Ό,τι είναι και δεν είναι ο Γούντι Άλεν βρίσκεται εδώ, στην καλύτερη ταινία της πρώτης περιόδου του, που του χάρισε, πάντα εν τη απουσία του από την απονομή, Όσκαρ (σκηνοθεσίας και σεναρίου, καθώς και καλύτερης ταινίας, απέναντι στον Πόλεμο των Άστρων, τις Στενές Επαφές και την Τζούλια του Φρεντ Ζίνεμαν, μεταξύ άλλων), τεράστια φήμη και παράλληλα σηματοδότησε την κινηματογραφική του ωριμότητα από το αποσπασματικό σινεμά που έλκει την καταγωγή του από τη stand up κωμωδία και την κομίστικη σάτιρα μέχρι τις πιο ενδοσκοπικές, αναλυτικές ταινίες του δημιουργού, όπως το Interiors αλλά και το Μανχάταν, που θα ακολουθούσαν σύντομα.

 

Παρά την ασταμάτητη μείξη ιδεών και πολλαπλού ύφους, σχεδόν πάντα ιδιοφυώς ο απολαυστικός Νευρικός Εραστής διατηρεί αναμφίβολα το γουντιαλενικό ιδίωμα στον απόλυτο παροξυσμό του, με άπειρες προσωπικές αναφορές στον εβραϊκό, αστικό, ερωτικό, αντισυμβατικό, άτσαλο, αυτοσχεδιαστικό και αξιαγάπητα νευρωτικό εαυτό του ‒ παρότι ο Άλεν έχει αρνηθεί την αυτοβιογραφική ακρίβεια της ταινίας, η βιωματική της αλήθεια είναι τόσο φυσική και αφομοιωμένη, που παραμένουμε σίγουροι πως αυτή είναι η ζωή του.

 

Υπάρχουν στιγμές αγέραστου γέλιου: οι γονείς του και οι σχολικές μέρες του, η σύντομη παραμονή στο Λος Άντζελες με το παρκάρισμα και την κοσμική εκδήλωση και τον φίλο του Τόνι Ρόμπερτς που παλεύει με τον χρόνο, το γεύμα με τους αστακούς που δραπετεύουν και, φυσικά, η σκηνή με την ουρά στο σινεμά, όπου φέρνει από το πουθενά τον ίδιο τον φιλόσοφο και επικοινωνιολόγο Μάρσαλ ΜακΛούαν για να βγάλει σκάρτο έναν ξερόλα που τον αμφισβητεί!

 

Κυρίως, ο Νευρικός Εραστής λάμπει ως μια ειλικρινής καταγραφή της αγαπησιάρικης και προβληματικής σχέσης του με την Νταϊάν Κίτον, την Άνι Χολ του πρωτότυπου τίτλου, που είναι το πραγματικό της όνομα για όσους δεν το γνωρίζουν, μια ερωτική επιστολή που της απέφερε Όσκαρ ερμηνείας και έκτοτε μια ιδιοσυγκρασιακή, διαχρονική στυλιστική στάμπα. Λα, ντι, ντα…