάχης μαζί με το απόσπασμα του φημισμένου λόγου του, και πριν από αυτά, στην εντελώς σπιλμπεργκική σεκάνς της ψηφοφορίας, μια αρκετά τραβηγμένη επίδειξη μοντάζ και feelgood συναισθήματος.

 

Η εκφραστική υπερβολή των ψηφισάντων αντιμετωπίζεται ως μνημειώδης στιγμή στην ιστορία της αμερικανικής δημοκρατίας και δικαιολογείται από την έλλειψη κυνισμού μιας αλλοτινής εποχής (κάτι που ταιριάζει στον δεδομένο ιδεαλισμό του Σπίλμπεργκ) καθώς και από την ανάγκη σκηνοθετικής ανακούφισης μετά από μια βερμπαλιστική προθέρμανση. Η μουσική υπόκρουση του Τζον Γουίλιαμς αυτοσυγκρατείται αξιοθαύμαστα, καθώς κινείται σε τοπικά ιδιώματα και χαμηλούς τόνους, ενώ η ποιότητα παραγωγής, από την ποικιλία της χρωματικής παλέτας του οπερατέρ Γιάνους Καμίνσκι και την αυθεντικότητα των σκηνικών και των κοστουμιών, είναι υπεράνω κριτικής.

 

Κι έπειτα, υπάρχει ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Μετά τον Hawkeye στον Τελευταίο των Μοϊκανών, τον Χασάπη Μπιλ στις Συμμορίες της Νέας Υόρκης, ο Αγγλο-ιρλανδός προσθέτει ένα ακόμα εμβληματικό θηρίο της αμερικανικής μυθολογίας στη συλλογή του. Μόνο που αυτός ο μύθος, ο Λίνκολν, είναι υπαρκτό πρόσωπο, βαρύ κι επικίνδυνα ιερό. Ο Λιούις επέλεξε τη μόνη σωστή οδό, δηλαδή να αναρωτηθεί για τα κίνητρα των πράξεων που όλοι γνωρίζουμε, διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές της εξωτερικής μίμησης και της βιογραφικής αναπαράστασης. Μορφοποιείται σε Λίνκολν χωρίς αντίσταση.

 

Δίνει πλήρη κίνηση σε μία εικόνα. Με λεπτή φωνή και λαϊκή γοητεία απέδωσε διακριτικά την κλινική του κατάθλιψη, την απαλή επαφή, την περιέργεια και το ενδιαφέρον του, τις σιωπές και τις εκκεντρικές επισημάνσεις του, αφού πρώτα ανήγαγε το κύρτωμά του σε μια μεταφυσική ανησυχία για τα υπέρογκα βάρη που επωμίζεται. Όσες φορές ο Σπίλμπεργκ παρασύρεται προς την πολιτική οξυδέρκεια ενός πολιτικού που ετοιμάζεται να αφήσει ιστορία, ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις λέει τα λόγια του και τα εννοεί, διυλίζοντας τις λεπτομέρειες στο προσωπικό όραμα.

 

Κατά τη διάρκεια της ταινίας, γίνεται κάτι μαγικό στην οθόνη: ο Σπίλμπεργκ ρίχνει ένα ξεχωριστό φως στο πρόσωπο του Λίνκολν και ο Λιούις το κατευθύνει πέρα, στο μέλλον το δικό του και της χώρας, σαν να αντανακλά τις σκέψεις και τις προσδοκίες του. Κι έπειτα, χάνεται στην λευκή κουρτίνα...